Τι σημαίνει το pesante στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pesante στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pesante στο Ιταλικό.

Η λέξη pesante στο Ιταλικό σημαίνει βαρύς, βαρύς, μεγάλος, δεν έχει φουσκώσει αρκετά, βαρύς, βαρύς, βαρύς, αποπνικτικός, πνιγηρός, βαρύς, αλογομούρης, αλογομούρα, βαρύς, επίπονος, παλούκι, μανίκι, ασεβής, αυθάδης, θρασύς, επίπονος, κουραστικός, κουραστικός, κοντόχοντρος, βαρύς, άχαρος, δύσπεπτος, πνιγηρός, αποπνικτικός, δυσκίνητος, αργοκίνητος, βασανιστικός, πολύ κουραστικός, κοπιαστικός, κουραστικός, αργός και βαρύς, μεγάλος, δύσκολος, κουραστικός, ανιαρός, βαρετός, αποπνικτικός, βαρετός, μονότονος, κουραστικός, βαρύς, που απαιτεί σωματική δύναμη, έντονος, βαρύς, βαθύς, δυνατός, βαρύς, βρόμικος, χρονοβόρος, αγγαρεία, ζυγίζω, ζυγίζω, ζυγίζω, καθυστερώ, ζυγίζω, σταθμίζομαι, βάρος, βαραίνω, βαρύς εξοπλισμός, ντύνομαι ζεστά, κινούμαι με θόρυβο, σκληρό εξώφυλλο, βαρύτερος από τον αέρα, το παρακάνω, βαρύ φαγητό, αγαρμποσύνη, χοντράδα, αδιακρισία, βαριά καρδιά, βαρύ φαγητό, βαρύ μέταλλο, βαρέα οχήματα, βαρύ ύδωρ, βαρύ φορτίο, που κοιμάται βαριά, βαρύ βήμα, σκληρότητα, όχημα μεταφοράς βαρέων φορτίων, στοιχίζω, κοστίζω, περπατώ βαριά, περπατώ βαριά, περπατώ αργά, καταπιεστικός, τραχύτητα, έλλειψη λεπτότητας, δεσποτισμός, άσχημος πονοκέφαλος, περπατάω με θόρυβο, είμαι σκληρός με κπ, είμαι αυστηρός με κπ, βαριά, βαρύ βήμα, βαριά βιομηχανία, δύσκολη πεζοπορία με πλήρη εξάρτυση, κάνω τα πάντα για να πετύχω τον σκοπό μου, περπατάω βαριά, κάνω δύσκολη πεζοπορία, υπερέχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pesante

βαρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non provare ad alzare la scatola: è pesante.
Μην προσπαθήσεις να μετακινήσεις το κουτί. Είναι βαρύ.

βαρύς

aggettivo (potente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Per distruggere il nemico, l'esercito ha usato l'artiglieria pesante.

μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le pesanti richieste di suo padre lo hanno portato ad andarsene di casa.

δεν έχει φουσκώσει αρκετά

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo pane è pesante perché non hai usato abbastanza lievito.

βαρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La carne compatta era un pasto pesante che rimaneva sullo stomaco.

βαρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'operaio ha caricato la scatola pesante sul camion.
Ο εργάτης σήκωσε το βαρύ κουτί και το έβαλε στο φορτηγό.

βαρύς

aggettivo (αρκετά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo armadio è un mobile davvero pesante!

αποπνικτικός, πνιγηρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'aria pesante del Sud in estate può essere opprimente.
Είναι κουραστική η αποπνικτική ατμόσφαιρα στον Νότο το καλοκαίρι.

βαρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lo zaino di Jim era pesante mentre lo trascinava su per la montagna.

αλογομούρης, αλογομούρα

aggettivo (di persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαρύς

aggettivo (figurato: sensazione)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aveva le gambe di piombo dopo salita ripida alla torre campanaria.

επίπονος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Raccogliere gli ortaggi è un lavoro spossante.

