Τι σημαίνει το pezzo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pezzo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pezzo στο Ιταλικό.
Η λέξη pezzo στο Ιταλικό σημαίνει κομμάτι, κομμάτι, κομμάτι, τεμάχιο, -, κομμάτι, κομμάτι, πιόνι, νόμισμα, κέρμα, άρθρο, κείμενο, έργο, κομμάτι, τμήμα, τμχ, τχμ., απόσπασμα, μπάρα, κομμάτι, κομμάτι, κομματάκι, πούλι, κομμάτι, υπό επεξεργασία προϊόν, κομμάτι, κομματάκι, μελωδική φράση, κομμάτι, τραγούδι, μελωδία, σύνθεση, συστατικό, μόσχευμα, κομμάτι, τμήμα, άρθρο, πιόνι, κομμάτι, κομμάτι, μεγάλο κομμάτι, τούφα, μελωδία, συγκεντρωμένος, προσηλωμένος, ειδικότητα, μαλάκας, μαλακισμένη, κόμματος, επιφανής προσωπικότητα, κομμάτι χαρτιού, κομμάτι χαρτί, τέρας, ταίρι, ζευγάρι, ξυλάκι ή χαρτόνι για άναμμα, στα μισά, στο μέσον, κομμάτι κομμάτι, ένα ένα, σταδιακά, σιγά σιγά, άντε και γαμήσου!, γαμιέσαι!, γαμημένε!, πω πω, καλώς τα μας, μεγάλο κομμάτι, μαλάκας, παπάρας, γαμιόλης, αντίκα, μαλάκας, παπάρας, μαλάκας, λεχρίτης, σκατοκέφαλος, σπουδαίο πρόσωπο, μεγάλη προσωπικότητα, έκθεμα, πιόνι, κομματάρα, μουσειακό κομμάτι, καθίκι, κάθαρμα, τομάρι, πλάκα σαπούνι, ανταλλακτικό, μεγάλο κεφάλι,επιτυχημένος, κεντρικό άρθρο, κύριο άρθρο, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα, μεγάλη έκταση γης, εντυπωσιακός, έξοχος, εξαίρετος, σπουδαίος, μαλάκας, καριόλης, κόπανος, ανταλλακτικό, πιόνι, κάθαρμα, ρεμάλι, απόβρασμα, μεγάλος παίκτης, παλιάνθρωπος, θεατρικό κομμάτι, το μεγάλο αφεντικό, έπιπλο, κόσμημα, σπουδαίος, πρώτο όνομα, σέξι, αρχηγός, γλοιώδης τύπος, ένας προς έναν, κομμάτι κομμάτι, τμήμα τμήμα, σταδιακά, μαλάκας, καριόλης, ορχηστρικό κομμάτι, κύριο έκθεμα, μαλάκας, καριόλης, γαμιόλης, συλλεκτικός, που κλέβει την παράσταση, γκόμενος, μεγάλο κεφάλι, υψηλά ιστάμενος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pezzo
κομμάτιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La madre ha tagliato il cibo per suo figlio in pezzi più piccoli. Η μητέρα έκοψε το φαγητό του παιδιού της σε μικρότερα κομμάτια. |
κομμάτιsostantivo maschile (fetta) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Per favore dammi un pezzo della torta di mele. |
κομμάτι, τεμάχιοsostantivo maschile (componente) (μέρος ενός συνόλου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il mio nuovo servizio da tavola ha 34 pezzi. Το καινούργιο μου σερβίτσιο αποτελείται από τριάντα τέσσερα κομμάτια (or: τεμάχια). |
-sostantivo maschile (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Questo pezzo mostra lo stile di Warhol. Αυτό το έργο τέχνης αντικατοπτρίζει την τεχνική του Γουόρχωλ. |
κομμάτιsostantivo maschile (brano musicale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quel pezzo di Bach era molto bello. Το κομμάτι του Μπαχ ήταν πολύ ωραίο. |
κομμάτιsostantivo maschile (di puzzle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questo puzzle ha 1000 pezzi. Αυτό το παζλ έχει 1000 κομμάτια! |
πιόνι(giochi da tavolo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dopo aver tirato i dadi ha mosso il pezzo cinque spazi in avanti. Αφού έριξε τα ζάρια προχώρησε το πιόνι της κατά πέντε κουτάκια. |
νόμισμα, κέρμαsostantivo maschile (moneta) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha pagato quella terra venti pezzi d'oro. |
άρθρο, κείμενοsostantivo maschile (testo, articolo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha scritto un pezzo sui pericoli del radon. |
έργο(teatro) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'ultimo pezzo di Ayckbourn è molto coinvolgente. |
κομμάτι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho raccolto i cocci del piatto rotto. Μάζεψα τα κομμάτια του σπασμένου πιάτου. |
τμήμα(μέρος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il pezzo dell'ala è collegato alla fusoliera con giunzioni in titanio. Το τμήμα του φτερού συνδέεται στην άτρακτο με συνδέσμους τιτανίου. |
τμχ, τχμ.(συντομογραφία: τεμάχιο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
