Τι σημαίνει το giocare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης giocare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του giocare στο Ιταλικό.
Η λέξη giocare στο Ιταλικό σημαίνει παίζω, παίζω, παίζω, παίζω, σαχλαμαρίζω, κοπροσκυλιάζω, κάνω, παίζω, χαζολογάω, παίζω στοίχημα, παίζω, παίζω τυχερά παιχνίδια, στοιχηματίζω, παίζω μαζί με κάποιον, εξαπατώ, ξεγελώ, κοροϊδεύω, την φέρνω σε κπ, φλερτάρω, παίζω άμυνα, που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, η χρήση αμφιλεγόμενων μεθόδων που όμως δεν είναι αντίθετες προς τους κανόνες του παιχνιδιού, ίσοι όροι, παίζω εκ του ασφαλούς, πάω εκ του ασφαλούς, παίζω με τη φωτιά, παίζω τα χαρτιά μου, παίζω σύμφωνα με τους κανόνες, παριστάνω τον Θεό, παίζω ρώσικη ρουλέτα, φλερτάρω με την καταστροφή, παίζω βρόμικα, παίζω κυνηγητό, κάνω κακό σε κπ, παιδιαρίζω, παίζω δίκαια, παίζω άσχημα, παίζω κακά, παίζω με τη μπάλα, πετάω τη μπάλα και μου τη φέρνει πίσω, παίζω σπιτάκια, παίζω εναντίον, παίζω με αντίπαλο, παριστάνω, προσποιούμαι, καμώνομαι, παίζω για, κυρίαρχος του παιχνιδιού, -, παίζω με τη μπάλα με κπ, παίζω γκολφ, παίζω νοκ άουτ αγώνα, παίζω με κτ, παραποίηση αριθμητικών στοιχείων, αλλοίωση αριθμητικών στοιχείων, παίζω σύμφωνα με τους κανόνες, παίζω μπόουλινγκ, μισό βολέ, χαφ βολέ, παίζω με κπ/κτ, παίζω με κπ/κτ, περνάω, ξεπερνάω, παίζω, συνάντηση για παιχνίδι, κάνω κπ το παιχνιδάκι μου, παίζω τη γάτα και το ποντίκι με κπ, κάνω τα πάντα για να πετύχω τον σκοπό μου, παίζω, παίζω ως λήπτης, είμαι λήπτης, τζογάρω, παίζω ένα συγκεκριμένο είδος χόκεϋ επί πάγου, παίζω αμυντικά, πλατσουρίζω, παίζω με κτ, κάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης giocare
παίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I bambini stanno giocando. Τα παιδιά παίζουν. |
παίζω(fingere qualcosa per gioco) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Giochiamo a fare mamma e papà. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ας παίξουμε τις πριγκίπισσες! |
παίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Piacerebbe anche a noi partecipare. Θέλουμε και εμείς να παίξουμε. |
παίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σαχλαμαρίζω(ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Smetti di giocare e discutiamone seriamente. Σταμάτα να σαχλαμαρίζεις και ας συζητήσουμε σοβαρά. |
κοπροσκυλιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω(κτ σε κπ ή σε βάρος κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πώς μπόρεσες να μου κάνεις μια τόσο άσχημη φάρσα; |
παίζω(μεταφορικά: με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha perso un po' di tempo con il carburatore, poi ha capito che il problema era la candela. |
χαζολογάωverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίζω στοίχημαverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Scommettere è una perdita di soldi. Είναι σπατάλη χρημάτων να παίζει κανείς στοίχημα. |
παίζωverbo intransitivo (sport, attività) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chi vuole giocare a tennis? Ποιος θέλει να παίξει τένις; |
παίζω τυχερά παιχνίδιαverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ai minori è vietato giocare d'azzardo. |
στοιχηματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli piace giocare ai cavalli. |
παίζω μαζί με κάποιον
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nessuno vuole giocare contro di lui perché non perde mai. Κανείς δεν θέλει να τον παίξει γιατί δεν χάνει ποτέ. |
εξαπατώ, ξεγελώ, κοροϊδεύω(figurato: imbrogliare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jane cercò di incastrare la madre con il classico "dormo a casa della mia amica", ma la madre si ricordò di quando era adolescente e non ci cascò per nulla. |
την φέρνω σε κπ(καθομιλουμένη) |
φλερτάρω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A Don piace corteggiare il pericolo e fa cose rischiose come il paracadutismo. Ο Ντον απολαμβάνει να φλερτάρει με τον κίνδυνο και κάνει επικίνδυνα πράγματα όπως base jumping. |
παίζω άμυνα(sport) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ποιος παίζει άμυνα απόψε στο παιχνίδι; |
που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bruce ha giocato d'anticipo perché ha riparato il tetto prima che arrivassero le piogge. |
η χρήση αμφιλεγόμενων μεθόδων που όμως δεν είναι αντίθετες προς τους κανόνες του παιχνιδιούsostantivo maschile (κυρ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ίσοι όροι
Possiamo gareggiare solo se siamo tutti alla pari. |
παίζω εκ του ασφαλούς, πάω εκ του ασφαλούς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La ginnasta prese in considerazione l'ipotesi di tentare il salto mortale, ma poi decise di stare sul sicuro e di attenersi al programma che conosceva bene. |
παίζω με τη φωτιάverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico, figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gli utenti di computer giocano con il fuoco se non mantengono il proprio antivirus aggiornato. Guidare a velocità così elevata significa scherzare col fuoco. |
παίζω τα χαρτιά μουverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se gioca bene le proprie carte, potrebbe riuscire ad andare a New York. Αν το παίξει σωστά, μπορεί να καταφέρει να πάει στη Νέα Υόρκη. |
παίζω σύμφωνα με τους κανόνεςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Giocate secondo le regole indicate di seguito. |
