Τι σημαίνει το registro στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης registro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του registro στο Ιταλικό.

Η λέξη registro στο Ιταλικό σημαίνει καταχωρώ, καταγράφω, καταχωρώ, καταγράφω, ηχογραφώ, καταγράφω, μαγνητοσκοπώ, υποβάλλω αίτηση για αναγνώριση εμπορικού σήματος, δηλώνω, κρατάω λογαριασμό, γράφω κτ στο βίντεο, συστήνω, κάνω αρχειοθέτηση, αποθηκεύω, καταγράφω, καταγράφω, καταγράφω, καταγράφω, μαγνητοσκοπώ, αποθηκεύω, σημειώνω, περνάω, μητρώο, έκταση φωνής, ευθυγράμμιση, ύφος, κατάλογος, κιτάπι, ημερολόγιο, μητρώο, αρχείο, φύλλο καταγραφής, αρχείο καταγραφής, στοπ, αρχείο υποθέσεων, βιβλίο συμβάντων, υπάλληλος μητρώου, χρονικό, τρόπος έκφρασης, ημερολόγιο, σχολικό μητρώο, ημερολόγιο, ημερολόγιο, ημερολόγιο, χρεώνω, βγάζω, καταγράφω, σημειώνω, ξανακαταγράφω, επανεγγράφω, γράφω κτ σε ημερολόγιο, τσεκάρω, sold out, ηχογραφώ, βιντεοσκοπώ, σημειώνω, μαγνητοφωνώ, καταγράφω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης registro

καταχωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il presidente dell'organizzazione ha registrato i nuovi membri nel libro ufficiale.
Ο πρόεδρος της οργάνωσης καταχώρησε τα νέα μέλη στα επίσημα βιβλία.

καταγράφω, καταχωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ufficio registrava tutti i reclami scritti.
Το γραφείο καταχωρούσε όλες τις γραπτές διαμαρτυρίες.

καταγράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il nastro ha registrato un disturbo.

ηχογραφώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (discografia) (μουσική, ήχος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La band ha inciso un nuovo album.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι κάμερες ασφαλείας κατέγραψαν το ατύχημα.

καταγράφω, μαγνητοσκοπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (βίντεο, εικόνα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siamo pronti a registrare.

υποβάλλω αίτηση για αναγνώριση εμπορικού σήματος

verbo transitivo o transitivo pronominale (un marchio)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'azienda registrò il nome del famoso prodotto.
Η εταιρεία κατοχύρωσε το εμπορικό σήμα του δημοφιλούς προϊόντος της.

δηλώνω

(richiesta di prestito di [qlcs])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hai registrato quell'attrezzatura?
Υπέγραψες για να δανειστείς τον εξοπλισμό;

κρατάω λογαριασμό

verbo transitivo o transitivo pronominale (για κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nina registrò le vendite dei biglietti.
Η Νίνα κατέγραψε τις πωλήσεις εισιτηρίων.

γράφω κτ στο βίντεο

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tim stava uscendo, quindi videoregistrò il suo programma preferito per guardarlo più tardi.
Ο Τιμ θα θα έβγαινε κι έτσι έγραψε στο βίντεο την αγαπημένη του εκπομπή για να τη δει αργότερα.

συστήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (εταιρεία, επιχείρηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben ha registrato la sua azienda di famiglia la scorsa settimana.

κάνω αρχειοθέτηση

(informatica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bisognerebbe archiviare il proprio disco fisso una volta al mese.
Πρέπει να κάνεις αρχειοθέτηση στον σκληρό δίσκο σου μια φορά κάθε μήνα.

αποθηκεύω

(informatica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταγράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι εξερευνητές της περιοχής έκαναν ιστορική καταγραφή των ευρημάτων τους.

καταγράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giornalista ha documentato gli eventi nella zona di guerra.
Ο δημοσιογράφος κατέγραψε γεγονότα στην εμπόλεμη ζώνη.

καταγράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Usa questa tabella per tenere traccia dei tuoi progressi man mano che perdi peso.
Χρησιμοποίησε αυτόν τον πίνακα για να καταγράφεις την πρόοδό σου όσο θα χάνεις βάρος.

καταγράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giornalista registrò l'intervista con la stella del cinema.
Ο δημοσιογράφος κατέγραψε την συνέντευξή του με τον κινηματογραφικό αστέρα.

μαγνητοσκοπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (τηλεόραση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La stazione radio registrò lo spettacolo, pronto per andare in onda pochi giorni dopo.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός ηχογράφησε την εκπομπή και ήταν έτοιμη για μετάδοση μερικές μέρες μετά.

αποθηκεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informatica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il computer sta scrivendo i dati sul disco.

σημειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno annotato tutte le questioni su un pezzo di carta.

περνάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Registra i numeri di oggi nel giornalmastro.
Πέρνα τους σημερινούς αριθμούς στο γενικό εμπορικό βιβλίο.

μητρώο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I novelli sposi hanno firmato il registro.
Οι νεόνυμφοι υπέγραψαν στο μητρώο.

έκταση φωνής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il registro di questo soprano è più ampio di molti altri.

ευθυγράμμιση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I fogli stampati hanno delle crocette per segnare il registro della pagina.

ύφος

sostantivo maschile (linguistica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il registro è una parte importante delle lingue dotate di sistemi onorifici.

κατάλογος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il suo commento sgarbato si è aggiunto al suo elenco mentale delle offese.

κιτάπι

sostantivo maschile (per studio) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ημερολόγιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μητρώο, αρχείο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Consulta il registro per vedere il tuo certificato di nascita.

φύλλο καταγραφής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Si prega di usare il registro per monitorare i cambiamenti durante il processo.
Παρακαλώ να χρησιμοποιείτε το φύλλο καταγραφής για να σημειώνετε τις όποιες αλλαγές στη διαδικασία.

αρχείο καταγραφής

sostantivo maschile (computer)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il registro elenca tutti gli eventi.
Το αρχείο καταγραφής παραθέτει όλα τα συμβάντα.

στοπ

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Uno dei registri dell'organo è staccato.

αρχείο υποθέσεων

sostantivo maschile (di casi: legali, medici, ecc.)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βιβλίο συμβάντων

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπάλληλος μητρώου

(ente, ufficio)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
L'archivio ha registrato i dettagli della nascita del bambino.

χρονικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tenevano un diario di tutti gli sviluppi del villaggio.

τρόπος έκφρασης

(linguistica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Scrisse una lettera il cui tono trasmetteva perfettamente i suoi sentimenti.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έγραψε ένα γράμμα με τρόπο έκφρασης που έδειχνε πολύ καλά τα συναισθήματά του.

ημερολόγιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Abbiamo controllato il registro per vedere quando era stato revisionato per l'ultima volta lo strumento.

σχολικό μητρώο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ogni mattina gli insegnanti fanno l'appello leggendo tutti i nomi sul registro scolastico per controllare che gli studenti siano presenti.

ημερολόγιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il pilota ha registrato il volo nel suo diario di bordo.
Η πιλότος κατέγραψε την πτήση στο ημερολόγιο.

ημερολόγιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gli impiegati dovevano riportare gli orari delle loro pause su un registro.

ημερολόγιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χρεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il venditore ha addebitato l'importo sul mio conto anche se avevo restituito i beni.

βγάζω

(κέρδος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταγράφω, σημειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (voce di registro, diario)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dennis ha scritto un commento sul suo diario.

ξανακαταγράφω, επανεγγράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γράφω κτ σε ημερολόγιο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τσεκάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (trasporto aereo) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se hai delle coincidenze, la compagnia può registrare il tuo bagaglio fino alla destinazione finale.

sold out

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Ci si aspetta che il concerto sia uno spettacolo che fa registrare il tutto esaurito, quindi compra presto i biglietti.

ηχογραφώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lei registra le interviste su audiocassetta e le trascrive in seguito.
Ηχογραφεί τις συνεντεύξεις και τις απομαγνητοφωνεί αργότερα.

βιντεοσκοπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η αστυνομία βιντεοσκόπησε τη συνέντευξη και αργότερα τη χρησιμοποίησε ως απόδειξη ενοχής για να τον καταδικάσει.

σημειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'affare ha fatto segnare dei profitti.
Η επιχείρηση σημείωσε κέρδη.

μαγνητοφωνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κασέτα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταγράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε λίστα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του registro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του registro

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.