Τι σημαίνει το giorno στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης giorno στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του giorno στο Ιταλικό.
Η λέξη giorno στο Ιταλικό σημαίνει ημέρα, μέρα, διάρκεια της ημέρας, ημέρα, μέρα, ημέρα, μέρα, ημερομηνία, ημέρα, μέρα, κατά τη διάρκεια της ημέρας, την ημέρα, τη μέρα, σήμερα, τώρα, την ημέρα, ημερησίως, πρόγραμμα, αυγή, χαραυγή, εργατοημέρα, Κυριακή, Σάββατο, ολοήμερος, επιφανειακός, χωρίς σκελετό, τη νύχτα, κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα, όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμή, καθημερινά, κάθε μέρα, μέρα-νύχτα, μέρα νύχτα, νυχθημερόν, εικοσιτέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο, κάποια άλλη στιγμή, μέρα με τη μέρα, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, από την μία μέρα στην άλλη, στην ημερήσια διάταξη, μια μέρα, κάποτε, στις μέρες μας, όλη μέρα, όλη την ημέρα, όλη μέρα, όλη την ημέρα, σε καθημερινή βάση, μέρα παρά μέρα, την επόμενη μέρα, 24 ώρες το 24ώρο, εκείνη την ημέρα, την επομένη, την επόμενη μέρα, την ημέρα, κατά τη διάρκεια της μέρας, απ' τη μια στιγμή στην άλλη, κάποια μέρα, μια μέρα, κάποια στιγμή, σύντομα, κάποτε, μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι να 'ρθει το τέλος του κόσμου, από μέρα σε μέρα, κατά τη διάρκεια της μέρας, στο μέλλον, τη σήμερον ημέρα, στις μέρες μας, δυο φορές την ημέρα, κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή, Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών, καθημερινή, ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία, ημέρα πληρωμής, μισθοδοσίας, μέρα ξεκούρασης, έβδομη ημέρα, καυτή μέρα, πολύ ζεστή μέρα, καθημερινή, αζούρ, αζούρ, τεχνούργημα με πολλές οπές, μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία, ημέρα ανάπαυσης, ρεπό, ημέρα των εκλογών, 29 Φεβρουαρίου, Εθνική Ημέρα Μνήμης, βροχερή μέρα, ημερομηνία, η επόμενη ημέρα, πρωΐνή βάρδια, Ημέρα της Ανεξαρτησίας, Ημέρα της Κρίσης, Ψυχοσάββατο, Ημέρα Ανακωχής, Ημέρα Εκεχειρίας, Ημέρα της Βαστίλλης, δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, ημέρα του κάστορα, Κυριακή, ημερήσια διάταξη, ημέρα εκλογών, ιουδαϊκό Σαββάτο, σχολική ημέρα, ηλιακή ημέρα, 24ωρο, καλοκαιρινή ημέρα, το σήμερα, Ημέρα των Βετεράνων, ημέρα γάμου, χειμωνιάτικη ημέρα, αργία, εργάσιμη ημέρα, ημέρα Χριστουγέννων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης giorno
ημέρα, μέρα(24 ώρες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La lettera ci ha messo tre giorni ad arrivare. Το γράμμα έκανε τρεις ημέρες (or: μέρες) να φτάσει. |
διάρκεια της ημέρας(με φως) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Raramente guardiamo la televisione durante il giorno. Σπάνια βλέπουμε τηλεόραση κατά τη διάρκεια της ημέρας. |
ημέρα, μέρα(ανατολή ως δύση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hanno passato tutto il giorno ad imbiancare la casa. Πέρασαν όλη τους την ημέρα (or: μέρα) βάφοντας το σπίτι. |
ημέρα, μέρα(της εβδομάδας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Che giorno sono andato in banca? Martedì? Τι μέρα πήγα στην τράπεζα; Τρίτη; |
ημερομηνίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ti incontrerò di nuovo un altro giorno. Θα σας δω ξανά σε μεταγενέστερη ημερομηνία. |
ημέρα, μέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il parco è aperto durante il giorno. |
κατά τη διάρκεια της ημέρας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I programmi televisivi diurni sono tutti atroci allo stesso modo. Συνολικά, τα προγράμματα της τηλεόρασης κατά τη διάρκεια της μέρας είναι απαράδεκτα. |
την ημέρα, τη μέραlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Lavoro di giorno ma potremmo vederci di sera. |
σήμερα, τώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Σήμερα, τα σπίτια είναι πολύ πιο φθηνά από ότι πριν το 2008. |
την ημέρα, ημερησίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La somma giornaliera che ti spetta è di 35 dollari. |
πρόγραμμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το πρόγραμμα της ημέρας περιλαμβάνει αρχειοθέτηση εγγράφων και συνάντηση με δύο πελάτες. |
αυγή, χαραυγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Marlow era sveglio prima dell'alba per andare a correre. |
εργατοημέραsostantivo femminile (unità di misura: lavoro) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Κυριακή(Χριστιανισμός) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) Molti negozi non sono aperti di domenica. |
Σάββατο(θρησκεία, Ιουδαϊσμός) (κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) |
ολοήμεροςavverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιφανειακόςlocuzione aggettivale (ορυχείο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρίς σκελετόlocuzione aggettivale (για γυαλιά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τη νύχτα, κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Durante la notte sono spuntate altre zucchine. Και άλλα κολοκύθια είχαν εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της νύχτας. |
όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'ho ordinato settimane fa. Dovrebbe arrivare da un giorno all'altro. Το έχω παραγγείλει εδώ και εβδομάδες. Λογικά, θα φτάσει όπου να' ναι. |
