Τι σημαίνει το inutile στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης inutile στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του inutile στο Ιταλικό.

Η λέξη inutile στο Ιταλικό σημαίνει άχρηστος, άχρηστος, ανίκανος, φτηνός, άχρηστος, δώρο άδωρον, απελπιστικός, αποκαρδιωτικός, άχρηστος, ασύμφορος, άκαρπος, άχρηστος, άχρηστος, άχρηστος, άχρηστος, ανάξιος, ασήμαντος, ανεπιτυχής, άσκοπος, που δεν αξίζει μία, κούφιος, αναποτελεσματικός, ατελέσφορος, άκαρπος, ατελέσφορος, αποτυχημένος, άχρηστος, άκαρπος, ανούσιος, μάταιος, περιττός, περίσσιος, παραπανίσιος, περιττός, βλακώδης, ανόητος, μη εποικοδομητικός, αναποτελεσματικός, μηδαμινός, μάταιος, άσκοπος, που έχει αποσυρθεί, πεταμένος, χαμένος, μάταιος, ανώφελος, που πάει χαμένο, άχρηστος, άχρηστος, περιττό να λεχθεί, δεν έχει νόημα, είναι ανούσιο, δεν υπάρχει λόγος να, χασομέρι, διαμαρτυρία, ψευτοαπασχόληση, ψευτοδουλειά, -, άχρηστο αντικείμενο, εννοείται, με πήραν τα χρόνια, δεν έχει νόημα να κάνεις κτ, είναι ανούσιο να κάνεις κτ, βάρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης inutile

άχρηστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'attrezzo si rivelò inutile, e non riuscirono ad assemblare il tavolo quella notte.
Το εργαλείο αποδείχθηκε άχρηστο και δεν μπόρεσαν να συναρμολογήσουν το τραπέζι εκείνο το βράδυ.

άχρηστος, ανίκανος

aggettivo (πιθανά προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jackie voleva aiutare, ma si sentì incapace perché non c'era niente che potesse fare.
Η Τζάκι ήθελε να βοηθήσει, αλλά ένιωθε άχρηστη επειδή δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσε να κάνει.

φτηνός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È carino ma è solo un pezzo di inutile bigiotteria.
Είναι όμορφο αλλά δεν είναι παρά ένα φτηνιάρικο φο μπιζού.

άχρηστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δώρο άδωρον

απελπιστικός, αποκαρδιωτικός

(κατάσταση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I soccorritori continuarono a scavare tra le macerie, ma dopo tutto quel tempo ciò appariva inutile.
Οι διασώστες συνέχιζαν να σκάβουν μέσα στα ερείπια, αλλά μετά από τόση ώρα που είχε περάσει, φαινόταν απέλπιδα η προσπάθεια.

άχρηστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il politico è stato criticato per aver fatto commenti inutili sulle persone che ricevono il sussidio.

ασύμφορος, άκαρπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άχρηστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άχρηστος

aggettivo invariabile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Agli occhi di mio padre, ho perso quattro anni di università per un'inutile laurea in filosofia.

άχρηστος

aggettivo invariabile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo computer è un inutile bidone della spazzatura!

άχρηστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sono stufo di ascoltare le idee inutili di Bill: non hanno alcun valore.

ανάξιος, ασήμαντος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Per quello che riguardava Molly, l'ex ragazzo era un inutile pezzo di merda.

ανεπιτυχής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άσκοπος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sono stufo di questo lavoro inutile; voglio cambiare il mondo!

που δεν αξίζει μία

aggettivo (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κούφιος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η εταιρεία αγνόησε τις ανούσιες απειλές του μικρού σωματείου.

αναποτελεσματικός, ατελέσφορος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le misure prese per ridurre gli incidenti all'incrocio si sono rivelate inefficaci.
Τα μέτρα για να μειωθούν τα ατυχήματα στην διασταύρωση έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικά.

