Τι σημαίνει το solo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης solo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του solo στο Ιταλικό.
Η λέξη solo στο Ιταλικό σημαίνει ηλιακός, ηλιακός, ευχάριστος, ηλιακός, συνήθιζα να κάνω κτ, μόνος, που νοιώθει μοναξιά, μόνος, μόνο, μόνος, μόνος, απλός, μοναχικός, μοναδικός, που πουλά αποκλειστικά προϊόντα μιας εταιρείας, μοναχικός, μόνος, μοναδικός, ασυνόδευτος, μόνο, απλά, απλά, απλώς, μονάχα, μόνο, τόσο λίγος όσο, τόσο μικρός όσο, τίποτα άλλο εκτός από κτ, απομονωμένος, μόνο, μόλις, καθαρός, μόνο, αποκλειστικός, μόνο, απλώς, απλά, αναθεματισμένος, απλά, απλώς, ο μόνος, μοναχικός, καθαρά, τίποτα άλλο εκτός από, αποκλειστικά, ηλιακό ρολόι, δείκτης ηλιακής προστασίας, ηλιακός, φως του ήλιου, αντιηλιακό, αντηλιακό, λάμπα τεχνητού μαυρίσματος, ηλιακή κηλίδα, ηλιακός συλλέκτης, ηλιακό/φωτοηλεκτρικό κύτταρο, ηλιακή ημέρα, 24ωρο, ηλιακή ενέργεια, θέρμανση με ηλιακή ενέργεια, ηλιακό πλέγμα, ηλιακή ενέργεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης solo
ηλιακόςaggettivo (σχετικός με τον ήλιο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Una tempesta solare ha causato problemi agli apparecchi elettronici sulla Terra. Μια ηλιακή έκλαμψη προκάλεσε ηλεκτρονική διαταραχή στη Γη. |
ηλιακόςaggettivo (ενέργεια από τον ήλιο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oggigiorno tanti vogliono l'energia solare nelle loro case. Πολλοί άνθρωποι τώρα πια θέλουν ηλιακή ενέργεια στα σπίτια τους. |
ευχάριστοςaggettivo (figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha il temperamento solare di chi non legge le notizie. Έχει την ευχάριστη διάθεση ενός ατόμου που δεν διαβάζει τα νέα. |
ηλιακόςaggettivo (κάτι που λειτουργεί με ηλιακή ενέργεια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nella casa al mare abbiamo un pannello solare per il riscaldamento dell'acqua. Έχουμε έναν ηλιακό θερμοσίφωνα στο παραλιακό μας σπίτι. |
συνήθιζα να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando ero giovane andavo alla chiesa del quartiere. Συνήθιζα να πηγαίνω στην εκκλησία της γειτονιάς όταν ήμουν νέος. |
μόνοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'isola era meravigliosa ma mi sentivo solo. Το νησί ήταν θαυμάσιο, αλλά ένιωθα μοναξιά εκεί. |
που νοιώθει μοναξιά(άτομο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ti sentirai solo, con tutta la tua famiglia che è via. Θα νοιώσεις μόνος με όλη την οικογένειά σου μακριά. |
μόνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) George è solo da quando è morta la moglie. Ο Τζορτζ είναι μόνος από τότε που πέθανε η γυναίκα του. |
μόνο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il solo numero dei candidati per questo lavoro indica quanto è serio il problema che abbiamo con la disoccupazione. Ο αριθμός των αιτήσεων γι' αυτή τη δουλειά δείχνει από μόνος του πόσο σοβαρό πρόβλημα υπάρχει με την ανεργία. |
μόνοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Steve si sente molto solo quando è a casa. Ο Στηβ νιώθει μοναξιά όταν μένει σπίτι. |
μόνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oggigiorno si indossano solo jeans a vita bassa. Τα χαμηλόμεσα τζιν είναι το νούμερο ένα στυλ στις μέρες μας. |
απλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il solo accenno alla sua ex moglie causava problemi. Ακόμα και η αναφορά στην πρώην γυναίκα του δημιουργεί προβλήματα. |
μοναχικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si sente solo ma non riesce a fare amicizia. Είναι μοναχικό άτομο, αλλά δεν μπορεί να κάνει κανέναν φίλο. |
μοναδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που πουλά αποκλειστικά προϊόντα μιας εταιρείας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μοναχικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La ragazza era così sola che avrebbe dato qualsiasi cosa per avere della compagnia. |
μόνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Essere un genitore single può essere difficile. |
μοναδικόςaggettivo (μόνο ένας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi rimane una sola birra. Chi la vuole? Μου έχει μείνει μία μοναδική μπίρα. Ποιος τη θέλει; |
ασυνόδευτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I bambini non accompagnati non sono ammessi in piscina; un adulto deve sempre essere presente. |
μόνο, απλάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Voglio solo un tramezzino per pranzo. Θέλω μόνο (or: απλά) ένα σάντουιτς για μεσημεριανό. |
