Τι σημαίνει το commerciale στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης commerciale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του commerciale στο Ιταλικό.
Η λέξη commerciale στο Ιταλικό σημαίνει εμπορικός, μαζικός, εμπορικός, εμπορικός, πωλήσεων, στη μόδα, επαγγελματικός, συναλλαγή, μάρκετινγκ, κίνηση, ποιοτικός, μη εμπορικός, εμπορικό κέντρο, σύμβολο «&», εμπορευματοποίηση, εμποροκρατία, διαφημιστής, διαφημίστρια, παραλογοτέχνημα, εμπορικό ισοζύγιο, περιοχή επαγγελματικών επιχειρήσεων, εμπορική συνοικία, επαγγελματική γλώσσα, εμπορικό ισοζύγιο, χάσμα των εμπορικών συναλλαγών, επαγγελματική συμφωνία, επιχείρηση, εταιρία, επαγγελματική αλληλογραφία, εμπορικό δίκαιο, εμπορικό κέντρο, εμπορική συμφωνία, εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία, εκπρόσωπος πωλήσεων, εμπορικό χρεόγραφο, εμπορικό κέντρο, εμπορικό κέντρο, επιχειρηματική πρόοδος, επιχειρηματική εξέλιξη, διευθυντής επιχείρησης, επαγγελματική συνάντηση, συνέταιρος, συνεταίρος, εμπορική περιοχή, εμπορικός αντιπρόσωπος, σειρά καταστημάτων γύρω από χώρο στάθμευσης, εμπορικός φραγμός, εκθεσιακό περίπτερο, εμπορική ονομασία, εμπορική επωνυμία, εμπορική οδός, αμφισβήτηση συναλλαγής, όχημα εργασίας, εμπορικό κέντρο, εμπορικό δίκαιο, κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς, στοά, εμπορικό κέντρο, επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματος, κέντρο εμπορικής δραστηριότητας, επίκεντρο εμπορικής δραστηριότητας, ξεπούλημα, πουλημένος, αγορά, σταθμός εμπορικών συναλλαγών, εμπορικό έλλειμμα, έθνος με μεγάλο όγκο διεθνών εμπορικών συναλλαγών, δίνω εμπορική επωνυμία σε κτ, δίνω εμπορική ονομασία σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης commerciale
εμπορικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Matt lavora come pilota per una compagnia aerea commerciale. Ο Ματ είναι πιλότος σε μια εμπορική αεροπορική εταιρεία. |
μαζικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non esiste una distribuzione commerciale del latte crudo. |
εμπορικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I pirati hanno saccheggiato una nave mercantile al largo delle coste africane. Οι πειρατές λεηλάτησαν ένα εμπορικό πλοίο έξω από τις ακτές της Αφρικής. |
εμπορικός(storico) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πωλήσεων(σε γενική) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
στη μόδα(alla moda) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'articolo più richiesto quest'anno è la camicia stampata. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι πιο χοτ μπότες φέτος έχουν τετράγωνο τακούνι. |
επαγγελματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I due si sono seduti per trattare questioni di affari. |
συναλλαγή(commerciale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Κάθε συναλλαγή είναι μια ευκαιρία για να βγάλεις χρήματα. |
μάρκετινγκ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Dana ha chiesto di essere trasferita al marketing perché non le piaceva il suo lavoro nella produzione. Η Ντάνα ζήτησε να μετατεθεί στο μάρκετινγκ γιατί δεν της άρεσε η δουλειά της στην παραγωγή. |
κίνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η δουλειά πάει καλά· το κατάστημα είχε πολλή κίνηση σήμερα. |
ποιοτικός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mike preferisce i film d'arte. |
μη εμπορικός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμπορικό κέντροsostantivo maschile Stiamo andando al centro commerciale a cercare delle scarpe nuove. Θα πάμε να κοιτάξουμε για καινούρια παπούτσια στο εμπορικό κέντρο. |
σύμβολο «&»sostantivo femminile (simbolo: &) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La e commerciale è un simbolo che rappresenta la parola "e". |
εμπορευματοποίηση, εμποροκρατίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαφημιστής, διαφημίστριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
παραλογοτέχνημαsostantivo maschile (ανούσιο έργο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εμπορικό ισοζύγιοsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) L'aumento delle importazioni ha portato a un peggioramento della bilancia commerciale. |
περιοχή επαγγελματικών επιχειρήσεων, εμπορική συνοικίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I grandi negozi al dettaglio si trovano nella zona commerciale. |
επαγγελματική γλώσσαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Marisa sta facendo un corso di inglese commerciale. |
εμπορικό ισοζύγιοsostantivo femminile Nonostante le fluttuazioni, la bilancia commerciale della Cina sembra sana. |
