Τι σημαίνει το punto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης punto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του punto στο Ιταλικό.

Η λέξη punto στο Ιταλικό σημαίνει τσιμπάω, τσιμπώ, τσιμπάω, τρυπάω, τρυπώ, σκουντώ, τσιμπάω, τσιμπώ, εστιάζω, στοχεύω με κτ, σκοπεύω με κτ, ξανακαρφιτσώνω, σημαδεύω, σκοπεύω, ποντάρω, στοχεύω, σκοπεύω, σημαδεύω, τείνω, σκοπεύω, στοχεύω, σημαδεύω, στοιχηματίζω, κατευθύνομαι, κατευθύνω, τραβάω, τραβώ, βγάζω, στοιχηματίζω, βελονιά, εύσημο, τελεία, βελονιά, κουκκίδα, σημείο, τελεία και παύλα, θέμα, σημάδι, σημαδάκι, σημείο, σημείο, σημείο, πόντος, εκατοστιαία μονάδα, μονάδα, σημείο, run, κρίσιμο σημείο, σκοράρισμα, τελεία, το σημαντικότερο, θέμα, ράμμα, ζήτημα, θέμα, το σημείο που βρίσκομαι, σημείο, καλάθι, τρύπημα, μήνυμα, τελεία, τελεία, τελεία, κουκκίδα, βούλα, περίκλειστο έδαφος, τελεία, βούλες, βουλίτσες, βούλες, σημείο, χαρακτηριστικό, που έχει μικρές τρύπες, μέρος, τελεία, βήμα, τοποθεσία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης punto

τσιμπάω, τσιμπώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non toccare quella pianta, punge.
Μην αγγίζεις εκείνο το φυτό, τσιμπάει.

τσιμπάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ahi! Queste spine pungono!

τρυπάω, τρυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La spilla ha punto il dito di Marta.
Η καρφίτσα τρύπησε το δάκτυλο της Μάρθας.

σκουντώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (ανάλογα με την περίπτωση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσιμπάω, τσιμπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La vespa punse Maggie sul piede.
Η σφήκα τσίμπησε τη Μάγκι στο πόδι.

εστιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pilota puntò e lanciò l'attacco.

στοχεύω με κτ, σκοπεύω με κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Il soldato puntò il fucile e sparò.
Ο στρατιώτης στόχευσε (or: σημάδεψε) με το όπλο του και πυροβόλησε.

ξανακαρφιτσώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (fermare con uno spillo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σημαδεύω, σκοπεύω

verbo intransitivo (armi, fotocamere, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Solleva il fucile, punta e spara.

ποντάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (scommettere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Penso che punterò venti dollari su questo cavallo. Credo che vincerà.

στοχεύω, σκοπεύω, σημαδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I fucili erano tutti puntati verso i soldati nemici.

τείνω

(λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beryl ha puntato il dito contro l'uomo e ha detto "È lui!"

σκοπεύω, στοχεύω, σημαδεύω

verbo intransitivo (armi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stephen mirò attentamente e si apprestò a fare fuoco.
Ο Στίβεν στόχευσε (or: σημάδεψε) προσεκτικά κι ετοιμάστηκε να πυροβολήσει.

στοιχηματίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il cavallo è dato 11 a 2, quindi se punti 2 £ e vince, avrai 11 £.
Η απόδοση είναι 11/2 άρα αν στοιχηματίσεις 2 λίρες και το άλογό σου κερδίσει θα πάρεις 11 λίρες.

κατευθύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La strada punta a sud.

κατευθύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (una luce, un getto d'acqua)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ha puntato il riflettore sull'entrata.

τραβάω, τραβώ, βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (armi) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I poliziotto ha puntato la pistola contro il ladro.

στοιχηματίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben puntò 100 £ sulla corsa.

βελονιά

(lavoro a maglia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marilyn cucì lo strappo nella gonna con punti precisi.
Η Μέρλιν έραψε το σκίσιμο στη φούστα της με ωραίες βελονιές.

εύσημο

sostantivo maschile (figurato: fare bella figura) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τελεία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'indirizzo e-mail di Mary è "mary punto smith chiocciola email punto com".
Η ηλεκτρονική διεύθυνση της Μαίρης είναι mary τελεία smith παπάκι email τελεία com.

βελονιά

sostantivo maschile (cucito) (ράψιμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo è un punto piuttosto difficile da fare, ma è bello una volta che ci hai preso la mano.
Αυτή είναι μια αρκετά δύσκολη βελονιά, αλλά δείχνει όμορφη μόλις πάρεις το κολάι.

κουκκίδα

sostantivo maschile (elenchi)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In un elenco spesso i punti sono più gradevoli alla vista rispetto ai numeri.
Οι κουκκίδες φαίνονται καλύτερα από τους αριθμούς σε μια λίστα στις περισσότερες περιπτώσεις.