άκαρπος, ατελέσφορος

(figurato) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Purtroppo tutti gli sforzi della squadra di baseball sono stati infruttuosi e hanno perso il torneo.

αποτυχημένος

(χωρίς επιτυχία)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

άχρηστος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un'auto senza freni funzionanti è inutilizzabile.

άκαρπος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tutti i tentativi di Frank di trovare un lavoro si sono rivelati infruttuosi.

ανούσιος, μάταιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Είναι ανούσιο να λες στον Μπάρνεϋ να σταματήσει να κάνει παρέα με τους λάθος ανθρώπους. Δεν ακούει ποτέ.

περιττός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La camera aveva un letto extra che però era inutile.
Το δωμάτιο είχε επιπλέον κλινοσκεπάσματα, αλλά ήταν περιττά.

περίσσιος, παραπανίσιος, περιττός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cancella gli spazi superflui tra le righe del testo.

βλακώδης, ανόητος

(potenzialmente offensivo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I tuoi commenti stupidi stanno rallentando la riunione.

μη εποικοδομητικός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναποτελεσματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μηδαμινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μάταιος

(χωρίς αποτέλεσμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άσκοπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει αποσυρθεί

aggettivo invariabile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πεταμένος, χαμένος

aggettivo (μεταφορικά, καθομ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
John era irritato perché sua moglie aveva comprato vestiti costosi: con i soldi sprecati avrebbero potuto comprare un ben più utile divano nuovo.
Ο Τζον ήταν εκνευρισμένος που η γυναίκα του αγόραζε ακριβά ρούχα. Με τα πεταμένα αυτά λεφτά θα μπορούσαν να είχαν αγοράσει τον καινούριο καναπέ που τόσο χρειάζονταν.

μάταιος, ανώφελος

aggettivo invariabile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È inutile provare a risolvere tutti i problemi del mondo da soli.

που πάει χαμένο

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Era stato un viaggio inutile, Karen era andata fino all'altro capo della città per incontrare un collega che aveva disdetto all'ultimo minuto.
Ήταν μια άσκοπη διαδρομή. Η Κάρεν είχε οδηγήσει μέχρι την άλλη πλευρά της πόλης για να συναντήσει έναν συνάδελφο που της ακύρωσε το ραντεβού την τελευταία στιγμή.

άχρηστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Γιατί κρατάς όλα αυτά τα άχρηστα παλιά εργαλεία;

άχρηστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il computer di nessun valore di Nathan non si accende nemmeno.

περιττό να λεχθεί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Inutile dire che non tornerò più lì.

δεν έχει νόημα, είναι ανούσιο

verbo intransitivo (να κάνει κάποιος κάτι)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
È inutile urlare il suo nome, non ti può più sentire.

δεν υπάρχει λόγος να

verbo (comportarsi in un determinato modo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χασομέρι

sostantivo femminile (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Smettila con le tue preoccupazioni inutili riguardo ai colori del poster e finiscilo!

διαμαρτυρία

sostantivo maschile (peggiorativo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il pubblico fu avvisato di tenere per sé i commenti inutili.

ψευτοαπασχόληση, ψευτοδουλειά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

-

sostantivo femminile (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Lo sceriffo fu mandato a una ricerca senza speranza del fuggiasco.
Έστειλαν τον σερίφη να βρει τον δραπέτη αν και ήταν μάταιο. Το να προσπαθήσω να βρω τα χαρτιά αποδείχτηκε ότι ήταν σαν να ψάχνω ψύλλους στα άχυρα.

άχρηστο αντικείμενο

εννοείται

verbo transitivo o transitivo pronominale (ovvio, chiaro)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Inutile dire che in città non è il caso di lasciare la propria bicicletta senza chiuderla con una catena.

με πήραν τα χρόνια

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχει νόημα να κάνεις κτ, είναι ανούσιο να κάνεις κτ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non serve a niente chiedere a Jake se ti può prestare la macchina, tanto ti risponde di no.

βάρος

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του inutile στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.