Τι σημαίνει το piano στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης piano στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του piano στο Ιταλικό.
Η λέξη piano στο Ιταλικό σημαίνει piano, πιάνο, επίπεδο, piano, πιάνο, όροφος, επίπεδο, επίπεδος, πιάνο, οριζόντιος, επίπεδος, σιγά, στρατηγική, επίπεδος, μαλακά, απαλά, αθόρυβα, όροφος, σχέδιο, όροφος, σχέδιο, πλάκα, όροφος, όροφος, Με το μαλακό, σχέδιο, έχω βλέψεις, σχέδιο, πιάνο, πρόγραμμα, σχέδιο, πλωτή εξέδρα, σχέδιο δράσης, διαδικασία,σειρά ενεργειών, πρόθεση, τέχνασμα, υπολογισμός, -ώροφος, πρόθεση, -, πρόγραμμα, σχέδιο, επίπεδος, ισόπεδος, σχέδιο, πρόγραμμα, οργάνωση, διευθέτηση, οργάνωση, υπόγειο, μάτια, τοπικά, κατώτερος, εμφανής, πιο επίπεδος, πιο ίσιος, αργά αλλά σταθερά, κάτω, πάνω, επάνω, σταδιακά, χαμηλής προτεραιότητας, πάνω πάνω, κουζίνα, πρώτο πλάνο, πάγκος, επιφάνεια εργασίας, επιφάνεια τραπεζιού, μπυραρία, ισόγειο, μακροπρόθεσμο σχέδιο, δεύτερη μοίρα, πρόγραμμα εξόφλησης, πιάτο φαγητού, ισόγειο, εναλλακτικό σχέδιο, ισόγειο, οριζόντιο επίπεδο, πρόγραμμα επιδοτούμενης στέγασης, κυρτή επιφάνεια, επιφάνεια υπό κλίση, πλάνο δόσεων, σχέδιο, σχέδιο επίθεσης, επιθετική τακτική, σχέδιο δράσης, στρατηγικό σχέδιο, στρατηγικό σχέδιο, επάνω όροφος, τελευταίος όροφος, επάνω όροφος, επιχειρησιακό σχέδιο, επιχειρηματικό σχέδιο, κάτοψη, πρώτος όροφος, σχέδιο δράσης, εναλλακτικό σχέδιο, πρόσθετη παροχή, επαγγελματικό πλάνο, εναλλακτικό σχέδιο, πρόγραμμα άσκησης, συστοιχία εστιακού επιπέδου, προστατευτικό κουζίνας, σύστημα ανταμοιβής με βάση την αποδοτικότητα, ατομικός λογαριασμός ασφάλισης, πάγκος της κουζίνας, σχέδιο μάρκετινγκ, διαιτολόγιο, καρτοκινητό, συνταξιοδοτικό σύστημα, μάθημα πιάνου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης piano
piano, πιάνοaggettivo (μουσική) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Questa sezione è di pianoforte. Αυτό το μέρος είναι πιάνο. |
επίπεδοsostantivo maschile (superficie, area geometrica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un pendio è un piano inclinato. Η ράμπα είναι ένα επικληνές επίπεδο. |
piano, πιάνοavverbio (μουσική) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questo si deve suonare piano. |
όροφοςsostantivo maschile (edifici) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Loretta viveva al terzo piano. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έμενε στον τρίτο όροφο. |
επίπεδο(figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vive su un piano morale più alto di noi altri. |
επίπεδοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La superficie dello scaffale aveva qualche bozzo, quindi non era completamente piana. Η επιφάνεια του ραφιού είχε μερικά εξογκώματα, άρα δεν ήταν εντελώς επίπεδη. |
πιάνοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è un pianoforte accostato alla parete della stanza. Υπάρχει ένα πιάνο δίπλα στον ένα τοίχο του δωματίου. Η ξαδέλφη μου έπαθε να παίζει πιάνο όταν ήταν παιδί. |
οριζόντιος, επίπεδος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dal modo in cui rotolavano le palle era chiaro che il tavolo da biliardo non era livellato. Μπορούσε να δει κανείς ότι το τραπέζι του μπιλιάρδου δεν ήταν οριζόντιο από τον τρόπο που κυλούσαν οι μπάλες. |
σιγά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Parla a bassa voce. Non sono sordo! |
στρατηγικήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il capo espose il piano per aumentare i profitti dell'azienda nell'anno a venire. Το αφεντικό περιέγραψε την στρατηγική του για την αύξηση των εσόδων της εταιρείας τον επόμενο χρόνο. |
επίπεδοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μαλακά, απαλά, αθόρυβα(suono, volume) (ήχος) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ha parlato così piano che non sono riuscito a sentirla. |
όροφοςsostantivo maschile (di bus multipiano) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In che piano ti piace stare negli autobus? Ποιον όροφο προτιμάς όταν παίρνεις το λεωφορείο; |
σχέδιο(soluzione) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hai un piano per tirarci fuori da questo pasticcio? Έχεις καμία ιδέα για να μας ξεμπλέξεις; |
όροφοςsostantivo maschile (κτίριο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Vivo al primo piano in quel condominio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό το κτίριο έχει πέντε πατώματα. |
σχέδιοsostantivo maschile (segreto) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il loro piano di fargli una sorpresa per il compleanno fu rovinato quando sentì per caso che gli stavano organizzando una festa. Το σχέδιο που είχαν να του κάνουν έκπληξη για τα γενέθλιά του καταστράφηκε όταν τους κρυφάκουσε να μιλάνε για το πάρτι. |
πλάκαsostantivo maschile (superficie liscia in macchinario) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
όροφοςsostantivo maschile (edifici) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Questo è un edificio di cinque piani. Αυτό το κτίριο έχει πέντε ορόφους. |
όροφοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quanti piani è alto quel palazzo? |