παλούκι, μανίκι

(informale) (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Evita il corso di economia col professor Smith: le sue lezioni sono pesanti!

ασεβής, αυθάδης, θρασύς

(αγενής)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il comico negò di aver fatto commenti sgarbati.

επίπονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κουραστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κουραστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non iniziare subito con esercizi pesanti dopo la tua malattia.
Μην αρχίσεις με κουραστική άσκηση αμέσως μετά την ασθένειά σου.

κοντόχοντρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I jeans aderenti possono essere difficili da indossare per una ragazza massiccia.
Τα στενά τζιν μπορεί να είναι δύσκολο να τα φορέσουν κοντόχοντρα κορίτσια.

βαρύς, άχαρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'uomo goffo ha sbattuto contro un bidone della spazzatura e fatto un caos.

δύσπεπτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tutti si sono sentiti infastiditi dopo il pranzo indigesto.

πνιγηρός, αποπνικτικός

(figurato, di aria)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ellie alzò il naso all'aria viziata dell'attico.

δυσκίνητος, αργοκίνητος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βασανιστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il duro allenamento del corso lasciò Mary dolorante per giorni.

πολύ κουραστικός

aggettivo

κοπιαστικός, κουραστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αργός και βαρύς

(passo, andatura) (βήματα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Το εστιατόριο σερβίρει τεράστιες μερίδες.

δύσκολος, κουραστικός

aggettivo (figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Occuparmi dei miei genitori oltre che dei bambini è una responsabilità opprimente.

ανιαρός, βαρετός

(figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non riesco a sopportare le lezioni noiose del signor Smith; dice sempre la stessa cosa.

αποπνικτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαρετός, μονότονος, κουραστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kara indossava un pesante maglione arancione.
Η Κάρα φορούσε ένα βαρύ, πορτοκαλί πουλόβερ.

που απαιτεί σωματική δύναμη

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il rugby è uno sport pesante (or: faticoso).

έντονος

aggettivo (accento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tim veniva dallo Yorkshire e parlava con un forte accento.
Ο Τιμ ήταν από το Γιορκσάιρ και μιλούσε με έντονη προφορά.

βαρύς

(alcolici) (με πολύ αλκοόλ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Beve solo liquori forti, la birra mai.
Πίνει μόνο βαριά ποτά και ποτέ μπύρα.

βαθύς

aggettivo (ύπνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È caduta in un sonno profondo.

δυνατός, βαρύς

aggettivo (alcolici) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo è un cocktail forte.

βρόμικος

aggettivo (lavoro, mansione, ecc.) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I nuovi impiegati devono fare il lavoro sporco.

χρονοβόρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hanno trovato un accordo per evitare una lunga battaglia legale per i diritti sul nome.

αγγαρεία

(non allettare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fare esercizi di matematica mi pesa.
Το να λύνεις προβλήματα μαθηματικών είναι μια αγγαρεία.

ζυγίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam pesò la farina per il pane.
Ο Άνταμ ζύγισε το αλεύρι για το ψωμί.

ζυγίζω

(una parte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζυγίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Queste mele pesano quasi mezzo chilo.
Αυτά τα μήλα ζυγίζουν σχεδόν μία λίβρα.

καθυστερώ

(rendere la vita difficile) (χρονικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ultimamente il lavoro mi sta pesando davvero molto.

ζυγίζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark pesa meno di Rick.
Ο Μαρκ είναι λιγότερα κιλά από τον Ρικ.

σταθμίζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (statistica)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I dati sono stati pesati sulla densità di popolazione.
Στάθμισαν τους αριθμούς για να αντιπροσωπεύουν την πυκνότητα του πληθυσμού.

βάρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαραίνω

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La dichiarazione del testimone ebbe un forte peso sulla giuria.

βαρύς εξοπλισμός

(generico)

Una volta venduta la fabbrica hanno provveduto a rimuovere i macchinari.

