Τι σημαίνει το insieme στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης insieme στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του insieme στο Ιταλικό.
Η λέξη insieme στο Ιταλικό σημαίνει μαζί, μαζί, συνολικά, συνολικά, όλοι μαζί, μαζί, μαζί, κοινός, σύνολο, κοινό ταμείο, συλλογικά, ομαδικά, όλοι μαζί, συλλογή, συγκέντρωση, μονάδα, συνδυασμένος, ενωμένος, από κοινού, δέσμη, δεσμίδα, σύνολο, μαζί,συντονισμένα, ομόφωνα, δίκτυο, πλέγμα, σειρά, με, με, με, ταιριάζω, ενώνω, είμαι συμπαρουσιαστής, επινοώ, πλάθω, κατασκευάζω, συγκεντρώνω, ζευγάρι, συμπαρουσιάζω, πηγαίνω μαζί, αρχειοθετώ, ταιριάζω, μαζεύω, βάζω, συνδυάζω, κλιπ, πουλάω μαζί ως σύνολο, οργανώνω, συστήνω, ετερόκλητος, συνδεδεμένος, ενωμένος, με σφιχτή ύφανση, με πυκνή ύφανση, όλοι μαζί, συνολικά, συγκεντρωτικά, σε συνδυασμό με, συνδυαστικά, από κοινού, σε συνεργασία με, επισκόπηση, σύνολο γνώσεων, προσόντα, ασυναρτησίες, συγκερασμός πόρων, συνδυασμός πόρων, σε συνδυασμό με, σε συνδυασμό, μαζί με, κρεβάτι, τα έχω με κπ, κλέβομαι, συνεργάζομαι, πάω μαζί με κάποιον άλλο, συνεργάζομαι, ζω με, συγκατοικώ με, κάνω κόμμα, ταιριάζω με κπ, μένω μαζί, συνεργάζομαι, συνεισφέρω σε κτ, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, φτιάχνω πρόχειρα, φτιάχνω, ταξινομώ, κατατάσσω στην ίδια κατηγορία, διατηρώ/αποθηκεύω μαζί, συναρμολογώ, ταξινομώ, μαζέυω βιαστικά, συγκεντρώνω στα γρήγορα, κάνω σεξ, <div>κάνω κόμμα εναντίον κπ</div><div>(<i>έκφραση</i>: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ.<i> βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας </i>κλπ.)</div>, συμφωνώ με, κατεβάζω, συναρμολογώ κτ όπως όπως, συναρμολογώ κτ βιαστικά, σαν ένα, μαζί, ομόφωνα, σύνθεση, μαζί με, συναρμολογώ ξανά, κλέβομαι, φτάνω μαζί, φτάνω ταυτόχρονα, πάω μαζί, ταιριάζω, είμαι με κπ, βγαίνω με κπ, αλληλουποστηρίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης insieme
μαζίavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Abbiamo tutta la famiglia insieme. Έχουμε μαζί μας όλη την οικογένεια. |
μαζίavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Raccolse insieme i fiori in un mazzo. Έβαλε όλα τα λουλούδια μαζί σε ένα μάτσο. |
συνολικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tutte insieme le figure arrivavano alla somma di dieci. Συνολικά οι αριθμοί είχαν άθροισμα δέκα. |
συνολικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Presi tutti insieme i loro problemi sembrano sopraffarli. Συνολικά τα προβλήματά τους μοιάζουν ανυπέρβλητα. |
όλοι μαζί
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Gli studenti hanno risposto insieme. Οι μαθητές απάντησαν όλοι μαζί. |
μαζίavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lavoravano insieme, aiutandosi l'un l'altro. Δούλεψαν μαζί, βοηθώντας ο ένας τον άλλο. |
μαζίavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Siamo andati al teatro insieme. Πήγαμε μαζί στο θέατρο. |
κοινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σύνολοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I mobili del salotto creavano un insieme straordinario. |
κοινό ταμείοsostantivo maschile (για χρήματα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Con l'insieme di competenze della nostra squadra il piano sarà sicuramente un successo. |
συλλογικά, ομαδικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Da soli i bambini sono divertenti, ma collettivamente sono difficili da gestire. |
όλοι μαζί
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
συλλογή, συγκέντρωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μονάδα(tecnica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Οι μηχανικοί ανέλυσαν τα μέρη και τις μονάδες των δύο παραμέτρων του συστήματος. |
συνδυασμένος, ενωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La somma dei fondi servirà a finanziare un nuovo rifugio per animali. |
από κοινούavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Due persone che lavorano insieme possono completare il lavoro più velocemente. |
δέσμη, δεσμίδα(επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ο καθηγητής κουβάλησε ένα μάτσο χαρτιά στο γραφείο του. |
σύνολοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il totale ammontava quasi a mille. Το σύνολο ήταν σχεδόν χίλια. |
μαζί,συντονισμένα, ομόφωναavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La maggior parte dei paesi agisce ora di concerto per provare a eliminare il surriscaldamento globale. |
δίκτυο, πλέγμα(figurato) (κύκλωμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ognuno di noi è parte di una rete di relazioni. Είμαστε όλοι μέλη ενός δικτύου (or: πλέγματος) γνωριμιών. |
σειρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
με
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) È andata con lui a vedere un film. Πήγε μαζί του να δουν μια ταινία. |
με
