Τι σημαίνει το dire στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dire στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dire στο Ιταλικό.
Η λέξη dire στο Ιταλικό σημαίνει λέω, λέω, λέω, λέω, λέω, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, λέω, λέω, υποθέτω, λέω, λέω, λέω, δείχνω, λέω, τελώ, είπα, σχολιάζω, λέω, σα να λέω, λέω, λέω, λέω, λέω, φωνάζω, μιλάω, μιλώ, προσδιορίζω, πετάω, εκτοξεύω, αρθρώνω, εκφέρω, λέω, αναφέρω, λέω, γράφω, εκφράζω, διατυπώνω, φημολογείται ότι θα κάνω κτ, σημαίνω, λέω να γίνει κτ, εννοώ, λέω σε κπ να κάνει κτ, σημαίνω, σημαίνω, βρισιές, ξεροβήχω, κομπιάζω, λέω τη γνώμη μου, ευχαριστώ, λέω ψέματα, λέω ψέματα, τιτιβίζω, κελαηδώ, έχω στο μυαλό μου, βρίζω, βρίζω, συμφωνώ, δέχομαι, μάλιστα, θέλω να πω, απερίσκεπτος, ασυνάρτητος, είναι σίγουρο, είναι αλήθεια, δηλαδή, ομολογουμένως, δηλαδή, χωρίς να χρειαστεί να το εξηγήσω με κάθε λεπτομέρεια, στην πραγματικότητα, σαν να ήθελε να πει, σαν να προσπαθούσε να πει, τρόπος του λέγειν, σύμφωνα με τα όσα λέγονται, κατά τα λεγόμενα, για να πω την αλήθεια, για να είμαι ειλικρινής, περιττό να λεχθεί, με άλλα λόγια, τρόπος του λέγειν, Εύκολο να το λες., γνώμη, χελόου;, Μην τα παρατάς!, μην κάνεις τον κόπο να μιλήσεις, μην κάνεις τον κόπο να πεις τίποτα, εμένα μου λες, Τι στο καλό;, εξ ακοής μαρτυρία, ο τρόπος που το θέτω, γνωμικό, τετριμμένη, χιλιοειπωμένη φράση, αλήθεια ή θάρρος, θάρρος ή αλήθεια, δεν έχω τίποτα να πω, τολμώ να υποθέσω, τολμώ να πω, αποχαιρετώ, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, λέω τη γνώμη μου σε κπ, εννοείται, έχω πολλά να πω για κτ, δεν έχω πολλά να πω, λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μου, την πέφτω άγρια σε κπ, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ, τα λέω στα ίσια, λέω τα πράγματα με το όνομά τους, υποστηρίζω, εννοώ αυτά που λέω, απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικά, δεν λέω τίποτα σχετικά με κτ, δεν λέω τίποτα για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dire
λέω(comunicare) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dimmi che cosa ha detto. Finalmente le ho detto quello che era successo. Πες μου τι είπε. |
λέωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dexter disse: "Ho fame". Disse che il libro era blu. O Ντέξτερ είπε «Πεινάω». Είπε πως το βιβλίο είναι μπλε. |
λέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se sei vittima di bullismo, riferiscilo al professore. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι του είπες; |
λέωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Io dico che è una cattiva idea. Λέω ότι είναι κακή ιδέα. |
λέωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mamma dice di smetterla di litigare o vi metterà in punizione. Η μαμά λέει να σταματήσετε τον καβγά γιατί αλλιώς θα σας βάλει τιμωρία. |
καταλαβαίνω(al condizionale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lo diresti che sono ingrassato di cinque chili? Μπορείς να καταλάβεις ότι έχω πάρει πέντε κιλά; |
αναγνωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi dirmi chi è? |
καταλαβαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (capire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È difficile dire chi è con questa luce. |
λέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dimmi esattamente come sei arrivato a questa conclusione. |
λέω, υποθέτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Diciamo che ha ragione lui. Ας πούμε (or: ας υποθέσουμε) ότι έχει δίκιο. |
λέω(σε κάποιον ότι/πώς) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha detto a tutta la scuola che se ne stava andando per diventare un musicista rock. Είπε σε όλο το σχολείο ότι φεύγει για να γίνει μουσικός της ροκ. |
λέωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jimmy sa dire l'alfabeto. |
λέωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si dice che sia la migliore pittrice della sua generazione. Λέγεται πως είναι η καλύτερη ζωγράφος της γενιάς της. |
δείχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il termometro dice settanta gradi. |
λέωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bambini hanno detto una preghiera per i loro genitori. |
τελώverbo transitivo o transitivo pronominale (messa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il prete ha detto messa domenica. |
είπαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σχολιάζω, λέωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "Ho un'idea migliore", disse Abi. |
σα να λέωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Diceva cose tipo "non voglio fare questo". Ήταν σα να έλεγε, «Δε θέλω να το κάνω αυτό». |
λέωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I ragazzi sono ragazzi, come dice il proverbio. |
λέωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Diciamo che sono tre miglia da qua a là. Ας πούμε πως είναι τρία μίλια από εδώ ως εκεί. |
λέωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il colpevole ha deciso di dire la verità. |
λέωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred ha detto col poco fiato rimasto che qualcuno aveva appena tentato di derubarlo. |
φωνάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (a voce alta) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha pronunciato i nomi sulla lista e noi li abbiamo scritti. Φώναξε τα ονόματα στη λίστα και εμείς τα σημειώσαμε. |
μιλάω, μιλώverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I fatti dicono di più delle parole. |
προσδιορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dica semplicemente il prezzo, e lo pagherò. Απλά προσδιόρισε (or: πες) την τιμή σου και θα σε πληρώσω. |
πετάω, εκτοξεύω(μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Johanna voleva avere una conversazione seria, ma Jim continuava a dire battute. |
αρθρώνω, εκφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ian non ha proferito parola durante la riunione. |
λέω, αναφέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter ha detto che sarebbe voluto andare ai grandi magazzini. |
λέω, γράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (insegne, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegna dice: "Non calpestare il prato." |
εκφράζω, διατυπώνω(dire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi mettermelo in inglese semplice? Non capisco i termini tecnici che usi. Μπορείς να το πεις με απλά ελληνικά; Δεν καταλαβαίνω την τεχνική ορολογία. |
φημολογείται ότι θα κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (usato in forma riflessiva) |
σημαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Che cosa significa la parola "disponibile"? Τι πάει να πει «available»; |
λέω να γίνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Papà dice di venire subito a mangiare la cena. |
εννοώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando ti dico che sei stupenda, dico sul serio. Το εννοώ πραγματικά όταν λέω ότι είσαι όμορφη. |
λέω σε κπ να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (ordini, richieste, ecc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lui le ha detto di pulire la sua stanza. |
σημαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ritardo del nostro aereo significa perdere la coincidenza. Η καθυστέρηση σε αυτήν την πτήση σημαίνει (or: θα πει) ότι θα χάσουμε και την επόμενη. |
σημαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo significa guerra! Αυτό σημαίνει πόλεμο! |
βρισιές
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Quando siamo seduti a tavola non tolleriamo le parolacce. Οι βρισιές δεν επιτρέπονται στο τραπέζι. |
ξεροβήχω, κομπιάζω(nel parlare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λέω τη γνώμη μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Posso intervenire? Volevo solo dire che mi è piaciuta molto la tua presentazione. Μπορώ να πω τη γνώμη μου; Ήθελα μόνο να πω ότι η παρουσίασή σας μου φάνηκε φανταστική. |
ευχαριστώ(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sposa ringraziò in modo grazioso gli ospiti alla reception. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θέλω να ευχαριστήσω τους καθηγητές μου. |
λέω ψέματα
|
λέω ψέματα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κύριε πρόεδρε, ο μάρτυς ψεύδεται ασύστολα! |
τιτιβίζω, κελαηδώ(figurato) (μεταφορικά, λόγιος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "Nessun problema", cinguettò lei, "Gliene prendo subito un altro". «Κανένα πρόβλημα», κελάηδησε. «Θα σας φέρω απλά ένα άλλο». |
έχω στο μυαλό μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Qualunque cosa tu intenda con aiuti per l'uragano, devi dirlo ai tuoi collaboratori. Ο,τι μέτρα κατά των καταστροφών σκέφτεσαι πρέπει να τα πεις και στο προσωπικό σου. |
βρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gay ha imprecato a voce alta quando le è caduto un martello sul piede. Η Γκέι έβρισε δυνατά όταν έριξε ένα σφυρί στο δάχτυλο του ποδιού της. |
βρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Είναι αγένεια να βρίζεις. |
συμφωνώ, δέχομαι(λέω ναι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli ho chiesto di venire alla festa e lui ha accettato. Του ζήτησα να έρθει στο πάρτι και συμφώνησε (or: δέχτηκε). |
μάλιστα
(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Non mi piace ciò che sta dicendo, anzi sono in profondo disaccordo con lui. |
θέλω να πω(informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Πώς είσαι; Θέλω να πω, έχεις συνέλθει εντελώς από την αρρώστια; |
απερίσκεπτος(detto di commenti) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Percy fece un commento disinteressato (or: noncurante) che offese molte persone del gruppo. |
ασυνάρτητοςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είναι σίγουρο, είναι αλήθειαverbo transitivo o transitivo pronominale (ανεπιφύλακτα, με σιγουριά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Si può affermare con sicurezza che alla maggior parte dei bambini piace la pizza. |
δηλαδή
(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Ο Τζος πάντα ήθελε να πετύχει στη ζωή του, ήθελε δηλαδή να γίνει πλούσιος. |
ομολογουμένως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A dire il vero ho sbagliato a tenerti segrete alcune cose. |
δηλαδή
|
χωρίς να χρειαστεί να το εξηγήσω με κάθε λεπτομέρεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Spero che accetterai ciò che dico senza dover dire le cose esplicitamente. |
στην πραγματικότητα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per la verità non era nemmeno laureata. |