απόσπασμαsostantivo maschile (spettacolo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il pezzo comico sull'ascensore è stato molto divertente. Το μέρος (or: κομμάτι) της κωμωδίας για το ασανσέρ ήταν πολύ αστείο. |
μπάραsostantivo maschile (biscotto, cioccolato, ecc.) (ολόκληρο, μακρόστενο σχήμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha preso un pezzo del biscotto e l'ha inzuppato nel caffè. |
κομμάτιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Papà si prende sempre il pezzo di carne più grosso dello spezzatino. Ο πατέρας τρώει το μεγαλύτερο κομμάτι κρέατος από το στιφάδο. |
κομμάτι, κομματάκιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'era un brandello di tessuto impigliato nel filo spinato. Ένα κομματάκι υφάσματος είχε πιαστεί πάνω στο συρματόπλεγμα. |
πούλιsostantivo maschile (componente di un gioco) (μικρός δίσκος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Non abbiamo potuto giocare a scacchi, perché aveva perso un pezzo. |
κομμάτι(μουσική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Permettimi di suonare per te un brano della mia ultima composizione. |
υπό επεξεργασία προϊόν(su cui si lavora) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κομμάτι, κομματάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η Ντάνα άπλωσε ένα κομμάτι βούτυρο στο ψωμί της. |
μελωδική φράσηsostantivo maschile (musica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bisogna alzare le percussioni in questo brano. |
κομμάτι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il bambino ha assemblato le parti del modellino di treno. L'aero è esploso in volo e alcune sue parti si sono sparpagliate su una vasta area. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το παιδί συναρμολόγησε τα κομμάτια του τρένου. |
τραγούδι(μελωδία με λόγια) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La canzone è stata tradotta in molte lingue. Το τραγούδι έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. |
μελωδία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Harry canticchiava un motivo mentre lavorava. Ο Χάρι σιγοτραγουδούσε έναν σκόπο ενώ δούλευε. |
σύνθεση(musica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η νέα μουσική του σύνθεση έχει πολλά στοιχεία παραδοσιακής μουσικής. |
συστατικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μόσχευμα(specifico) (για φύτεμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Grace ha preso un germoglio dal mio giardino per piantarlo sul suo. Η Γκρέις πήρε ένα μόσχευμα από τον κήπο μου για να το φυτεύσει στο δικό της. |
κομμάτι, τμήμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η Άντζελα πάτησε ένα κομμάτι πάγου και γλίστρησε. |
άρθρο(giornalismo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jillian spera in una buona storia. Η Τζίλιαν ελπίζει να γράψει ένα μεγάλο άρθρο. |
πιόνι(scacchi) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha mosso la sua pedina in avanti di due caselle. Μετακίνησε το πιόνι του δύο τετράγωνα μπροστά. |
κομμάτι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il batterista non suona nel secondo brano. Oggi si svolgerà una prova di tutti i brani del musical. |
κομμάτι(musica classica) (μουσική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Camminando vicino alla finestra aperta abbiamo sentito un canto della Quinta di Mahler. |
μεγάλο κομμάτι
Jeremy portò a Martha una tazza di caffè e una fetta della torta al limone fatta in casa. |
τούφα(μαλλιά, τρίχες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Allison rimosse un grumo di capelli dallo scarico. Η Άλισον έβγαλε μια τούφα μαλλιά από το σιφόνι. |
μελωδία(canzone) (τραγούδι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Suoneremo su richiesta i vostri brani preferiti. Θα παίξουμε τις αγαπημένες σας μελωδίες κατά παραγγελία. |
συγκεντρωμένος, προσηλωμένος(non distratto) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ειδικότητα(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fare torte è la specialità di Dan. |
