Τι σημαίνει το cucina στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cucina στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cucina στο Ιταλικό.

Η λέξη cucina στο Ιταλικό σημαίνει κουζίνα, κουζίνα, κουζίνα, μαγειρική, κουζίνα, κουζίνα, μαγειρική, εξοπλισμός κουζίνας, συσκευές κουζίνας, κουζίνα, φαγητό, φούρνος, φούρνος, μαγείρεμα, ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω, μαγειρεύω, μάγειρας, ετοιμάζω, μαγειρεύω, ντουλάπι της κουζίνας, μαχαιροπίρουνο, κουταλοπίρουνο, μαγειρείο, βιβλίο μαγειρικής, μαγειρείο, πετσέτα κουζίνας, κουζίνα υγραερίου, νεροχύτης, τραπεζαρία, χρονόμετρο για αυγά, κουζίνα με γκάζι, κουζίνα με αέριο, κουζίνα με γκάζι, κουζίνα με αέριο, υψηλή κουζίνα, μάγειροι, προσωπικό κουζίνας εστιατορίου, τραπέζι κουζίνας, χαρτί κουζίνας, μαγειρική των νότιων ΗΠΑ, βιβλίο μαγειρικής, μούλτι, κουβερτούρα, αυγοδάρτης, αβγοδάρτης, ουρά για συσίτιο, μαμαδίστικο φαγητό, σχολή μαγειρικής, σέρι, σπρέι μαγειρικής, σπρέι μαγειρέματος, κουζίνα με τραπέζι φαγητού, χτυπητήρι αυγών, χτυπητήρι αβγών, υψηλή μαγειρική, γκουρμέ, γαλλική κουζίνα, πάγκος της κουζίνας, νησίδα, απορροφητήρας, εκπομπή μαγειρικής, αγγαρεία στην κουζίνα, τεριγιάκι, ψαλίδι κουζίνας, ψαλίδι μαγειρικής, γκόρντον μπλου, μίξερ, κουβερτούρα, μαύρη σοκολάτα, πετσέτα κουζίνας, ταϊλανδέζικο, ταϊλανδικό, μεξικάνικο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cucina

κουζίνα

sostantivo femminile (δωμάτιο για μαγειρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La casa aveva una grande cucina per cucinare.
Το σπίτι είχε μια τεράστια κουζίνα για να μαγειρεύει κανείς.

κουζίνα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua ditta vende e monta cucine.
Η εταιρεία της πουλά και εγκαθιστά κουζίνες.

κουζίνα

sostantivo femminile (cibo tipico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La scuola offre corsi settimanali di cucina francese.

μαγειρική

sostantivo femminile (modo di preparare il cibo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le manca la cucina di sua madre.

κουζίνα

sostantivo femminile (μαγειρικός πολιτισμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Queste spezie ricordano la cucina indiana.
Αυτά τα μπαχαρικά θυμίζουν Ινδική κουζίνα.

κουζίνα

sostantivo femminile (arte culinaria)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo chef è un esperto di cucina francese.
Ο σεφ είναι εξπέρ στη γαλλική κουζίνα.

μαγειρική

(attività)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La madre di Ellen le sta insegnando elementi di cucina e mantenimento della casa.

εξοπλισμός κουζίνας, συσκευές κουζίνας

sostantivo femminile (fornelli e forno)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La mia nuova cucina a gas in acciaio inossidabile, è il pezzo forte della cucina.

κουζίνα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La cucina di quel nuovo ristorante è ottima.
Το φαγητό στο νέο εστιατόριο είναι πολύ καλό.

φαγητό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi piace la cucina messicana.

φούρνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Devo far riparare il mio fornello: gli manca un nuovo pezzo.
Πρέπει να επισκευάσω τον φούρνο μου. Χρειάζεται νέα εστία.

φούρνος

(per cucinare)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Henry mise il bollitore sui fornelli per scaldare l'acqua.
O Χένρι έβαλε τον βραστήρα στο μάτι για να ζεστάνει το νερό.

μαγείρεμα

verbo intransitivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gli piace molto cucinare.
Πραγματικά του αρέσει το μαγείρεμα.

ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Porta fuori la spazzatura mentre io cucino.
Γιατί δεν βγάζεις έξω τα σκουπίδια όσο εγώ θα ετοιμάζω φαγητό;

μαγειρεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stasera cucina suo marito.
Ο σύζυγός της θα μαγειρέψει σήμερα.

μάγειρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Trevor è un cuoco eccellente.
Ο Τρέβορ είναι εξαιρετικός μάγειρας.

ετοιμάζω

(cucinare) (μαγειρεύω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ci ha preparato un pranzo fantastico.
Μας ετοίμασε ένα υπέροχο γεύμα.

μαγειρεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ετοιμάζω φαγητώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cucinate il pesce per quindici minuti.
Μου αρέσει να μαγειρεύω Κινέζικο.

ντουλάπι της κουζίνας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dovresti trovare delle ciotole nella credenza.

μαχαιροπίρουνο, κουταλοπίρουνο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I camerieri sistemavano le posate sui tavoli.