Με το μαλακό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχέδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
έχω βλέψεις(για κάποιον/κάτι) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Sta facendo dei piani sulla mia ragazza. |
σχέδιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Roger si occuperà del progetto per il piano di vendite del dipartimento. Ο Ρότζερ θα κάνει το σχέδιο για το πλάνο πωλήσεων του τμήματος. |
πιάνοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πρόγραμμαsostantivo maschile (programma pensionistico) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Partecipa ad un piano di pensionamento. |
σχέδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Va tutto secondo i piani. |
πλωτή εξέδραsostantivo maschile (di pontone) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σχέδιο δράσης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La strategia era di evitare i goal prima del previsto mentre si ostacolava l'altra squadra a centrocampo. |
διαδικασία,σειρά ενεργειών
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρόθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non ho alcuna intenzione di cambiare lavoro. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Άλλαξε το πλάνο και δεν θα πάμε στη θάλασσα σήμερα. |
τέχνασμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υπολογισμός(ιδιοτελής σχέδιο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il cattivo del film è un maestro nelle fredde macchinazioni. |
-ώροφος
La loro torta di matrimonio era a cinque strati. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μαμά, θέλω μια δίπατη τούρτα για τα γενέθλιά μου! |
πρόθεση(figurato: progetto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il mondo è stato creato con un disegno o per caso? |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Abbiamo dovuto fare tre rampe di scale per arrivare al suo ufficio. Χρειάστηκε να ανέβουμε τρεις ορόφους από τη σκάλα για να φτάσουμε στο γραφείο του. |
πρόγραμμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I funzionari hanno annunciato il nuovo schema pensionistico. |
σχέδιο(σαν χάρτης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo schema di sviluppo mostra sia case sia terreni. |
επίπεδος, ισόπεδοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il pavimento era abbastanza piatto da poterci mettere una sedia. Το έδαφος ήταν αρκετά επίπεδο (or: ισόπεδο) για να τοποθετηθεί μια καρέκλα. |
σχέδιο, πρόγραμμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È stato messo a punto un programma quinquennale per rivitalizzare l'economia. Ένα πενταετές σχέδιο δημιουργήθηκε για να τονώσει την οικονομία. |
οργάνωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il viaggio richiede un'attenta pianificazione. Αυτό το ταξίδι απαιτεί προσεκτική οργάνωση. |
διευθέτηση, οργάνωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hai proprio una bella sistemazione qui per lavorare da casa. |
υπόγειο(di edificio) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Στο υπόγειο του κτιρίου βρίσκονται το δωμάτιο συντήρησης και μερικά γραφεία. |
μάτια(κουζίνας) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
τοπικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κατώτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εμφανής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πιο επίπεδος, πιο ίσιοςaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La tavola era più piatta del previsto e il falegname decise di non piallarla. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η περιοχή ήταν πιο επίπεδη από ό,τι ήταν συνηθισμένος ο Ρον. |
αργά αλλά σταθερά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Piano piano ma con costanza stiamo rendendo il giardino bello. |
κάτωavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Rachel è scesa giù ad aprire la porta agli ospiti. Η Ρέιτσελ έτρεξε κάτω για ν' ανοίξει στους καλεσμένους της. |
πάνω, επάνωavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vai di sopra e pulisci la tua stanza. Πήγαινε επάνω και καθάρισε το δωμάτιό σου. |
σταδιακά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dopo l'incidente, Sheila riacquistò la memoria poco a poco. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σταδιακά τα σύννεφα έφυγαν κι έλαμψε ένας λαμπρός ήλιος. |
χαμηλής προτεραιότηταςlocuzione avverbiale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Per ora quel progetto è in secondo piano, finché mi occupo di questioni più urgenti. |
πάνω πάνωlocuzione avverbiale (μεταφορικά) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Metterò quel lavoro in primo piano perché è urgente. |
κουζίνα(συσκευή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il forno è elettrico mentre il piano cottura ha quattro fornelli a gas. |
πρώτο πλάνοsostantivo maschile Il primo piano del dipinto raffigura una staccionata in legno. Υπάρχει ένα ξύλινος φράκτης στο προσκήνιο του πίνακα. |
πάγκοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'appartamento è dotato di bellissimi piani di lavoro in granito. |