απλά, απλώς, μονάχα, μόνο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È solo un piccolo problema, niente di cui preoccuparsi. Είναι απλά ένα μικρό πρόβλημα και δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχείς. |
τόσο λίγος όσο, τόσο μικρός όσο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Solo due grammi sono abbastanza per ucciderti. |
τίποτα άλλο εκτός από κτavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απομονωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
μόνο, μόλιςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ci ha messo solo venti minuti a completare il puzzle. Χρειάστηκε μόνο (or: μόλις) είκοσι λεπτά, για λύσει τον γρίφο. |
καθαρόςavverbio (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È stata semplicemente una coincidenza che io sia arrivato prima. Ήταν καθαρή σύμπτωση το ότι έφθασα εδώ πρώτη. |
μόνοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Solo i parenti hanno assistito al funerale. Soltanto noi siamo ammessi in questa stanza. Μόνο μέλη της οικογένειας παρέστησαν στην κηδεία. Μόνο εμείς επιτρέπεται να μπαίνουμε σε αυτό το δωμάτιο. |
αποκλειστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le due nazioni hanno firmato un esclusivo accordo commerciale. |
μόνοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Voglio solo una risposta diretta. Niente più. Το μόνο που θέλω είναι μια ξεκάθαρη απάντηση. Τίποτε άλλο. |
απλώς, απλάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Complicherà solo le cose. Το μόνο που θα κάνει είναι να περιπλέξει τα πράγματα. |
αναθεματισμένοςaggettivo (enfatico) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Non può spendere un solo dollaro della sua eredità fino ai venticinque anni d'età. |
απλά, απλώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È soltanto una bambina. |
ο μόνος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Il capitano è il solo responsabile del suo equipaggio. Μόνο ο καπετάνιος είναι υπεύθυνος για το πλήρωμά του. |
μοναχικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'anziano signore ha uno stile di vita solitario per scelta. |
καθαράavverbio (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le domande saranno valutate esclusivamente sulla base del merito. |
τίποτα άλλο εκτός απόavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Provo solo ammirazione per chi parla più lingue. |
αποκλειστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Miriam ha preso una laurea unicamente per il piacere di imparare. |
ηλιακό ρολόι
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ci vediamo alla meridiana di fronte alla biblioteca. Συνάντησε με στο ηλιακό ρολόι μπροστά από τη βιβλιοθήκη. |
δείκτης ηλιακής προστασίας(acronimo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ηλιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φως του ήλιουsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) In questa stanza la luce solare entra solo nel pomeriggio. |
αντιηλιακόsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mettetevi della crema solare prima di andare a sciare. Μην ξεχάσετε να βάλετε αντιηλιακό προτού πάτε για σκι. |
αντηλιακόsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Assicurati di applicare una crema solare ad alta protezione quando vai in spiaggia. |
λάμπα τεχνητού μαυρίσματοςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il solarium ha nuove lampade abbronzanti. |
ηλιακή κηλίδαsostantivo femminile (αστρονομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le fotografie di alta qualità mostravano le macchie solari e altre caratteristiche della superficie del sole. |
ηλιακός συλλέκτηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Abbiamo un pannello solare sul nostro tetto e produce tutta l'acqua calda di cui abbiamo bisogno. |
ηλιακό/φωτοηλεκτρικό κύτταροsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Τα ηλιακά κύτταρα χρησιμοποιούνται, για να τροφοδοτούν με ηλεκτρισμό απομονωμένα σπίτια. |
ηλιακή ημέρα, 24ωροsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ηλιακή ενέργειαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dobbiamo trovare un sistema per fare scorta di energia solare in modo tale da sfruttarla anche in inverno. |
θέρμανση με ηλιακή ενέργειαsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il solare termico è una valida alternativa al riscaldamento elettrico. |
ηλιακό πλέγμαsostantivo maschile (anatomia) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ηλιακή ενέργειαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του solo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του solo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.