μαγειρείο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Solo il cuoco è ammesso nella cambusa.

βιβλίο μαγειρικής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Betty ha un'ampia raccolta di ricettari internazionali.

μαγειρείο

sostantivo femminile (υπαίθριο ή προσωρινό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πετσέτα κουζίνας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Metti il canovaccio ad asciugare sul termosifone quando hai finito. Maxine ha ricamato dei canovacci per sua madre per Natale.

κουζίνα υγραερίου

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le cucine a gas sono molto più efficienti delle cucine elettriche.

νεροχύτης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I piatti erano accumulati nell'acquaio.

τραπεζαρία

sostantivo maschile (τα έπιπλα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I miei mobili da cucina cominciano a dimostrare i loro anni.

χρονόμετρο για αυγά

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tutti i timer da cucina possono essere usati per controllare la cottura delle uova.

κουζίνα με γκάζι, κουζίνα με αέριο

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Preferisce i fornelli a gas piuttosto che quelli a induzione. Abbiamo un fornello a gas portatile per quando andiamo in campeggio.
Προτιμούσε να χρησιμοποιεί κουζίνα με γκάζι παρά ηλεκτρική κουζίνα. Έχουμε μια φορητή κουζίνα με γκάζι για το κάμπινγκ.

κουζίνα με γκάζι, κουζίνα με αέριο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A casa ho una cucina a gas e un forno elettrico.

υψηλή κουζίνα

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Questo è un piatto di alta cucina.

μάγειροι, προσωπικό κουζίνας εστιατορίου

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il personale di cucina deve essere scrupoloso sull'igiene perché maneggia alimenti.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το προσωπικό μιας κουζίνας εστιατορίου πρέπει να είναι σχολαστικό με την υγιεινή, αφού όλα τα τρόφιμα περνάνε από τα δικά τους χέρια.

τραπέζι κουζίνας

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ricordo sempre con piacere le merende con i miei amici attorno al tavolo della cucina.

χαρτί κουζίνας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ho pulito il tavolo con della carta assorbente.

μαγειρική των νότιων ΗΠΑ

(USA) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βιβλίο μαγειρικής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Non uso mai i ricettari, preferisco improvvisare.
Ποτέ δεν χρησιμοποιώ βιβλία μαγειρικής. Προτιμώ να αυτοσχεδιάζω.

μούλτι

sostantivo maschile (cucina)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mescolate la farina e il burro usando un mixer. I mixer sono perfetti per preparare gli omogeneizzati.
Χρησιμοποιώντας ένα μούλτι, ανακατέψτε το αλεύρι και το βούτυρο. Τα μούλτι είναι τέλεια για να φτιάξεις παιδική τροφή.

κουβερτούρα

sostantivo femminile (σοκολάτα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυγοδάρτης, αβγοδάρτης

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Una frusta da cucina è l'utensile migliore per sbattere i bianchi d'uovo.

ουρά για συσίτιο

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαμαδίστικο φαγητό

(cucina) (καθομιλουμένη: πιο γενικά)

Il piatto tradizionale del ristorante era come quello che cucina la mamma a casa.

σχολή μαγειρικής

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Molti chef si preparano per la loro carriera andando a scuola di cucina.

σέρι

(για μαγειρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σπρέι μαγειρικής, σπρέι μαγειρέματος

sostantivo maschile (για λάδι)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
L'olio spray da cucina evita che le uova si attacchino alla padella.

κουζίνα με τραπέζι φαγητού

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Non abbiamo praticamente mai usato la sala da pranzo dato che abbiamo mangiato sempre nella cucina abitabile.

χτυπητήρι αυγών, χτυπητήρι αβγών

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υψηλή μαγειρική

sostantivo femminile

γκουρμέ

(ristorazione)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In città ci sono un ristorante per famiglie e un ristorante di qualità.

γαλλική κουζίνα

sostantivo femminile

La cucina francese è spesso sinonimo di raffinatezza.

πάγκος της κουζίνας

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando ebbe finito di preparare la cena, pulì il piano di lavoro.

νησίδα

(μτφ: στην κουζίνα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απορροφητήρας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εκπομπή μαγειρικής

sostantivo maschile (TV)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγγαρεία στην κουζίνα

sostantivo plurale maschile (στρατός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεριγιάκι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ψαλίδι κουζίνας, ψαλίδι μαγειρικής

sostantivo plurale femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Uso le forbici da cucina per tagliare di tutto, dall'erba cipollina al pollo.

γκόρντον μπλου

locuzione aggettivale (pietanze) (μαγειρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μίξερ

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Cindy usa un frullatore per l'impasto, ma io lo faccio a mano.

κουβερτούρα, μαύρη σοκολάτα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Per preparare la mousse di cioccolato è meglio usare della cioccolata da cucina.

πετσέτα κουζίνας

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταϊλανδέζικο, ταϊλανδικό

(φαγητό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Πάμε να φάμε ταϊλανδέζικο απόψε;

μεξικάνικο

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cucina στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.