Il bambino è con suo zio mentre i suoi genitori sono in vacanza. Το παιδί είναι στο θείο του όσο οι γονείς του είναι σε διακοπές. |
με
Lavorava con le comunità per migliorare i servizi locali. |
ταιριάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In questo progetto di decorazione, il verde e il rosa si intonano. |
ενώνω(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
είμαι συμπαρουσιαστής(σε κάτι με κάποιον) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
επινοώ, πλάθω, κατασκευάζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκεντρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa mostra raccoglie tutti i principali quadri di Picasso. |
ζευγάρι(innamorati) (συζυγική ή ερωτική σχέση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ma voi due siete una coppia? Είστε μαζί εσείς οι δύο; |
συμπαρουσιάζω(κάτι με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πηγαίνω μαζί
Εγώ κι ο Τζακ θα πάμε το απόγευμα στον κινηματογράφο. Μπορείς να έρθεις μαζί μας, αν θέλεις. |
αρχειοθετώ(επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Archivio tutte le mie bollette del telefono. Αρχειοθετώ όλους τους λογαριασμούς τηλεφώνου μαζί. |
ταιριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai fatto un buon lavoro a fare in modo che tutti i mobili di questa stanza si accordassero così bene alla carta da parati. Κατάφερες πολύ καλά να κάνεις όλα τα έπιπλα σε αυτό το δωμάτιο να ταιριάζουν τόσο καλά με την ταπετσαρία. |
μαζεύω, βάζω(κτ μαζί με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το νήπιο μάζεψε τις κόκκινες χάντρες μαζί με τις κίτρινες. |
συνδυάζω(figurato: unire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo film mette insieme horror e commedia; fa ridere, ma mette anche paura. |
κλιπ(ξενικό) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Χρησιμοποίησε αυτό το λαστιχάκι σαν κλιπ για να συγκρατήσεις τα φυλλάδια. |
πουλάω μαζί ως σύνολο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Αν μου δώσεις το φορτηγάκι, τη μεταλλική ταμπέλα και τη λάμπα αντίκα σου δίνω 200 δολάρια. |
οργανώνω, συστήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Carl sta organizzando un comitato per cercare di ottimizzare i costi in azienda. |
ετερόκλητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il cast messo insieme alla buona ha inaspettatamente fatto una buona performance. |
συνδεδεμένος, ενωμένοςaggettivo (al plurale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με σφιχτή ύφανση, με πυκνή ύφανσηaggettivo (di famiglia, gruppo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όλοι μαζί
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
συνολικά, συγκεντρωτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε συνδυασμό με, συνδυαστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sono i pomodori insieme al peperoncino a dare alla salsa questo sapore. Οι ντομάτες σε συνδυασμό με τις πιπεριές τσίλι είναι που δίνουν στη σάλτσα τη γεύση της. |
από κοινού, σε συνεργασία μεpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le infermiere domiciliari stanno lavorando insieme ai medici di famiglia per assicurare che tutti i neonati ricevano le vaccinazioni necessarie. Οι επισκέπτες υγείας δουλεύουν από κοινού με τους οικογενειακούς γιατρούς για να βεβαιωθούν ότι όλα τα νήπια κάνουν τα εμβόλια τους. |
επισκόπηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Poche brevi frasi possono dare la visione d'insieme della trama di un libro. Μερικές σύντομες προτάσεις μπορούν να δώσουν την επισκόπηση της πλοκής ενός βιβλίου. |
σύνολο γνώσεων
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
προσόντα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
ασυναρτησίες(informale, figurato: parole senza senso) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
συγκερασμός πόρων, συνδυασμός πόρωνverbo transitivo o transitivo pronominale (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σε συνδυασμό μεpreposizione o locuzione preposizionale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il maltempo unito all'aumento dei prezzi del carburante stava rovinando gli agricoltori. |
σε συνδυασμόpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sto lavorando a un nuovo piano industriale insieme al mio partner. |
μαζί μεpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρεβάτιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: essere amanti) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Non dormono più insieme. |
τα έχω με κπ(έχω σχέση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κλέβομαιverbo intransitivo (per sposarsi) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rick e Leslie fuggirono insieme e non celebrarono mai ufficialmente il matrimonio. |
συνεργάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Όλοι συνεργάστηκαν για να πετύχει η συναυλία. |
πάω μαζί με κάποιον άλλοverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Che ne pensi se lascio qui la mia macchina e andiamo alla festa insieme? |
συνεργάζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Finiremo il lavoro più velocemente se collaboriamo. |
ζω με, συγκατοικώ μεverbo intransitivo Una volta ho abitato insieme a uno che non voleva mai lavare i piatti. Κάποτε ζούσα με κάποιον που δεν έπλενε ποτέ τα πιάτα. |
κάνω κόμμαverbo riflessivo o intransitivo pronominale (per lavoro) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I partiti di opposizione si sono uniti per ostacolare i piani del governo. |
ταιριάζω με κπverbo intransitivo Sara e la sua nuova compagna di stanza sono state bene da subito. Η Σάρα και η καινούρια συγκάτοικός της ταίριαξαν από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν. |
μένω μαζίverbo intransitivo (καθομιλουμένη) Sono andati a convivere appena si sono potuti permettere un appartamento. |
συνεργάζομαιverbo riflessivo o intransitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I due comitati si sono uniti per varare un piano di investimento congiunto. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ενώνουν τις δυνάμεις τους στις επικείμενες εκλογές με την ελπίδα να πετύχουν καλύτερο αποτέλεσμα όλοι μαζί. |
συνεισφέρω σε κτ
|
τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα(lavoro, compito, discorso) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Confidavo che Alan avrebbe riparato il tetto, ma ha raffazzonato il lavoro e adesso il buco è ancora più grande. |
φτιάχνω πρόχειραverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico, informale) Helga ha messo insieme alla buona la cena con quello che c'era nel frigo. |
φτιάχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (το αποτέλεσμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo l'operazione al cervello faceva fatica a mettere insieme delle frasi. |
ταξινομώ, κατατάσσω στην ίδια κατηγορίαverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Conigli e lepri sono spesso raggruppati nei libri di fauna selvatica. |
διατηρώ/αποθηκεύω μαζίverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Conservo le mie scarpe tutte insieme in un mobiletto nella mia stanza. Αποθηκεύω όλα τα παπούτσια μου μαζί σε ένα ντουλάπι στο δωμάτιό μου. |
συναρμολογώ, ταξινομώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È stato difficile mettere insieme quello che voleva dire. |
μαζέυω βιαστικά, συγκεντρώνω στα γρήγορα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Giovedì sera a cena ho giusto messo insieme due cose. |
κάνω σεξ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fare l'amore è un aspetto importante del matrimonio. |
<div>κάνω κόμμα εναντίον κπ</div><div>(<i>έκφραση</i>: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ.<i> βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας </i>κλπ.)</div>(καθομιλουμένη, μεταφορικά) Κάθε φορά που η δασκάλα κάνει ένα λάθος, οι μαθητές συσπειρώνονται εναντίον της για να της το επισημάνουν. |
συμφωνώ με
Il suo discorso combaciava perfettamente con le mie opinioni. |
κατεβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (informale: idee) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli scienziati si sono riuniti per buttare giù qualche idea. |
συναρμολογώ κτ όπως όπως, συναρμολογώ κτ βιαστικά
|
σαν ένα, μαζί, ομόφωνα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σύνθεσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il protagonista del romanzo è un insieme composito di persone che l'autore ha conosciuto. Ο βασικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος είναι μια σύνθεση ανθρώπων που γνωρίζει ο συγγραφέας. |
μαζί με
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vicky è andata in discoteca insieme alla sua amica Cheryl. Η Βίκη πήγε στο νυχτερινό κέντρο μαζί με τη φίλη της τη Σέριλ. |
συναρμολογώ ξανάverbo transitivo o transitivo pronominale |
κλέβομαιverbo intransitivo (con amante) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Kara e Mitch sono fuggiti insieme e non sono ancora tornati. |
φτάνω μαζί, φτάνω ταυτόχροναverbo intransitivo Arrivano sempre insieme perché prendono lo stesso autobus. Πάντα φτάνουν ταυτόχρονα, αφού παίρνουν το ίδιο λεωφορείο. |
πάω μαζί, ταιριάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questa pistola e questa fondina vanno insieme. |
είμαι με κπ, βγαίνω με κπverbo intransitivo Sta con l'attuale ragazzo da quasi un anno. |
αλληλουποστηρίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se vogliamo raggiungere i nostri scopi dobbiamo tutti restare uniti come società. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ως κοινωνία, πρέπει να αλληλοϋποστηριζόμαστε εάν θέλουμε να πετύχουμε τους στόχους μας. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του insieme στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του insieme
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.