Τι σημαίνει το libro στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης libro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του libro στο Ιταλικό.
Η λέξη libro στο Ιταλικό σημαίνει βιβλίο, βιβλίο, βιβλίο, ηλεκτρονικό βιβλίο, blockbuster, λογιστικό βιβλίο, μισθολόγιο, χαρτόδετο βιβλίο, βιβλίο, σκληρόδετος, βιβλίο ασκήσεων, παραμύθι, βιβλίο μαγειρικής, σχολικό βιβλίο, λογιστικό βιβλίο, σχολικό βιβλίο, υμνολόγιο, παραλογοτέχνημα, χαρτόδετο βιβλίο, σκληρόδετο βιβλίο, εικονογραφημένο βιβλίο, λογιστικό βιβλίο, λυσάρι, παζάρι βιβλίου, λογιστική αξία, παιδικό βιβλίο, βιβλίο ζωγραφικής, μαθητικό βιβλίο, αστυνομικό μυθιστόρημα, υμνολόγιο, κατάσταση μισθοδοσίας, προσευχητάρι, βιβλίο αποδείξεων, βιβλίο μαγειρικής, γενικό καθολικό, λογιστική αξία, υμνολόγιο, βιβλίο με πλούσια εικονογράφηση, βιβλίο επισκεπτών, βιβλίο iστορίας, ιερό βιβλίο, βιβλίο τρόμου, εικονογραφημένο βιβλίο, βιβλίο μαθηματικών, συναρπαστικός, τρισδιάστατο βιβλίο, λανσάρισμα βιβλίου, e-book, βιβλίο αυτοβοήθειας, παιδικό βιβλίο, Ψαλμοί, βιβλίο που αποτελεί την εξεταστέα ύλη, Β' Έσδρας, βιβλίο αγορών, Κριτές, βιβλίο με σκληρά φύλλα, καταβροχθίζω βιβλίο, αποκτώ δικαίωμα εκμετάλλευσης βιβλίου, σκληρόδετο βιβλίο, τόμος, βιβλίο σε όγδοο σχήμα, βιβλίο επισκεπτών, λογιστικό βιβλίο, Ησαΐας, Ιωήλ, Ιησούς του Ναυή, Ιουδήθ, Σαμουήλ, βιβλίο ασκήσεων, βιβλίο της ταξιδιωτική λογοτεχνίας, βιβλίο τσέπης, οι Ψαλμοί, ανοιχτό βιβλίο, πληρωμές, βιβλίο, ημερολόγιο, δανειζόμενος, Λευκή Βίβλος, βιβλίο με επίπεδη ράχη, δείχνω ανοιχτά τι αισθάνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης libro
βιβλίοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sto leggendo un libro davvero bello. Ha molti libri sui suoi scaffali. Διαβάζω ένα πολύ καλό βιβλίο. |
βιβλίοsostantivo maschile (Bibbia) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La Bibbia inizia col Libro della Genesi. |
βιβλίοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ηλεκτρονικό βιβλίο
Questo programma ti permette di scaricare un ebook. |
blockbuster(cinema, libri) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία αυτού του καλοκαιριού είναι ένα σενάριο για εξωγήινους που κυβερνούν τον κόσμο. |
λογιστικό βιβλίοsostantivo maschile Ben ha registrato la vendita nel libro mastro. Ο Μπεν πέρασε την πώληση στο λογιστικό βιβλίο. |
μισθολόγιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Meredith ha chiesto a Peter di controllare il libro paga per vedere se il giovane era davvero un loro dipendente. Η Μέρεντιθ ζήτησε από τον Πήτερ να δει το μισθολόγιο για να εξακριβώσουν αν ο νεαρός ήταν ότως ένας από τους υπαλλήλους τους. |
χαρτόδετο βιβλίο(βιβλίο) Έχεις το χαρτόδετο βιβλίο 'Όσα Παίρνει ο Άνεμος;' |
βιβλίοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I miei libri di testo di fisica costano più di cento sterline. Τα βιβλία της φυσικής κοστίζουν πάνω από 100 λίρες. |
σκληρόδετοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La mensola era riempita di libri con copertina rigida. |
βιβλίο ασκήσεωνsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Andate a pagina 16 dell'eserciziario. |
παραμύθι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mary legge ai bambini un libro di fiabe prima di andare a letto. |
βιβλίο μαγειρικής
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Betty ha un'ampia raccolta di ricettari internazionali. |
σχολικό βιβλίοsostantivo maschile Il libri di testo vengono distribuiti all'inizio di ogni semestre. |
λογιστικό βιβλίοsostantivo maschile |
σχολικό βιβλίοsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
υμνολόγιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παραλογοτέχνημαsostantivo maschile (ανούσιο έργο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χαρτόδετο βιβλίο
|
σκληρόδετο βιβλίοsostantivo maschile Anche se sono costosi mi piace comprare i libri con copertina rigida. |
εικονογραφημένο βιβλίοsostantivo maschile Il mio primo libro illustrato fu un'edizione dei Racconti di Mamma Oca. |
λογιστικό βιβλίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λυσάριsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho comprato il libro di testo di matematica, ma non il libro delle soluzioni agli esercizi. |
παζάρι βιβλίουsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questo saggio l'ho comprato alla fiera del libro. |
λογιστική αξίαsostantivo maschile Comprare quella macchina a molto meno del valore a libro è stato un affarone. |
παιδικό βιβλίοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È un illustratore di libri per bambini. |
βιβλίο ζωγραφικήςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Porto sempre dei libri da colorare nei lunghi viaggi, così i bambini possono svagarsi. |
μαθητικό βιβλίοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Oggi il professore ha comunicato il titolo del libro di testo per l'esame. |
αστυνομικό μυθιστόρημαsostantivo maschile Adoro leggere gialli, specialmente quelli vecchi di Agatha Christie. Λατρεύω τα αστυνομικά μυθιστορήματα, ειδικά τα παλιά της Αγκάθα Κρίστι. |
