Τι σημαίνει το codice στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης codice στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του codice στο Ιταλικό.

Η λέξη codice στο Ιταλικό σημαίνει κωδικός, κώδιξ, κώδικας, κώδικας, κώδικας, κώδικας, κώδικας, κώδικας, αριθμός αναφοράς, αριθμός, κλειδί, τρικ, κωδικοποιώ, κωδικοποιημένος, κακόβουλο λογισμικό, προσωπικός αριθμός ταυτοποίησης, ετικέτα, που έχει χρωματική κωδικοποίηση, ταχυδρομικός κώδικας, συνθηματικό, ταχυδρομικός κώδικας, αλφαριθμητικός κώδικας, κωδικός εισόδου σε κτίριο, κώδικας ηθικής, ηθικός κώδικας, σήματα Μορς, ποινικός κώδικας, ποινική νομοθεσία, μυστικός κώδικας, γραμμωτός κώδικας, γραμμοκώδικας, κωδικό όνομα, αριθμός αποστολής δέματος, κωδικός SWIFT, κώδικας δεοντολογίας, Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας, κωδικός ασφαλείας, κωδικός κατάστασης, PIN, κώδικας πηγής, εργατικό δίκαιο, σύστημα που λειτουργεί με βάση την εντιμότητα των εμπλεκομένων, αριθμός φορολογικού μητρώου, κωδικός υπολογιστή, κωδικός περιοχής, νομικός ηθικός κώδικας, Ομοσπονδιακοί Κανόνες Πολιτικής Δικονομίας, κωδικοποιώ, κρυπτογραφώ, κρυπτογράφημα, αλφαριθμητικός κώδικας, κανονισμοί που αφορούν την ανέγερση οικοδομής, κρυφό νόημα, δίνω κωδικό όνομα, σαρωτής, συνθηματικό, γενετικός κώδικας, κωδικοποιώ, κρυπτογραφώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης codice

κωδικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Qual è il codice della cassaforte?
Ποιος είναι ο κωδικός που ανοίγει το χρηματοκιβώτιο;

κώδιξ, κώδικας

(scritto antico) (αρχαίο χειρόγραφο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κώδικας

sostantivo maschile (diritto)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Condividere informazioni riservate va contro il codice dell'azienda.
Η κοινοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών είναι αντίθετη με τον κώδικα της εταιρείας.

κώδικας

sostantivo maschile (regole)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κώδικας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κώδικας

sostantivo maschile (informatica)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
C'è un errore nel codice da qualche parte, ma ancora non l'ho trovato.
Υπάρχει ένα λάθος στον κώδικα κάπου. Ακόμη δεν το έχω βρει.

κώδικας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il messaggio non ha senso; penso che sia scritto in codice.

αριθμός αναφοράς

(di una transazione)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αριθμός

sostantivo maschile (telecomunicazioni)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il codice identificativo della stazione radio è IKAYW.

κλειδί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il software ha una parola chiave da digitare per poterlo usare.
Το λογισμικό έχει ένα κλειδί που πρέπει να πληκτρολογήσεις για να μπορέσεις να το χρησιμοποιήσεις.

τρικ

sostantivo maschile (videogiochi)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Questo sito internet svela tutti i migliori trucchi del gioco.
Η ιστοσελίδα αυτή δίνει τα καλύτερα cheats για το παιχνίδι.

κωδικοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo sta codificando tutti i numeri di previdenza sociale dei residenti per prevenire i furti d'identità.
Η πολιτειακή κυβέρνηση κωδικοποιεί όλα τα νούμερα κοινωνικής ασφάλισης των κατοίκων για να εμποδίσει την πλαστοπροσωπία.

κωδικοποιημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La spia lavorò diligentemente per dare un senso al messaggio codificato.

κακόβουλο λογισμικό

(για υπολογιστές)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προσωπικός αριθμός ταυτοποίησης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ετικέτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo scrittore di blog usò i tag "calcio" e "birra" per il post che aveva appena scritto sulle vendite di alcolici alle partite di calcio.
Η συγγραφέας του ιστολογίου χρησιμοποίησε τις ετικέτες «ποδόσφαιρο» και «μπύρα» στην ανάρτηση που μόλις είχε γράψει σχετικά με τις πωλήσεις αλκοολούχων ποτών στους ποδοσφαιρικούς αγώνες.