παριστάνω τον Θεόverbo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω ρώσικη ρουλέταverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Guidare in stato di ebrezza significa giocare alla roulette russa con la vita altrui. |
φλερτάρω με την καταστροφή(figurato: esporsi a rischio) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hai una relazione con la migliore amica di tua moglie? Stai proprio giocando con il fuoco. |
παίζω βρόμικαverbo intransitivo (μεταφορικά, καθομ) Se continua a giocare sporco, lo squalificheranno dall'incontro. |
παίζω κυνηγητόverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω κακό σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) |
παιδιαρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίζω δίκαια
È compito dell'arbitro assicurarsi che entrambe le squadre giochino lealmente. |
παίζω άσχημα, παίζω κακά(sport) (σε σπορ) |
παίζω με τη μπάλαverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Andiamo al parco a giocare a palla? Θες να παίξουμε με τη μπάλα στο πάρκο; |
πετάω τη μπάλα και μου τη φέρνει πίσωverbo intransitivo (cani) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Provate a giocare al riporto con il vostro cane ogni mattina. |
παίζω σπιτάκιαverbo intransitivo (bambini) (παιχνίδι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίζω εναντίον, παίζω με αντίπαλοverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Da anni gioco a scacchi con Camillo e lui mi batte regolarmente, ogni volta! |
παριστάνω, προσποιούμαι, καμώνομαιverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le mie bambine amano molto giocare a mamme. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα παιδιά παριστάνουν τους γιατρούς και τις νοσοκόμες. |
παίζω γιαverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) David Beckham ha giocato per il suo paese. |
κυρίαρχος του παιχνιδιού(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
-verbo intransitivo (sport) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Sono stufo che Kevin giochi a golf, sembra che non faccia altro ormai. Με έχει κουράσει ο Κέβιν και το γκολφ του· τελευταία μόνο με αυτό φαίνεται να ασχολείται. |
παίζω με τη μπάλα με κπverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίζω γκολφverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mentre Jerry gioca a golf, sua moglie gioca a tennis. Όταν ο Τζέρυ παίζει γκολφ, η σύζυγός του παίζει τέννις. |
παίζω νοκ άουτ αγώνα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le due squadre giocheranno lo spareggio per aggiudicarsi il titolo del torneo. |
παίζω με κτverbo intransitivo (μεταφορικά) Beth giocava nervosamente con uno dei suoi orecchini. |
παραποίηση αριθμητικών στοιχείων, αλλοίωση αριθμητικών στοιχείωνverbo intransitivo (figurato: truccare i numeri) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παίζω σύμφωνα με τους κανόνεςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se si vuole andare d'accordo con gli altri colleghi, è consigliabile rispettare le regole. |
παίζω μπόουλινγκverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ci piace andare a giocare a bowling il mercoledì sera. Μας αρέσει να παίζουμε μπόουλινγκ τα βράδια της Τετάρτης. |
μισό βολέ, χαφ βολέverbo intransitivo (tennis) (τένις) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ha fatto una stupenda demi-volée. |
παίζω με κπ/κτverbo intransitivo (figurato: sentimenti) (μεταφορικά) Diceva di amarlo, ma stava solamente giocando con i suoi sentimenti. Η Άλις είπε ότι αγαπούσε τον Μπράιν, αλλά απλά έπαιζε με την αγάπη του. |
παίζω με κπ/κτ(μεταφορικά) |
περνάω, ξεπερνάω(figurato: nella vita) (σε επιτυχία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda ha sviluppato una sistema multimedia di gioco che le ha permesso di superare i suoi rivali. Η εταιρεία σχεδίασε ένα σύστημα πολυμέσων για παιχνίδια το οποίο της επέτρεψε να ξεπεράσει τους αντιπάλους της. |
παίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I bambini giocavano vivacemente nel giardino dietro casa. |
συνάντηση για παιχνίδιsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω κπ το παιχνιδάκι μουverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίζω τη γάτα και το ποντίκι με κπverbo intransitivo (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω τα πάντα για να πετύχω τον σκοπό μου(essere spietato) |
παίζωverbo intransitivo (baseball, cricket) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La squadra di casa al momento gioca in difesa. |
παίζω ως λήπτης, είμαι λήπτηςverbo intransitivo (baseball, softball) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jennifer nella partita di softball di stasera farà il ricevitore. |
τζογάρωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Una volta all'anno andiamo a Las Vegas a giocare d'azzardo. |
παίζω ένα συγκεκριμένο είδος χόκεϋ επί πάγουverbo intransitivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παίζω αμυντικά(κρίκετ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλατσουρίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίζω με κτ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quanto è crudele a giocare così con i miei sentimenti. Είναι πολύ σκληρός για να παίζει με τα αισθήματά μου με τέτοιο τρόπο. |
κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non fare scherzi stupidi a cena. Μην κάνεις καμιά ανοησία στο δείπνο. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του giocare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του giocare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.