υμνολόγιοsostantivo maschile (θρησκεία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La chiesa fornisce a tutti un libro di canti così che ognuno possa cantare. |
κατάσταση μισθοδοσίαςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσευχητάριsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βιβλίο αποδείξεωνsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βιβλίο μαγειρικής
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Non uso mai i ricettari, preferisco improvvisare. Ποτέ δεν χρησιμοποιώ βιβλία μαγειρικής. Προτιμώ να αυτοσχεδιάζω. |
γενικό καθολικόsostantivo maschile (contabilità) (λογιστική) Dovrai inserire i totali nel libro mastro. |
λογιστική αξίαsostantivo maschile |
υμνολόγιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βιβλίο με πλούσια εικονογράφηση
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βιβλίο επισκεπτώνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Firmate gentilmente il libro degli ospiti prima di lasciare l'hotel. Σας παρακαλούμε να υπογράψετε το βιβλίο επισκεπτών πριν αναχωρήσετε από το ξενοδοχείο. |
βιβλίο iστορίαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ιερό βιβλίοsostantivo maschile La Bibbia è considerata un libro sacro dai cristiani. |
βιβλίο τρόμουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εικονογραφημένο βιβλίοsostantivo maschile I primi libri illustrati furono pubblicati in Italia nel 15° secolo. |
βιβλίο μαθηματικώνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La spiegazione delle radici quadrate si trova a pagina 23 del vostro testo di matematica. |
συναρπαστικόςsostantivo maschile (idiomatico) (για βιβλίο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo romanzo è un libro che si legge tutto d'un fiato. |
τρισδιάστατο βιβλίοsostantivo maschile |
λανσάρισμα βιβλίουsostantivo maschile (figurato: presentazione) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
e-book
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
βιβλίο αυτοβοήθειαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
παιδικό βιβλίοsostantivo maschile |
Ψαλμοίsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
βιβλίο που αποτελεί την εξεταστέα ύληsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Β' Έσδραςsostantivo maschile (κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) |
βιβλίο αγορών(λογιστικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Κριτέςsostantivo maschile (Bibbia) (βιβλίο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
βιβλίο με σκληρά φύλλαsostantivo maschile (con pagine rigide) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
καταβροχθίζω βιβλίοverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Spesso Cynthia si prende un'ora o due ogni weekend per divorare un libro. Η Σύνθια αφιερώνει μια με δυο ώρες τα σαββατοκύριακα για να καταβροχθίσει κάποιο βιβλίο. |
αποκτώ δικαίωμα εκμετάλλευσης βιβλίουverbo transitivo o transitivo pronominale (για τηλεόραση, σινεμά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκληρόδετο βιβλίοsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La borsa è pesante perché è piena di libri con copertina rigida. |
τόμοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βιβλίο σε όγδοο σχήμαsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βιβλίο επισκεπτώνsostantivo maschile (Internet) (μεταφορικά: ιστοσελίδα) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λογιστικό βιβλίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il contabile teneva due serie di libri contabili: una per l'esattore delle tasse, e l'altra per gli investitori. |
Ησαΐαςsostantivo maschile |
Ιωήλsostantivo maschile |
Ιησούς του Ναυήsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Ιουδήθsostantivo maschile (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
Σαμουήλsostantivo maschile (Bibbia) |
βιβλίο ασκήσεωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βιβλίο της ταξιδιωτική λογοτεχνίαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βιβλίο τσέπηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
οι Ψαλμοί
I Salmi sono il libro più lungo della Bibbia. |
ανοιχτό βιβλίοsostantivo maschile (μεταφορικά) |
πληρωμές(commerciale) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Linda fa la segretaria e Betty lavora con fatture e libro paga. |
βιβλίοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questi sono i libri di testo che leggeremo durante questo corso, per favore procuratevi una copia di ognuno di essi. |
ημερολόγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δανειζόμενοςsostantivo maschile (specifico: libro) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Chi prende un libro in prestito è pregato di riconsegnarlo entro un mese. |
Λευκή Βίβλοςsostantivo maschile (tipo di documento) (μεταφορικά) I libri bianchi vengono pubblicati da governi, aziende o altre organizzazioni importanti. |
βιβλίο με επίπεδη ράχηsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δείχνω ανοιχτά τι αισθάνομαι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του libro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του libro
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.