σαν να ήθελε να πει, σαν να προσπαθούσε να πει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le fece un cenno come per dire arrivederci. |
τρόπος του λέγειν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σύμφωνα με τα όσα λέγονται, κατά τα λεγόμενα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Come si suol dire, "Il bue dà del cornuto all'asino". |
για να πω την αλήθεια, για να είμαι ειλικρινήςlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A dire il vero, lui non mi piace per niente: è troppo arrogante. |
περιττό να λεχθεί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Inutile dire che non tornerò più lì. |
με άλλα λόγια(per così dire) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρόπος του λέγειν(καθαρεύουσα) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Per così dire, questo è stato il primo test "dal vivo" dell'attrezzatura. |
Εύκολο να το λες.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γνώμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χελόου;interiezione (informale, ironico: cosa ovvia) (αργκό) |
Μην τα παρατάς!interiezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Forza ragazzi, potete ancora vincere la partita! Non mollate mai! |
μην κάνεις τον κόπο να μιλήσεις, μην κάνεις τον κόπο να πεις τίποταinteriezione (figurato: lasciar perdere) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se non hai intenzione di chiedermi scusa, risparmia il fiato. Non dire nulla, non voglio stare a sentire le tue scuse. |
εμένα μου λες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "La benzina è così cara di questi tempi!" "Lo so bene!" |
Τι στο καλό;interiezione (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξ ακοής μαρτυρίαsostantivo maschile (επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le accuse si basavano principalmente sul sentito dire. |
ο τρόπος που το θέτωsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È un modo ben strano di dirlo; non è ciò che pensavo che intendessi. |
γνωμικόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nella botte piccola c'è il vino buono è un modo di dire inventato dalle botti piccole. |
τετριμμένη, χιλιοειπωμένη φράσηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non ci sono più le mezze stagioni è un modo di dire trito e ritrito. |
αλήθεια ή θάρρος, θάρρος ή αλήθεια
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δεν έχω τίποτα να πω(για κάτι ή σχετικά με κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando il giornalista lo interrogò sulla presunta relazione, rispose: "Non ho nulla da dire al riguardo". |
τολμώ να υποθέσω, τολμώ να πω(seguito da subordinata) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Direi che avrai fame dopo questa lunga camminata! ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Να υποθέσω ότι πεινάς μετά τον περίπατό σου; |
αποχαιρετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli amici di Edward gli hanno detto addio quando è partito per il suo viaggio. |
λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφηverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico, colloquiale) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Louise non ha mai avuto paura di dire pane al pane e vino al vino. |
λέω τη γνώμη μου σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εννοείταιverbo transitivo o transitivo pronominale (ovvio, chiaro) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Inutile dire che in città non è il caso di lasciare la propria bicicletta senza chiuderla con una catena. |
έχω πολλά να πω για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Come madre lavoratrice ha molto da dire riguardo agli asili e agli straordinari non pagati e non programmati. |
δεν έχω πολλά να πωverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il suo insegnante aveva poco da dire riguardo all'incidente. |
λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha detto la sua e se n'è andata prima che potessi replicare. Lascia parlare Oscar e poi potrai dire la tua. |
την πέφτω άγρια σε κπ, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dice sempre di tutto ai suoi sottoposti ogni volta che fanno il minimo errore. |
τα λέω στα ίσια, λέω τα πράγματα με το όνομά τους
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'amministratore delegato disse chiaramente: "L'azienda necessita di riforme, altrimenti andrà incontro a conseguenze disastrose." |
υποστηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εννοώ αυτά που λέωverbo transitivo o transitivo pronominale (sinceramente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dice sul serio o sta solo facendo una promessa a vuoto? |
απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικάverbo intransitivo Quando le chiesero se avrebbe fatto gli straordinari, l'infermiera disse di no. |
δεν λέω τίποτα σχετικά με κτ, δεν λέω τίποτα για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non aveva detto niente dell'operazione a cui avrebbe dovuto sottoporsi, per paura che la famiglia si preoccupasse. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dire στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του dire
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.