μαλάκας, μαλακισμένη(volgare, offensivo) (χυδαίο, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Perché devo accettare quello stronzo nel mio gruppo? |
κόμματος(informale: bell'uomo) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ο κηπουρός που δούλευε σήμερα στην αυλή ήταν κόμματος. |
επιφανής προσωπικότητα(figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) William Shakespeare è stato forse il più famoso magnate della letteratura. |
κομμάτι χαρτιού, κομμάτι χαρτί(κατά λέξη) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τέρας(καθομ, μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Τι σάντουιτς τέρας είναι αυτό; |
ταίρι, ζευγάρι(di paio) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ξυλάκι ή χαρτόνι για άναμμα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La professoressa di chimica ha acceso il becco di Bunsen con un accenditoio. |
στα μισά, στο μέσονlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σταμάτησα να διαβάζω το βιβλίο περίπου στα μισά του δρόμου για το σπίτι. |
κομμάτι κομμάτι, ένα έναlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'agente della dogana esaminò il contenuto della mia borsa pezzo per pezzo. |
σταδιακά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dopo l'incidente, Sheila riacquistò la memoria poco a poco. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σταδιακά τα σύννεφα έφυγαν κι έλαμψε ένας λαμπρός ήλιος. |
σιγά σιγάavverbio (anche figurato) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
άντε και γαμήσου!, γαμιέσαι!, γαμημένε!(volgare, offensivo) (προσβλητικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
πω πω, καλώς τα μαςinteriezione (ΗΠΑ, αργκό, για σεξουαλική έλξη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεγάλο κομμάτιsostantivo maschile Jim ha tagliato un grosso pezzo di tacchino e se lo è messo sul piatto. Ο Τζιμ έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από τη γαλοπούλα και το έβαλε στο πιάτο του. |
μαλάκας, παπάρας, γαμιόληςsostantivo maschile (volgare, offensivo) (προσβλητικό, χυδαίο, αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quello stronzo mi ha fregato le chiavi della macchina! |
αντίκαsostantivo maschile (πολύτιμο αντικείμενο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I figli litigarono su chi dovesse prendere i pezzi d'antiquariato della nonna. Τα παιδιά μάλωσαν για το ποιος θα έπαιρνε τις αντίκες της γιαγιάς. |
μαλάκας, παπάρας(volgare, offensivo) (προσβλητικό, χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μαλάκας, λεχρίτης, σκατοκέφαλος(volgare, offensivo) (προσβλητικό, χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In realtà Harry pensava che il suo capo fosse uno stronzo. |
σπουδαίο πρόσωπο, μεγάλη προσωπικότηταsostantivo maschile (colloquiale: persona importante) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε σπουδαίο πρόσωπο (or: μεγάλη προσωπικότητα) στην πολιτική σκηνή της Ελλάδος. |
έκθεμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πιόνιsostantivo maschile (σκάκι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κομματάραsostantivo maschile (τεράστιο τεμάχιο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μουσειακό κομμάτιsostantivo maschile Quel vecchio moschetto non spara, è solo un pezzo da museo. |
καθίκι, κάθαρμα, τομάρι(volgare) (καθομιλουμένη, προσβλητικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quel figlio di puttana farebbe bene a stare dietro le sbarre. Ucciderò quel figlio di troia. |
πλάκα σαπούνιsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il miglior sapone da bucato è un pezzo di sapone di Marsiglia. |
ανταλλακτικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεγάλο κεφάλι,επιτυχημένοςsostantivo maschile (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κεντρικό άρθρο, κύριο άρθροsostantivo maschile (giornale) |
κεντρικό θέμα, κύριο θέμαsostantivo maschile (giornale) Il pezzo centrale sul Times di oggi è un articolo sull'aumento della criminalità. |