καθημερινά, κάθε μέρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sono stufo di fare la stessa cosa giorno dopo giorno. |
μέρα-νύχτα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Edgar ha lavorato giorno e notte perché la casa fosse pronta in tempo. |
μέρα νύχτα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Abbiamo lavorato giorno e notte per rispettare la scadenza. Per finire il progetto in tempo ho lavorato giorno e notte. |
νυχθημερόν, εικοσιτέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωροavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Gli ingegneri stanno lavorando giorno e notte per cercare di finire il progetto in tempo. |
κάποια άλλη στιγμή
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μέρα με τη μέραavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il dolore diminuiva giorno per giorno al migliorare delle sue ferite. |
μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È così noioso fare la stessa cosa giorno dopo giorno. |
από την μία μέρα στην άλληavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il tempo qui è imprevedibile, cambia di giorno in giorno. |
στην ημερήσια διάταξηavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μια μέρα, κάποτεavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un giorno spero di fare un viaggio in Sud America. Mi piacerebbe un giorno avere dei figli. Ελπίζω κάποτε να ταξιδέψω στη Νότιο Αμερική. Θα ήθελα να αποκτήσω παιδιά μια μέρα. |
στις μέρες μας
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Oggigiorno non si può più neanche andare al cinema, troppo caro. Di questi tempi la vita è dura. Οι καιροί είναι δύσκολοι τη σήμερον ημέρα. |
όλη μέρα, όλη την ημέραavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Si è esercitata tutto il giorno. Κάνει πρόβα όλη την ημέρα. |
όλη μέρα, όλη την ημέραavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Potrei annaffiare i fiori tutto il giorno. Sono stato seduto al sole tutto il giorno e ho letto il mio libro. Θα μπορούσα να ποτίζω τα λουλούδια όλη μέρα. Έκατσα στον ήλιο όλη μέρα και διάβαζα το βιβλίο μου. |
σε καθημερινή βάσηlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Faccio un'ora di ginnastica ogni giorno. |
μέρα παρά μέραavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La medicina si dovrebbe prendere un giorno sì e uno no. Το φάρμακο πρέπει να λαμβάνεται μέρα παρά μέρα. |
την επόμενη μέραlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il giorno dopo, me lo ritrovai davanti alla porta con un grande mazzo di rose. Την επόμενη ημέρα εμφανίστηκε στην πόρτα μου με ένα μεγάλο μπουκέτο τριαντάφυλλα. |
24 ώρες το 24ώροlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La casa del terrorista sospettato era sorvegliata ventiquattr'ore su ventiquattro. |
εκείνη την ημέρα(passato) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi sono innamorato quel giorno. |
την επομένη, την επόμενη μέρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il film mi è piaciuto così tanto che il giorno dopo sono tornato al cinema e l'ho rivisto. |
την ημέρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Gli animali notturni come i gufi dormono di giorno e cacciano di notte. Τα νυχτόβια ζώα, όπως οι κουκουβάγιες, κοιμούνται την ημέρα και κυνηγούν τη νύχτα. |
κατά τη διάρκεια της μέρας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απ' τη μια στιγμή στην άλλη(ξαφνικά, απρόσμενα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάποια μέρα, μια μέρα, κάποια στιγμή(αόριστα στο μέλλον) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σύντομα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κάποτεavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Un giorno sarò ricco. Κάποτε θα είμαι πλούσιος. |
μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι να 'ρθει το τέλος του κόσμου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από μέρα σε μέρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κατά τη διάρκεια της μέρας
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στο μέλλον
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) In futuro, voglio imparare a suonare il pianoforte. Θέλω να μάθω να παίζω πιάνο στο μέλλον. |
τη σήμερον ημέρα, στις μέρες μας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È difficile credere che la schiavitù sia ancora tollerata al giorno d'oggi. Κανένας δε γράφει γράμματα τη σήμερον ημέρα (or: στις μέρες μας). Είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι η σκλαβιά είναι ακόμη αποδεκτή στις μέρες μας. |
δυο φορές την ημέραavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμήlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιώνinteriezione (USA) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών! Μη φας πολλή γαλοπούλα! |
καθημερινή(ημέρα της εβδομάδας πλην του σαββατοκύριακου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nei giorni lavorativi di mattina sono sempre a casa. I miei fine settimana sono già tutti impegnati, perciò dovremo in un giorno lavorativo. |
ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία(τέλος του κόσμου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alcuni gruppi religiosi ritengono che il giorno del giudizio arriverà presto. |
