Τι σημαίνει το dentro στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dentro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dentro στο Ιταλικό.
Η λέξη dentro στο Ιταλικό σημαίνει μέσα, μέσα σε, στη στενή, στην ψειρού, στο φρέσκο, μέσα σε, μέσα, πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά, μέσα, μέσα, εσωτερικά, μέσα, μέσα σε, εσωτερικά, σε, μέσα, στενή, μέσα, μέσα, μέσα, ψειρού, στενή, μπουζού, ενδόμυχα, κρυφά, βάζω, χώνω, σπρώχνω, διπλώνω, συγκρατώ, καταπιέζω, ένθετος, χωμένος βαθιά σε κτ, εντελώς μέσα, με το που ήρθε, έφυγε, εκεί μέσα, το κάνω, το παρακάνω σε κτ, φασώνομαι, πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ, στριμώχνομαι, προχωρώ παρά τις δυσκολίες, αφοσιώνομαι σε κάτι, προσπαθώ πολύ, εμπλέκω, καταπνίγω, καταπιέζω, καταπίνω, συγκρατώ, καταστέλλω, συνοδεύω, συγκρατώ, ενδόμυχα, προς τα μέσα, κάνω κάτι καλά, μαλώνω, καβγαδίζω, πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ, μπαίνω, ρίχνομαι στη δουλειά, πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, πιέζομαι, στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, χώνω, μπήγω, καρφώνω, κοιτώ μέσα σε, δίνω γκάζια, μέσα μου, μπαίνω, δουλεύω επιμελώς, ενθέτω, παρεμβάλλω, συνοδεύω κπ σε κτ, κλείνω κτ σε κτ, διακρίνω, διαβλέπω, φέρνω κπ για ανάκριση, φωλιάζω, εισάγω, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις, είμαι συγκρατημένος, ακάποτο σεξ, τα πίνω, είμαι διαπεραστικός, εισβάλλω, χώνω στην ψειρού, χώνω στη στενή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dentro
μέσα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Rimango dentro quando fuori fa freddo. Μένω μέσα όταν έχει κρύο έξω. |
μέσα σεpreposizione o locuzione preposizionale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) È rimasto dentro la stanza per tre ore. Έμεινε στο δωμάτιο για τρεις ώρες. |
στη στενή, στην ψειρού, στο φρέσκοavverbio (informale: in prigione) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mio zio è stato dentro per dieci lunghi anni. |
μέσα σεpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il bambino disegnava dentro il quadrato. Το παιδί ζωγράφιζε μέσα στο τετράγωνο. |
μέσα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dentro di sé, sentiva il bisogno di predicare il Vangelo. Βαθιά μέσα του ένιωσε την ανάγκη να κηρύξει το Eυαγγέλιο. |
πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά(figurato) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Charles non vivrebbe mai all'estero, è proprio inglese dentro! |
μέσαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Prima metti dentro le batterie e poi accendilo. Πρώτα βάλε μέσα τις μπαταρίες και μετά θέσε το σε λειτουργία. |
μέσαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La palla era dentro! Ha vinto la partita! |
εσωτερικά(figurato) (μτφ, συναισθηματικά ή πνευματικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μέσα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Teneva i suoi sentimenti dentro. |
μέσα σε
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Ho lasciato il tuo libro nella macchina. Άφησα το βιβλίο σου μέσα στο (or: στο) αυτοκίνητο. |
εσωτερικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La batteria di un telefono cellulare si ricarica internamente tramite un cavo. Η μπαταρία ενός κινητού τηλεφώνου φορτίζεται εσωτερικά μέσω ενός καλωδίου. |
σε
È entrato nella stanza dopo che sei uscito. Μπήκε στο δωμάτιο αφού έφυγες. |
μέσα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ha aperto la porta e sono tutti entrati. |
στενή(μεταφορικά: φυλακή) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) È in galera da tre mesi ormai. |
μέσαpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vieni nel mio ufficio. Έλα στο γραφείο μου. |
μέσα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) State al chiuso finché non smette di piovere. Μείνε σε κλειστό χώρο μέχρι να σταματήσει η βροχή. |
μέσαsostantivo maschile (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sentivo il suono di qualcosa che grattava dall'interno. Άκουγα έναν ήχο σαν γρατζούνισμα που ερχόταν από το εσωτερικό. |
ψειρού, στενή, μπουζού(αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mio fratello è stato spedito in galera per 12 anni. |
ενδόμυχα, κρυφά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
βάζω, χώνω, σπρώχνω, διπλώνω(indumento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Χώσε μέσα το πουκάμισό σου, φαίνεσαι πολύ ατημέλητος. |
συγκρατώ, καταπιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ένθετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I tavoli annidati possono essere riposti in poco spazio. |
χωμένος βαθιά σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εντελώς μέσαavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
με το που ήρθε, έφυγε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lascia in moto l'auto; vado e torno tra cinque minuti. |
εκεί μέσαlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
το κάνω(αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non ho dormito perché quelli ci hanno dato dentro per tutta la notte! |
το παρακάνω σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (informale: alcol, cibo, ecc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φασώνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, colloquiale: sesso) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ
Roy si è tuffato nel fiume per salvare l'uomo che stava per annegare. |
στριμώχνομαιverbo riflessivo o intransitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il taxi si fermò davanti casa e noi ci affollammo dentro. |