μεγάλη έκταση γηςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho un bel pezzo di terra sulla costa, ma non è edificabile. |
εντυπωσιακός, έξοχος, εξαίρετος, σπουδαίοςsostantivo maschile (figurato: cibo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il piatto principale era delizioso, ma il pezzo forte è stato il dolce. |
μαλάκας, καριόλης, κόπανοςsostantivo maschile (volgare) (καθομιλουμένη, υβριστικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dopo il suo pessimo comportamento alla festa tutti consideravano Matt uno stronzo. |
ανταλλακτικόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hai un pezzo di ricambio per la mia bici? Έχεις ανταλλακτικό για τη μηχανή μου; |
πιόνιsostantivo maschile (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La torre, il pedone e l'alfiere sono esempi di pezzi degli scacchi. |
κάθαρμα, ρεμάλι, απόβρασμαsostantivo maschile (volgare) (άτομο: ανέντιμος, κακός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il mio ex è un vero stronzo! Ο πρώην μου είναι μεγάλο κάθαρμα! |
μεγάλος παίκτης(figurato) (μτφ: ισχυρός) |
παλιάνθρωποςsostantivo maschile (volgare, offensivo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
θεατρικό κομμάτιsostantivo maschile |
το μεγάλο αφεντικόsostantivo maschile (figurato: dirigente) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Jane è il pezzo grosso della sua azienda. |
έπιπλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κόσμημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σπουδαίος(figurato: persona importante) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Pensa di essere un pezzo grosso da quando gli hanno dato una macchina aziendale. Από τότε που του έδωσαν εταιρικό αυτοκίνητο, νομίζει πως είναι σπουδαίος. |
πρώτο όνομα(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σέξιsostantivo maschile (donna: volgare, offensivo) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αρχηγός(figurato) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γλοιώδης τύποςsostantivo maschile (persona spregevole) |
ένας προς ένανlocuzione aggettivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κομμάτι κομμάτι, τμήμα τμήμα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σταδιακάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Facendo attenzione, raccolse i frammenti di vetro un pezzo alla volta. |
μαλάκας, καριόληςsostantivo maschile (volgare) (χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'ex ragazzo di Erin è uno stronzo. Ο πρώην της Έριν είναι μαλάκας. |
ορχηστρικό κομμάτιsostantivo maschile (musica) Il gruppo ha chiuso la sua esibizione con un brano strumentale. Το συγκρότημα έκλεισε τη συναυλία με ένα ορχηστρικό κομμάτι. |
κύριο έκθεμαsostantivo maschile (σε μουσείο) Il pezzo forte della conferenza è l'intervento che sarà fatto dal celebre medico. |
μαλάκας, καριόλης, γαμιόληςsostantivo maschile (volgare, offensivo) (προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quel figlio di puttana mi ha rubato la macchina! |
συλλεκτικόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il perito è specializzato in pezzi da collezione come saliere e pepiere. |
που κλέβει την παράσταση(καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quella sera, il numero che ha suscitato applausi a scena aperta è stato l'annuncio della gravidanza di Amy. |
γκόμενος(colloquiale: attraente) (αργκό: άντρας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Jacqueline riconosce che Tony è un bel pezzo di figo. |
μεγάλο κεφάλιsostantivo maschile (informale) (μεταφορικά) |
υψηλά ιστάμενοςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Non so esattamente in cosa consista il lavoro di Maria, ma è un pezzo grosso nell'ambito del sistema giuridico. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pezzo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του pezzo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.