Τι σημαίνει το oro στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης oro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του oro στο Ιταλικό.
Η λέξη oro στο Ιταλικό σημαίνει χρυσάφι, χρυσό, χρυσός, χρυσή λίρα, που αξίζει το βάρος του σε χρυσό, ευαίσθητος, συναισθηματικός, Η σιωπή είναι χρυσός., Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός, όνειρα γλυκά, χρυσωρυχείο, ράβδος χρυσού, χρυσό μετάλλιο, χρυσό αστέρι, πεντηκοστή επέτειος, χρυσός κανόνας, σιδηροπυρίτης, χαλκοπυρίτης, ράβδος χρυσού, χρυσόσκονη, πυρετός χρυσοθηρίας, λεπτό φύλλο χρυσού, λεπτό φύλλο χρυσού, χρυσωρυχείο, χρυσοθήρας, χρυσοθηρία, χρυσή εποχή, χρυσή επέτειος, χρυσή καρδιά, κατάλογος πεσόντων, κατάλογος ηρωικώς πεσόντων, πλατίνα, πυρετός χρυσοθηρίας, Χρυσούς Αιών, φάσκιωμα ποδιών, δέσιμο ποδιών, θρυλικό ζευγάρι, καθαρός χρυσός, ατόφιος χρυσός, έξοχη χρονιά, μετανάστης στην Καλιφόρνια το 1849 για να συμμετάσχει στον πυρετό του χρυσού, Χρυσομαλλούσα, η κότα με τα χρυσά αβγά, χρυσωρυχείο, καλή ευκαιρία, γκόλντεν μπόυ, ψήγμα χρυσού, ήλεκτρο, εποχή μεγάλης οικονομικής άνθισης στο τέλος του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ, αλκυονίδες ημέρες, ψάχνω για χρυσό, ψάχνω για χρυσάφι, Πρόσεχε τι εύχεσαι., μου τρέχουν λεφτά από τα μπατζάκια, επιχρυσώνω, χρυσωρυχείο, μεγάλη δουλειά, Χρυσό Αστέρι, χρυσοθήρας, χρυσό ιωβηλαίο, θησαυροφυλάκιο, η κότα με τα χρυσά αβγά, Χρυσή Ακτή, μαύρος χρυσός, με χρυσό σκελετό, με τίποτα, επιχρύσωμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης oro
χρυσάφιsostantivo maschile (metallo) (μέταλλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'anello è in oro. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. |
χρυσόsostantivo maschile (colore) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I colori della squadra erano verde e oro. Τα χρώματα της ομάδας ήταν πράσινο και χρυσό. |
χρυσόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'orologio d'oro era splendido. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Της έκανε δώρο ένα χρυσαφένιο δαχτυλίδι. |
χρυσή λίρα(moneta) (Αγγλίας: παλαιό) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Lo zio di Polly le diede una sovrana per il suo compleanno. |
που αξίζει το βάρος του σε χρυσό(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se usi molto internet una connessione a banda larga vale tanto oro quanto pesa. |
ευαίσθητος, συναισθηματικόςlocuzione aggettivale (figurato: generoso) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Η σιωπή είναι χρυσός.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός(idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όνειρα γλυκάinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sogni d'oro, amore mio. Ci vediamo domani. |
χρυσωρυχείοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ράβδος χρυσούsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χρυσό μετάλλιοsostantivo femminile Flynn ha vinto una medaglia d'oro ai giochi del Commonwealth. |
χρυσό αστέριsostantivo femminile (USA, scuola) (όχι στην Ελλάδα) Sylvia ha ottenuto una stella d'oro per il suo progetto. |
πεντηκοστή επέτειος
Vera Lynn cantò fuori da Buckingham Palace nel 1995 per festeggiare il cinquantesimo anniversario della Giornata della Vittoria in Europa. |
χρυσός κανόναςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La regola d'oro è di trattare gli altri come vorresti che gli altri trattassero te. |
σιδηροπυρίτης, χαλκοπυρίτηςsostantivo maschile (figurato: pirite) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Hank credeva di essere ricco, poi ha scoperto che quello della sua miniera era solo "oro degli stolti". |
ράβδος χρυσούsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli Stati Uniti conservano dei lingotti d'oro a Fort Knox. |
χρυσόσκονηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Durante la corsa all'oro californiana, furono in molti a setacciare i fiumi in cerca di polvere d'oro. |
πυρετός χρυσοθηρίαςsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Moltissime persone andarono nello Yukon mossi dalla febbre dell'oro. |
λεπτό φύλλο χρυσούsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È talmente ricco che le ha fatto un regalo incartato in una lamina d'oro. |
λεπτό φύλλο χρυσούsostantivo femminile (sottile lamina d'oro) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sembra oro puro, ma in realtà è solo del gesso ricoperto con una foglia d'oro. |
χρυσωρυχείοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χρυσοθήραςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nel film "The Gold Rush", Chaplin interpreta un cercatore d'oro. |
χρυσοθηρίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'attività di estrazione dell'oro procura molti guadagni ma è anche causa di inquinamento. |
χρυσή εποχήsostantivo femminile (figurato: il periodo migliore) (μεταφορικά) L'età dell'oro dei voli economici sta finendo. |
χρυσή επέτειοςsostantivo plurale femminile (50 anni di matrimonio) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il prossimo anno i miei genitori festeggeranno le nozze d'oro. |
χρυσή καρδιάsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) All'apparenza può sembrare scontroso, ma in realtà ha davvero un cuore d'oro. |
κατάλογος πεσόντων, κατάλογος ηρωικώς πεσόντων(militare) (που πρόκειται να τιμηθούν) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πλατίναsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πυρετός χρυσοθηρίαςsostantivo femminile (USA) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La corsa all'oro della prima parte del ventesimo secolo è assurta a simbolo del sogno americano. |
Χρυσούς Αιώνsostantivo femminile (figurato: il periodo migliore) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Alcuni considerano il diciottesimo secolo come l'età d'oro della ragione. |
φάσκιωμα ποδιών, δέσιμο ποδιών(storico: Cina antica; deformazione dei piedi di femminili) (Κίνα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θρυλικό ζευγάριsostantivo femminile (celebrità) |
καθαρός χρυσός, ατόφιος χρυσός
|
έξοχη χρονιά
|
μετανάστης στην Καλιφόρνια το 1849 για να συμμετάσχει στον πυρετό του χρυσούsostantivo maschile (storico: corsa all'oro californiana) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Χρυσομαλλούσαsostantivo femminile (personaggio di favole) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
η κότα με τα χρυσά αβγάsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χρυσωρυχείοsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καλή ευκαιρίαsostantivo maschile (figurato, informale) Ho scelto la macchina perché era affidabile e un affare d'oro. Επέλεξα το αυτοκίνητο, καθώς ήταν αξιόπιστο και καλή ευκαιρία. |
γκόλντεν μπόυsostantivo maschile |
ψήγμα χρυσού
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ήλεκτροsostantivo maschile (κράμα χρυσού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εποχή μεγάλης οικονομικής άνθισης στο τέλος του 19ου αιώνα στις ΗΠΑsostantivo femminile (epoca degli Stati Uniti) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αλκυονίδες ημέρεςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ero un uomo giovane, felice e di successo: quei giorni sono stati il mio periodo d'oro. |
ψάχνω για χρυσό, ψάχνω για χρυσάφιverbo transitivo o transitivo pronominale (setacciando la sabbia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cercava l'oro vicino San Francisco. |
Πρόσεχε τι εύχεσαι.(idiomatico, figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μου τρέχουν λεφτά από τα μπατζάκιαverbo intransitivo (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La lista di regali di Natale di mia figlia è lunga quattro pagine. Crede che siamo pieni di soldi! |
επιχρυσώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La spilla è fatta di argento sterling placcato in oro. |
χρυσωρυχείοsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεγάλη δουλειάsostantivo maschile (informale) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) Il commercio delle armi è un affare d'oro, con un trilione di dollari speso per acquisti militari ogni anno. |
Χρυσό Αστέριsostantivo femminile (onorificenza sovietica) (παράσημο) L'Unione Sovietica ha conferito la Stella d'Oro agli "eroi" dello stato comunista. |
χρυσοθήρας
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) I cercatori d'oro arrivarono in massa in California nel diciannovesimo secolo. |
χρυσό ιωβηλαίοsostantivo maschile (monarca) Il re Bhumibol Adulyadej della Tailandia ha festeggiato il suo giubileo d'oro il 9 Giugno 1996. |
θησαυροφυλάκιοsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
η κότα με τα χρυσά αβγάsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Χρυσή Ακτήsostantivo femminile (storico, colonia africana) (Αφρική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μαύρος χρυσόςsostantivo maschile (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
με χρυσό σκελετό(occhiali) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με τίποταlocuzione avverbiale (idiomatico, al negativo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιχρύσωμαsostantivo femminile (per decorazione) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του oro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του oro
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.