χάσμα των εμπορικών συναλλαγώνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli Stati Uniti sono molto preoccupati per il loro disavanzo commerciale con la Cina. |
επαγγελματική συμφωνίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli accordi commerciali tra aziende sono all'ordine del giorno. |
επιχείρηση, εταιρίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επαγγελματική αλληλογραφίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sai scrivere una lettera commerciale in inglese? |
εμπορικό δίκαιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il diritto commerciale è una branca del diritto privato. |
εμπορικό κέντροsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εμπορική συμφωνίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'Italia e la Gran Bretagna vorrebbero rinnovare i loro accordi commerciali. |
εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασίαsostantivo maschile Alcune ricette hanno sia il nome generico che quello commerciale delle medicine. |
εκπρόσωπος πωλήσεων
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εμπορικό χρεόγραφο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εμπορικό κέντροsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Costruiranno un nuovo centro commerciale su quel lotto di terreno. |
εμπορικό κέντροsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sono andata in dieci negozi diversi del centro commerciale. Πήγα σε δέκα διαφορετικά καταστήματα στο εμπορικό κέντρο. |
επιχειρηματική πρόοδος, επιχειρηματική εξέλιξηsostantivo maschile (informale) |
διευθυντής επιχείρησηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
επαγγελματική συνάντησηsostantivo femminile |
συνέταιρος, συνεταίροςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Il mio partner commerciale ha dovuto co-firmare la nota in quanto coproprietario. |
εμπορική περιοχήsostantivo femminile (για οικονομία, εμπόριο) |
εμπορικός αντιπρόσωποςsostantivo maschile |
σειρά καταστημάτων γύρω από χώρο στάθμευσηςsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εμπορικός φραγμόςsostantivo femminile |
εκθεσιακό περίπτεροsostantivo maschile |
εμπορική ονομασία, εμπορική επωνυμίαsostantivo femminile |
εμπορική οδόςsostantivo femminile |
αμφισβήτηση συναλλαγήςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
όχημα εργασίαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εμπορικό κέντρο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμπορικό δίκαιοsostantivo maschile |
κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le differenze nell'etica commerciale sono una sfida per le multinazionali. Οι διαφορές στους κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς αποτελεί πρόκληση για τις παγκοσμιοποιημένες εταιρείες. |
στοά(με μαγαζιά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'ho comprato in una piccola galleria commerciale a Londra. |
εμπορικό κέντροsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il negozio di alimentari si trova nel centro commerciale di Main Street. |
επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματοςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Molte aziende si rifiutano di rivelare i loro segreti commerciali. |
κέντρο εμπορικής δραστηριότητας, επίκεντρο εμπορικής δραστηριότηταςsostantivo maschile (porto, città) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεπούλημα(μεταφορικά, καθομ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il gruppo sembrava avere un'integrità ma con la loro comparsa in uno spot pubblicitario si sono svenduti per il successo commerciale. |
πουλημένος(ανεπίσημο, προσβλητικό) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I fan della cantante la definirono una che si svende per il successo commerciale quando accettò un contratto con un'importante etichetta discografica. |
αγοράsostantivo maschile (mercato economico) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Prima di produrre qualsiasi cosa, accertati che ci sia uno sbocco commerciale. Πριν παράξεις κάτι, βεβαιώσου ότι υπάρχει αγορά για αυτό. |
σταθμός εμπορικών συναλλαγώνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) I cacciatori entrarono nella stazione commerciale. |
εμπορικό έλλειμμα
|
έθνος με μεγάλο όγκο διεθνών εμπορικών συναλλαγών
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δίνω εμπορική επωνυμία σε κτ, δίνω εμπορική ονομασία σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του commerciale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του commerciale
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.