ντύνομαι ζεστά

(informale: coprirsi)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Καλύτερα να ντυθείς ζεστά πριν βγεις έξω στο κρύο.

κινούμαι με θόρυβο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le mucche scalpitavano nel campo.
Ο αγελάδες έτρεχαν με θόρυβο στο λιβάδι.

σκληρό εξώφυλλο

locuzione aggettivale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βαρύτερος από τον αέρα

locuzione aggettivale (velivolo)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

το παρακάνω

locuzione aggettivale (figurato: indelicatamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το παράκανα με το αλάτι και το ψωμί μου δεν έχει καλή γεύση.

βαρύ φαγητό

sostantivo maschile

αγαρμποσύνη, χοντράδα, αδιακρισία

sostantivo femminile (figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il preside accusò la maestra di avere la mano pesante nel correggere i suoi alunni.
Ο διευθυντής κατηγόρησε τη δασκάλα ότι διόρθωσε τους μαθητές της με αγαρμποσύνη.

βαριά καρδιά

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si avviò sul palco con il cuore pesante per leggere l'elogio funebre del suo migliore amico.

βαρύ φαγητό

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quel pasto pesante mi ha tenuto sveglio tutta la notte con l'indigestione.

βαρύ μέταλλο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I metalli pesanti, come il piombo e il mercurio, sono molto tossici per l'organismo.

βαρέα οχήματα

sostantivo maschile (viabilità: mezzi pesanti)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βαρύ ύδωρ

sostantivo femminile (χημεία)

L'acqua pesante viene impiegata nei reattori nucleari per trasformare l'uranio in plutonio.

βαρύ φορτίο

sostantivo maschile

Questi camion possono trasportare carichi estremamente pesanti.

που κοιμάται βαριά

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono sempre stato una persona dal sonno pesante - non mi capita quasi mai di svegliarmi durante la notte.

βαρύ βήμα

sostantivo maschile (μεταφορικά)

σκληρότητα

sostantivo femminile (figurato, informale: oppressione)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

όχημα μεταφοράς βαρέων φορτίων

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στοιχίζω, κοστίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: σε κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tre anni di lavoro incessante, sette giorni su sette e senza vacanze, ha richiesto un pesante tributo: la salute di John ne ha pesantemente risentito.

περπατώ βαριά

verbo intransitivo

περπατώ βαριά, περπατώ αργά

verbo intransitivo

καταπιεστικός

locuzione aggettivale (figurato, informale: oppressivo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τραχύτητα, έλλειψη λεπτότητας

sostantivo femminile (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo studente aveva la mano pesante nel disegnare, perciò non riusciva ad ottenere buoni risultati.

δεσποτισμός

sostantivo femminile (figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Lo stato rispose alle proteste con mano pesante, imprigionando rapidamente migliaia di persone.

άσχημος πονοκέφαλος

sostantivo maschile

περπατάω με θόρυβο

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il ragazzo camminava con passo pesante per la strada.
Ο νεαρός άντρας περπατούσε με βαριά βήματα στον δρόμο.

είμαι σκληρός με κπ, είμαι αυστηρός με κπ

(figurato, informale)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Quando ero piccolo, i miei ci andavano pesante con me.

βαριά

locuzione avverbiale (περπάτημα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I vicini di Jane che abitano al piano di sopra hanno camminato con passo pesante per tutta la notte tenendola sveglia.

βαρύ βήμα

sostantivo maschile

Amanda sentì il passo pesante degli stivali di Tim percorrere il sentiero.

βαριά βιομηχανία

sostantivo femminile

δύσκολη πεζοπορία με πλήρη εξάρτυση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάνω τα πάντα για να πετύχω τον σκοπό μου

(essere spietato)

περπατάω βαριά

verbo intransitivo

L'uomo camminava con passo pesante per la strada.

κάνω δύσκολη πεζοπορία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπερέχω

(σε βάρος: με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pesante στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.