που έχει χρωματική κωδικοποίηση

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I file erano identificati secondo un codice di colori per trovare quello giusto più facilmente.

ταχυδρομικός κώδικας

sostantivo maschile

Qual è il codice di avviamento postale di casa tua a Londra?

συνθηματικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Devi dire la parola d'ordine per poter entrare nel club.

ταχυδρομικός κώδικας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
È imbarazzante ma non riesco mai a ricordarmi il mio codice postale.
Ντρέπομαι που το λέω, αλλά ποτέ δεν μπορώ να θυμηθώ τον ταχυδρομικό κώδικά μου.

αλφαριθμητικός κώδικας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κωδικός εισόδου σε κτίριο

sostantivo maschile (porte con tasti numerici)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κώδικας ηθικής

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Per la psichiatra, fornire qualsiasi informazione alla polizia sarebbe stata una violazione del suo codice etico.

ηθικός κώδικας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σήματα Μορς

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Oltre alle richieste di aiuto via radio, la nave mandò anche un SOS in codice Morse.

ποινικός κώδικας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sarà processato secondo il codice penale.

ποινική νομοθεσία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μυστικός κώδικας

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γραμμωτός κώδικας, γραμμοκώδικας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La cassiera non riusciva a leggere il codice a barre perché era coperto da un'etichetta.

κωδικό όνομα

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Gola Profonda era il nome in codice di un informatore dello scandalo del Watergate.
«Βαθύ Λαρύγγι» ήταν το κωδικό όνομα ενός από τους πληροφοριοδότες του Γουότεργκεϊτ.

αριθμός αποστολής δέματος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Si può usare il codice di tracciabilità per conoscere la data di consegna del proprio plico.

κωδικός SWIFT

sostantivo maschile (τράπεζα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il codice SWIFT serve per fare bonifici interbancari, mentre il numero di instradamento serve per incassare gli assegni.

κώδικας δεοντολογίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
È stato licenziato dall'azienda per aver violato il codice di condotta.

Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κωδικός ασφαλείας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κωδικός κατάστασης

(informatica) (Η/Υ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

PIN

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Se vi dimenticate il codice segreto dovete chiedere alla banca di mandarvene uno nuovo.

κώδικας πηγής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εργατικό δίκαιο

σύστημα που λειτουργεί με βάση την εντιμότητα των εμπλεκομένων

sostantivo maschile (serie di principi etici)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αριθμός φορολογικού μητρώου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κωδικός υπολογιστή

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κωδικός περιοχής

sostantivo maschile (telefonia fissa)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

νομικός ηθικός κώδικας

sostantivo maschile (formale, legale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il codice deontologico degli avvocati prevede che non si possano avere relazioni sentimentali con gli assistiti.

Ομοσπονδιακοί Κανόνες Πολιτικής Δικονομίας

sostantivo maschile (USA)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κωδικοποιώ, κρυπτογραφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρυπτογράφημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I militari stanno lavorando per decodificare il messaggio cifrato intercettato dal nemico.

αλφαριθμητικός κώδικας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κανονισμοί που αφορούν την ανέγερση οικοδομής

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il regolamento edilizio impone che tutte le rampe di scale abbiano una ringhiera di una certa altezza.

κρυφό νόημα

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δίνω κωδικό όνομα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σαρωτής

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il lettore di codice a barre legge la vostra tessera di socio e registra il vostro ingresso.
Το σκάνερ διαβάζει την κάρτα μέλους σου και σημειώνει την είσοδό σου.

συνθηματικό

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una parola in codice come "Codice rosso" viene usata negli ospedali per segnalare un incendio al personale senza allarmare i pazienti.

γενετικός κώδικας

sostantivo maschile

κωδικοποιώ, κρυπτογραφώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli specialisti di crittografia sono in grado di scrivere in codice e decifrarne altri.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του codice στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.