επιφάνεια εργασίαςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I piani di lavoro della cucina sono facili da pulire. |
επιφάνεια τραπεζιούsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπυραρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ισόγειοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I palazzi di uffici spesso ospitano dei negozi al piano terra. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα κτίρια γραφείων συχνά έχουν μαγαζιά στο ισόγειο. Η καφετέρια βρίσκεται στο ισόγειο, ακριβώς έξω απ' την αίθουσα αναμονής. |
μακροπρόθεσμο σχέδιοsostantivo maschile Il nostro progetto a lungo termine consiste nel costruire tre nuove strutture nei prossimi vent'anni. |
δεύτερη μοίραsostantivo femminile (figurato) (είμαι σε) Il vicepresidente sarà sempre in secondo piano rispetto al presidente. |
πρόγραμμα εξόφλησης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πιάτο φαγητού
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) L'insalata si serve su un piatto da insalata e la pietanza principale su un piatto da portata. |
ισόγειοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È una casa indipendente su un solo livello, quindi tutto è al piano terra. |
εναλλακτικό σχέδιοsostantivo maschile Qual è il nostro piano alternativo se questa campagna non funziona? |
ισόγειοsostantivo maschile (edilizia, ingegneria civile) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In questa tabella, le altezze degli edifici sono indicate rispetto al piano di campagna. |
οριζόντιο επίπεδοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πρόγραμμα επιδοτούμενης στέγασηςsostantivo maschile (ΗΒ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κυρτή επιφάνεια, επιφάνεια υπό κλίσηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando dipingi con gli acquerelli, mantieni il foglio su un piano inclinato per permettere all'acqua di colare via. |
πλάνο δόσεωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Abbiamo acquistato la macchina dal rivenditore che ci offriva il piano rateale più vantaggioso. |
σχέδιοsostantivo maschile (ευρείας κλίμακας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Stasera il consiglio rivelerà il piano generale per massimizzare i profitti dell'azienda. |
σχέδιο επίθεσης, επιθετική τακτικήsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχέδιο δράσης
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στρατηγικό σχέδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στρατηγικό σχέδιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επάνω όροφοςsostantivo maschile (λεωφορείου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Gli scalini sul retro del bus conducono a altri posti al piano superiore. |
τελευταίος όροφοςsostantivo maschile (κτιρίου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dall'ultimo piano dell'edificio si ha la vista su tutta la città. |
επάνω όροφοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
επιχειρησιακό σχέδιο, επιχειρηματικό σχέδιοsostantivo maschile Prima di esaminare la mia richiesta di prestito la banca ha voluto vedere un piano industriale. |
κάτοψηsostantivo femminile (edilizia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pianta del piano mostra la disposizione interna della proprietà. |
πρώτος όροφοςsostantivo maschile L'incendio era al primo piano del palazzo. |
σχέδιο δράσης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εναλλακτικό σχέδιο
|
πρόσθετη παροχήsostantivo maschile |
επαγγελματικό πλάνοsostantivo maschile |
εναλλακτικό σχέδιο
Il piano alternativo è di scappare a gambe levate. |
πρόγραμμα άσκησηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La signora Peabody ha ingaggiato un allenatore personale per farsi fare un piano di allenamento personalizzato. |
συστοιχία εστιακού επιπέδουsostantivo femminile (οπτική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προστατευτικό κουζίναςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σύστημα ανταμοιβής με βάση την αποδοτικότητα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ατομικός λογαριασμός ασφάλισηςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I piani pensionistici individuali ti permettono di risparmiare senza pagare tasse sul reddito fino al momento della pensione. |
πάγκος της κουζίναςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando ebbe finito di preparare la cena, pulì il piano di lavoro. |
σχέδιο μάρκετινγκsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il nostro piano di marketing spiegherà in dettaglio come intendiamo mettere sul mercato questo prodotto. |
διαιτολόγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καρτοκινητόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συνταξιοδοτικό σύστημαsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μάθημα πιάνου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του piano στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του piano
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.