ημέρα πληρωμής, μισθοδοσίαςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nick si reca al casinò ogni giorno di paga. |
μέρα ξεκούρασης, έβδομη ημέρα(γενικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Nella nostra comunità è importante riposarsi nel giorno del Signore. |
καυτή μέρα, πολύ ζεστή μέρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθημερινήsostantivo femminile (συνήθως πληθυντικός) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τις καθημερινές δεν επιτρέπω στην κόρη μου να δει τηλεόραση πριν τον ύπνο. |
αζούρsostantivo maschile (ραπτική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αζούρsostantivo maschile (κοφτό κέντημα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τεχνούργημα με πολλές οπέςsostantivo maschile (lavoro in legno) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία(θρησκεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nel giorno del giudizio, Gesù Cristo verrà a giudicare tutte le nostre azioni. |
ημέρα ανάπαυσηςsostantivo maschile (θρησκεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il Sabbath è per gli ebrei il giorno del riposo. |
ρεπόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) No, oggi non posso venire in ufficio: è il mio giorno libero! Όχι, δεν μπορώ να έρθω σήμερα στο γραφείο. Έχω ρεπό! |
ημέρα των εκλογώνsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il giorno delle elezioni, i seggi elettorali sono aperti dalle 7 alle 22. |
29 Φεβρουαρίου(dell'anno bisestile) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Εθνική Ημέρα Μνήμηςsostantivo maschile (USA) (εθνική γιορτή στις ΗΠΑ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Molte persone visitano i cimiteri e i monumenti commemorativi nel giorno della memoria. |
βροχερή μέραsostantivo maschile Se esco in un giorno di pioggia, prendo l'ombrello. |
ημερομηνίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La revoca è ammessa il giorno di calendario non festivo successivo. |
η επόμενη ημέραsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Per il mio compleanno possiamo stare fuori fino all'ora che vogliamo; il giorno dopo è domenica. |
πρωΐνή βάρδιαsostantivo maschile (turno lavorativo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il turno di giorno inizia alle 5.30. |
Ημέρα της Ανεξαρτησίαςsostantivo maschile (generico, anche Stati Uniti) (εθνική γιορτή των ΗΠΑ) Il quattro luglio si celebra il giorno dell'indipendenza negli Stati Uniti. |
Ημέρα της Κρίσηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Nel giorno del Giudizio Dio dividerà i peccatori dai giusti. |
Ψυχοσάββατοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ημέρα Ανακωχής, Ημέρα Εκεχειρίαςsostantivo maschile (11 novembre) Nel giorno dell'armistizio in molti paesi si tengono due minuti di silenzio in ricordo dei morti. Nel giorno dell'Armistizio il sindaco ha posato dei fiori al sacrario di guerra della città. Την Ημέρα της Ανακωχής, πολλές χώρες τηρούν δυο λεπτά σιγής σε ένδειξη σεβασμού για τους θανόντες. Την Ημέρα της Ανακωχής ο δήμαρχος κατέθεσε άνθη στο μνημείο πεσόντων της πόλης. |
Ημέρα της Βαστίλληςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il 14 luglio, giorno della presa della Bastiglia, è festa nazionale in Francia. |
δεύτερη μέρα των Χριστουγέννωνsostantivo maschile (26 dicembre) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Al giorno d'oggi molte persone vanno ai saldi nel giorno di Santo Stefano. |
ημέρα του κάστοραsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il Giorno della Marmotta è una festività americana, durante la quale, secondo il folklore, si osserva il comportamento di una marmotta per determinare la durata dell'inverno. |
Κυριακήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ημερήσια διάταξηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hai letto l'ordine del giorno della riunione di oggi? |
ημέρα εκλογών
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιουδαϊκό Σαββάτοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La domenica è il giorno del Signore per i cristiani. |
σχολική ημέραsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il giorno di scuola inizia alle 8 e termina alle 14:15. |
ηλιακή ημέρα, 24ωροsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλοκαιρινή ημέραsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
το σήμερα
|
Ημέρα των Βετεράνωνsostantivo maschile (USA) Il Giorno dei veterani si celebra in onore di tutti i veterani degli Stati Uniti. |
ημέρα γάμουsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sogna il giorno del suo matrimonio sin da quando era bambina. |
χειμωνιάτικη ημέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αργία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lavoro sempre nei giorni festivi: mi pagano il doppio! Δουλεύω πάντα τις αργίες και πληρώνομαι διπλά! |
εργάσιμη ημέρα
Vi richiameremo entro un giorno lavorativo. |
ημέρα Χριστουγέννωνsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I bambini non vedono l'ora di alzarsi il giorno di Natale per aprire i regali portati da Babbo Natale. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του giorno στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του giorno
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.