προχωρώ παρά τις δυσκολίες(nonostante le difficoltà) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nonostante gli intoppi, dobbiamo andare avanti lo stesso per riuscire a completare il progetto entro la scadenza. |
αφοσιώνομαι σε κάτι, προσπαθώ πολύverbo intransitivo (colloquiale: impegnarsi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho iniziato a studiare l'italiano un anno fa e da allora ci ho sempre dato sotto. |
εμπλέκωverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È una faccenda poco chiara e io non c'entro niente, ma lui è riuscito comunque a tirarmici dentro. |
καταπνίγω, καταπιέζω, καταπίνω(emozioni, sentimenti) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non è salutare per la psiche trattenere le proprie emozioni. Δεν είναι συναισθηματικά και σωματικά υγιές το να καταπνίγει κανείς τα αισθήματά του. |
συγκρατώ, καταστέλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non posso più tenermi dentro i sentimenti che provo! |
συνοδεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκρατώverbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato: emozioni, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tim è riuscito a malapena a ternersi dentro l'entusiasmo mentre ci ha annunciato la notizia. |
ενδόμυχαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dentro di me ero felicissima quando ho saputo che venivi. Ενδόμυχα χάρηκα όταν άκουσα ότι θα ερχόσουν. |
προς τα μέσαlocuzione avverbiale (μεταφορικά) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La congregazione guardò dentro di sé e iniziò a pregare. |
κάνω κάτι καλά(informale) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'artista ce l'ha messa tutta con questo murale: è grande e molto dettagliato. Ο καλλιτέχνης έκανε καλά την τοιχογραφία· είναι τεράστια και με λεπτομέρειες. |
μαλώνω, καβγαδίζωverbo (colloquiale: litigare, attaccare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ
Si tuffò in piscina e urlò perché l'acqua era troppo fredda. |
μπαίνω(figurato: partecipare) (σε συζήτηση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ρίχνομαι στη δουλειά, πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Devo mettermi d'impegno e finire di piantare i semi degli ortaggi. |
πιέζομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dovete sapere quando conservare le forze e quando mettercela tutta con tutte le energie che avete. Πρέπει να ξέρεις πότε να συντηρείς την δύναμή σου και πότε να πιέζεσαι με όση ενέργεια έχεις. |
στρώνω τον κώλο μου στη δουλειάverbo (αργκό, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non abbiamo molto tempo per questo progetto; sarà meglio darci dentro con il lavoro. |
χώνω, μπήγω, καρφώνω(κάτι μέσα σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cuoco ha conficcato il coltello nel mango. Ο μάγειρας έχωσε (or: έμπηξε) το μαχαίρι στο μάνγκο. |
κοιτώ μέσα σεverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίνω γκάζιαverbo intransitivo (colloquiale) (αργκό,μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non riuscirà mai a raggiungerlo se non ci da dentro di più. |
μέσα μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In cuor nostro sentivamo che avrebbe dovuto vincere il primo premio. Νιώσαμε μέσα μας ότι έπρεπε να είχε κερδίσει εκείνη το πρώτο βραβείο. |
μπαίνω(figurato: partecipare) (σε συζήτηση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δουλεύω επιμελώςverbo riflessivo o intransitivo pronominale Devo darci dentro e completare questa tesina. |
ενθέτω, παρεμβάλλω(κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'abito era troppo stretto e per questo il sarto inserì una lamina nell'orlo. |
συνοδεύω κπ σε κτ
Η γραμματέας συνόδευσε τον επισκέπτη στο γραφείο του αφεντικού. |
κλείνω κτ σε κτ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Έπιασε τα δάκτυλά του στην πόρτα του αυτοκινήτου καθώς την έκλεινε. |
διακρίνω, διαβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Potevo vedere dentro le reali ragioni del politico esaminando attentamente i suoi discorsi in Parlamento. Μπόρεσα να διακρίνω τα πραγματικά κίνητρα του πολιτικού εξετάζοντας προσεκτικά τους λόγους του στη βουλή. |
φέρνω κπ για ανάκρισηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φωλιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ: σε κτ, μέσα σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le bambole si inserivano l'una nell'altra. |
εισάγω(immettere) (κπ σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert introdusse sua moglie nei ranghi più elevati. |
μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμειςverbo intransitivo (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cerca in profondità dentro te stessa e scoprirai di poter superare ogni paura. |
είμαι συγκρατημένοςverbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato: reprimere i sentimenti) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Si tiene sempre tutto dentro; non vuole mostrare i suoi veri sentimenti. Είναι πάντα συγκρατημένη και φοβάται να μοιραστεί τα πραγματικά της αισθήματα. |
ακάποτο σεξverbo intransitivo (eiaculazione interna) (αργκό) |
τα πίνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho la birra. Facciamo festa! Έχω μπύρες! Ας τα πιούμε! |
είμαι διαπεραστικόςverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Era un vento gelido di quelli che ti entrano dentro. |
εισβάλλωverbo riflessivo o intransitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il capo si è fiondato in stanza chiedendomi di spiegargli perché non gli avessi ancora consegnato la mia relazione. |
χώνω στην ψειρού, χώνω στη στενή(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dentro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του dentro
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.