Τι σημαίνει το copia στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης copia στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του copia στο Ιταλικό.
Η λέξη copia στο Ιταλικό σημαίνει αντίγραφο, αντίτυπο, αντίγραφο, υλικό, αντίγραφο, φωτοαντίγραφο, αντίγραφο, δείγμα, αντίγραφο, αντίγραφο, απομίμηση, αντιγραφή, αντίγραφο, αντιγραφή, αντίγραφο με καρμπόν, αντίγραφο, αντίγραφο, αντίγραφο, αντιγράφω, αντιγράφω, αντιγράφω, αντιγράφω, κλέβω, αντιγράφω, κλέβω, αντιγράφω, απατεωνιά, κλέβω, φτιάχνω, αντιγράφω, πλαστογραφώ, αντιγράφω, αντιγράφω, μιμούμαι, γράφω, βγάζω φωτοτυπία, βγάζω φωτοαντίγραφο, αντιγράφω παράνομα, σε διπλότυπο, σε τριπλότυπο, σε τρία αντίγραφα, αυτός που κλέβει, αυτός που δεν παίζει τίμια, παράνομος, πρόχειρο, τρία αντίτυπα, αντίγραφο ασφαλείας, προσχέδιο, επικυρωμένο αντίγραφο, δωρεάν αντίγραφο, έντυπη μορφή, δωρεάν αντίτυπο, δωρεάν αντίγραφο, πρωτότυπο έργο, αυθεντικό έργο, υλικό αντίγραφο, έντυπο αντίγραφο, έγγραφο σε ηλεκτρονική μορφή, έγγραφο σε ψηφιακή μορφή, τρέχουσα έκδοση, κάνω αντιγραφή κι επικόλληση, φωτοτυπία, αντίγραφο, πρώτος ξάδελφος/ξάδερφος, αντίγραφο, κοινοποιώ κτ σε κπ, αντίγραφο, κρυφή κοινοποίηση, με κρυφή κοινοποίηση, αντίγραφο, φτυστός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης copia
αντίγραφοsostantivo femminile (produzione identica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi servono cinque copie della tua tesi per venerdì. Χρειάζομαι πέντε αντίγραφα της διατριβής σου ως την Παρασκευή. |
αντίτυπο, αντίγραφοsostantivo femminile (libro: singolo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho una copia autografata di quel libro. Έχω ένα υπογεγραμμένο αντίγραφο εκείνου του βιβλίου. |
υλικόsostantivo femminile (materiale da stampare) (κείμενο, φωτό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il giornalista ha consegnato la sua copia al redattore, che l'ha approvata per la pubblicazione. |
αντίγραφοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Espongono una riproduzione del disegno, perché l'originale potrebbe essere danneggiato dalla luce. |
φωτοαντίγραφο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ci sono quattro copie di questo documento. |
αντίγραφο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δείγμαsostantivo femminile (έγγραφο, βιβλίο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αντίγραφο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La mia assistente le invierà le copie tramite posta. |
αντίγραφο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questa è una copia; l'originale è nell'archivio. Αυτό είναι αντίγραφο. Το πρωτότυπο
είναι στο αρχείο. |
απομίμηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Era impossibile notare la differenza tra la copia contraffatta della patente di guida e quella vera. |
αντιγραφήsostantivo femminile (riproduzione esatta) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντίγραφο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hanno delle riproduzioni di dipinti famosi appese in soggiorno. Έχουν κρεμάσει αντίγραφα διάσημων πινάκων στο καθιστικό τους. |
αντιγραφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La riproduzione di questo documento è strettamente proibita. |
αντίγραφο με καρμπόν(κυριολεκτικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Mando la lettera al cliente e ne mando una in copia al mio capo per conoscenza. |
αντίγραφοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Abbiamo pagato migliaia di dollari non sapendo che era una riproduzione. Πληρώσαμε χιλιάδες χωρίς να γνωρίζουμε ότι ήταν κόπια. |
αντίγραφοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jenny ha progettato la casa come la copia (or: replica) esatta della casa nella quale era cresciuta. |
αντίγραφοsostantivo femminile (fotografia) (φωτογραφία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il fotografo ha venduto le stampe delle foto ai suoi clienti. Ο φωτογράφος πούλησε αντίγραφα των φωτογραφιών στους πελάτες του. |
αντιγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (riprodurre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho copiato il numero di telefono sulla mia agendina. Αντέγραψα τον αριθμό τηλεφώνου στο σημειωματάριό μου. |
αντιγράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντιγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha tentato di copiare l'atteggiamento dell'amico e i suoi modi simpatici. |
αντιγράφω, κλέβω(a scuola) (από κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non ho passato il compito perché Jill non mi ha lasciato copiare. Απέτυχα στο τεστ γιατί η Τζιλ δε με άφησε να αντιγράψω από εκείνη. |
αντιγράφω, κλέβωverbo transitivo o transitivo pronominale (esami scritti) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stephen ha copiato da me tutte le risposte del compito. Ο Στήβεν αντέγραψε όλες τις απαντήσεις του διαγωνίσματος από εμένα. |
αντιγράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) David copiò il DVD così avrebbe avuto una copia del film sul suo portatile. |
απατεωνιά(sostantivato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Stanchi del suo imbrogliare, gli amici di Joe si sono rifiutati di giocare ancora a carte con lui. |
κλέβω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φτιάχνω(αντίγραφα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovresti riprodurre sessanta copie di questo documento. |
αντιγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Imitano marchi famosi e vendono i prodotti nel mercato locale. Αντιγράφουν επώνυμες μάρκες και πουλάνε τα προϊόντα στην τοπική αγορά. |
πλαστογραφώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Μαίρη τους έσωσε τη ζωή πλαστογραφώντας διαβατήρια για να μπορέσουν να δραπετεύσουν. Είναι δύσκολο να σχεδιάσεις μια ταυτότητα που δεν θα μπορεί να πλαστογραφηθεί. |
αντιγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (από κάπου αλλού) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'autore aveva copiato interi paragrafi da un altro libro. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ωραία ατάκα. Δική σου είναι ή την ξεσήκωσες από κάπου; |
αντιγράφω, μιμούμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli animali imitano istintivamente il comportamento dei loro genitori. |
γράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω φωτοτυπία, βγάζω φωτοαντίγραφο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho fotocopiato i moduli prima di spedirli. Φωτοτύπησα τις φόρμες πριν τις ταχυδρομήσω. |
αντιγράφω παράνομα
Ben ha piratato una copia dell'ultimo film di Hugh Grant. |
σε διπλότυποavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Completare il modulo in duplice copia, una da conservare e l'altra da consegnare allo sportello. |
σε τριπλότυπο, σε τρία αντίγραφαavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho bisogno dei suoi documenti personali in triplice copia. |
αυτός που κλέβει, αυτός που δεν παίζει τίμιαsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το σχολείο είναι αποφασισμένο να εντοπίσει όσους αντιγράφουν και να τους αποβάλει. |
παράνομος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Copie illegali del film sono ampiamente disponibili in rete. |
πρόχειρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Susan ha fatto i calcoli su un foglio per appunti e ha copiato i risultati sul foglio delle risposte. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι συμμετέχοντες συνέκριναν τις σημειώσεις που έκαναν στα πρόχειρα. |
τρία αντίτυπαsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lo schedario deve contenere tutti i documenti necessari in triplice copia. |
αντίγραφο ασφαλείας(Η/Υ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) È una buona idea fare una copia di backup dei documenti importanti. |
προσχέδιοsostantivo femminile (versione incompleta) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Al momento gli scrittori stanno ancora preparando una bozza. |
επικυρωμένο αντίγραφοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho perso il mio certificato di nascita e l'ufficio passaporti accettava solo una copia autenticata. Si vede che è una copia autenticata perché c'è l'autentica ufficiale sopra. Έχασα το πιστοποιητικό γέννησής μου και μόνο ένα επικυρωμένο αντίγραφο ήταν αποδεκτό στην υπηρεσία έκδοσης διαβατηρίων. Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι αυτό είναι ένα επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου, επειδή έχει ελεγχθεί από συμβολαιογράφο. |
δωρεάν αντίγραφοsostantivo femminile (editoria) (βιβλίου) Il revisore vendeva spesso le sue copie saggio per arrotondare un po'. |
έντυπη μορφήsostantivo femminile Mi puoi mandare una copia cartacea dei dati? |
δωρεάν αντίτυπο, δωρεάν αντίγραφοsostantivo femminile |
πρωτότυπο έργο, αυθεντικό έργοsostantivo femminile (όχι αντίγραφο) |
υλικό αντίγραφο, έντυπο αντίγραφοsostantivo femminile |
έγγραφο σε ηλεκτρονική μορφή, έγγραφο σε ψηφιακή μορφήsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρέχουσα έκδοσηsostantivo femminile |
κάνω αντιγραφή κι επικόλλησηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È facile copiare e incollare un testo per spostarlo da una parte di un documento a un'altra. |
φωτοτυπίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντίγραφοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πρώτος ξάδελφος/ξάδερφοςsostantivo maschile (informale, figurato) |
αντίγραφο(με γενική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κοινοποιώ κτ σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non dimenticare di mettermi in copia per conoscenza quando invierai a Meera il programma di domani. |
αντίγραφο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questo dipinto è una copia esatta dell'originale. |
κρυφή κοινοποίησηsostantivo femminile |
με κρυφή κοινοποίησηlocuzione aggettivale (e-mail) (πληροφορική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una email in copia nascosta è una email in cui viene aggiunto qualcuno nel campo BCC. «Email με κρυφή κοινοποίηση» είναι αυτό στο οποίο κάποιος παραλήπτης έχει συμπεριληφθεί με τη χρήση της επιλογής «BCC». |
αντίγραφο(που έγινε με καρμπόν) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tenga la copia carbone per il suo archivio personale. |
φτυστόςsostantivo femminile (informale) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quella ragazza è l'immagine sputata della madre! Αυτό το κορίτσι είναι φτυστό η μητέρα του! |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του copia στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του copia
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.