σημείο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τελεία και παύλα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jose è il miglior giocatore di baseball, punto.
Ο Χοσέ είναι ο καλύτερος παίκτης· τελεία και παύλα.

θέμα

sostantivo maschile (sezione, argomento)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il mio discorso è diviso in tre punti.
Ο λόγος μου χωρίζεται σε τρία θέματα.

σημάδι, σημαδάκι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Alla fine i viandanti videro un punto luminoso in distanza.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το μολύβι έπεσε και άφησε ένα σημαδάκι στο πάτωμα.

σημείο

(grado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'acqua ha raggiunto il punto di ebollizione.

σημείο

sostantivo maschile (geometria)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La linea interseca il cerchio in due punti diversi.
Η γραμμή τέμνει τον κύκλο σε δύο διαφορετικά σημεία.

σημείο

(momento)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A quel punto ho capito la pericolosità della situazione.
Σε εκείνη την φάση κατάλαβα την σοβαρότητα της κατάστασης.

πόντος

sostantivo maschile (sport, giochi)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il re vale quattro punti, il jack tre e la donna due.

εκατοστιαία μονάδα

sostantivo maschile

Il dollaro è sceso di ottanta punti sullo yen.

μονάδα

sostantivo maschile (finanza)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il Dow Jones ha perso trentadue punti oggi.

σημείο

sostantivo maschile (tipografia, punto tipografico) (μέγεθος γραμματοσειράς)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il corpo del testo deve essere dodici punti, i titoli sedici.

run

sostantivo maschile (cricket, baseball)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Hanno totalizzato dodici punti.

κρίσιμο σημείο

(situazione)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Cosa ha portato la nostra relazione fino a questo punto?

σκοράρισμα

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il punto segnato da Bennet ha mandato la squadra rossa in vantaggio.

τελεία

sostantivo maschile (codice Morse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il codice morse per SOS è "punto, punto, punto, linea, linea, linea, punto, punto, punto".

το σημαντικότερο

(figurato: parte essenziale)

Smetti di tergiversare e vieni al punto.

θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Varie ed eventuali era l'ultima voce dell'ordine del giorno.
Ο τίτλος του τελευταίου θέματος στην ημερήσια διάταξη ήταν «Κάθε Άλλη Υπόθεση».

ράμμα

(medicina)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il taglio sulla testa di Gareth aveva bisogno di una sutura.
Το κόψιμο στο κεφάλι του Γκάρεθ χρειάζεται ένα ράμμα.

ζήτημα, θέμα

(πρόβλημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La proprietà del terreno è il problema principale.
Η ιδιοκτησία της γης είναι το κύριο ζήτημα (or: θέμα).

το σημείο που βρίσκομαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dovresti segnare a che pagina sei nel romanzo.

σημείο

(elemento di un discorso)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La terza osservazione che vorrei fare è che il prezzo delle case sta scendendo.

καλάθι

(sport, basket: punto)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ashley ha segnato sette canestri in una sola partita!

τρύπημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Robert vedeva la puntura che la spilla aveva fatto sul dito di Martha.

μήνυμα

(figurato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La morale di questo disastro è che dobbiamo sempre essere preparati.

τελεία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben mise una linea di punti lungo il confine sulla mappa.
Βάλε μια σειρά από τελείες στο άκρο του χάρτη.

τελεία

sostantivo maschile (grammatica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dopo un punto si deve usare sempre una lettera maiuscola.
Πρέπει πάντα να χρησιμοποιείς κεφαλαίο γράμμα μετά από τελεία.

τελεία, κουκκίδα, βούλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'era un puntino in mezzo alla pagina.
Υπήρχε μια μεμονωμένη κουκκίδα στη μέση της σελίδας.

περίκλειστο έδαφος

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελεία

sostantivo maschile (punteggiatura)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questa frase termina con un punto.
Αυτή η πρόταση λήγει σε τελεία.

βούλες, βουλίτσες

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La coccinella più comune in Gran Bretagna ha sette puntini.

βούλες

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Preferisco i motivi floreali ai pallini o alle righe.

σημείο, χαρακτηριστικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La trama non è il punto forte del film.
Η πλοκή δεν είναι το δυνατό σημείο (or: χαρακτηριστικό) αυτού του έργου.

που έχει μικρές τρύπες

aggettivo (λόγω αιχμηρού αντικειμένου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέρος

(area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha scelto un punto sulla spiaggia e si è stesa a prendere il sole.

τελεία

sostantivo maschile (grammatica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sostituisci la virgola con un punto e inizia una nuova frase.

βήμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il comitato di revisione ha suggerito dieci punti per risolvere il problema.

τοποθεσία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tim e Nicola hanno fatto un picnic in un bel punto della zona.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του punto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του punto

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.