Τι σημαίνει το guida στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης guida στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του guida στο Ιταλικό.
Η λέξη guida στο Ιταλικό σημαίνει αρχηγός, οδηγός, οδήγησης, οδηγός, καθοδηγητής, ημερολόγιο, ράγα, λαμπρό αστέρι, οδήγηση, κύριος, πρωταρχικός, βασικός, οδηγός, ξεναγός, οδήγηση, οδηγός, οδηγός, οδηγός, καθοδήγηση, οδήγηση, καθοδηγητής, καθοδηγήτρια, οδηγός, το να πετάω κτ, οδηγός, οδηγός, καθοδήγηση, ταξιδιωτικός οδηγός, οδηγία, συνοδός, οδηγός, αρχηγός, διακυβέρνηση, οδηγός, μέντορας, εμπνευστής, εμπνεύστρια, σημαιοφόρος, πρωτοπόρος, διδακτικό υλικό, εκπαιδευτικό υλικό, κουμάντο, drive, οδηγός, ξεναγός, ξεναγός, ταξιδιωτικός οδηγός, οδηγώ, οδηγώ, οδηγώ, βγάζω για κυνήγι, οδηγώ, επιτηρώ, επιβλέπω, οδηγώ, κατευθύνω, δείχνω το δρόμο, οδηγώ, καθοδηγώ, οδηγώ, οδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω, οδηγώ, καθοδηγώ, καθοδηγώ, οδηγώ, καθοδηγώ, καθοδηγώ, καθοδηγώ, οδηγός, κατευθυντήριος, κόκπιτ, cockpit, σλάιντερ, χωρίς καθοδήγηση, χωρίς οδηγό, χωρίς οδηγό, στο τιμόνι, οδήγηση υπό την επήρεια, εθελοντής ξεναγός, εθελόντρια ξεναγός, οδηγός, συνοδός, κολλάει στο μπροστινό αυτοκίνητο, δάσκαλος οδήγησης, φωτεινό παράδειγμα, ξεναγός, οδηγώ υπό την επήρεια αλκοόλ, ξεναγός, διάδρομος, εξεταστής σε εξετάσεις οδήγησης, οδηγός του σκούτερ, σκύλος-οδηγός, πνευματικός οδηγός, πνευματική καθοδήγηση, οδηγός μελέτης, τραβέρσα, υπολογιστής, ηχητικός οδηγός, οδήγηση σε κατάσταση μέθης, οδήγηση υπό την επήρεια του αλκοόλ, επίδειξη, σχολή οδηγών, κυματοδηγός, παιδί του λαού, αυτοκίνητο χωρίς οδηγό, οδηγίες, σημειώσεις, υπό το βλέµµα του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης guida
αρχηγός, οδηγόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) La guida del tour li ha condotti nella stanza successiva. Ο αρχηγός της ομάδας τούς οδήγησε στο διπλανό δωμάτιο. |
οδήγησης(condurre veicoli) (σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Πήγε σε σχολή οδήγησης γιατί κανείς από την οικογένειά της δεν της μάθαινε να οδηγεί. |
οδηγός, καθοδηγητήςaggettivo invariabile (άτομο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Era una figura guida nei primi giorni di college. |
ημερολόγιοsostantivo femminile (libro di riferimento) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ράγαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) All'interno dello scanner c'è un'asta che scorre su una guida di plastica. |
λαμπρό αστέριsostantivo femminile (μεταφορικά) |
οδήγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questa è una macchina adatta per la guida di tutti i giorni. |
κύριος, πρωταρχικός, βασικόςaggettivo invariabile (επιρροή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il tuo principio guida dovrebbe essere di giustizia. |
οδηγός, ξεναγός
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) È stata assunta come guida nel museo. Δουλεύει ως οδηγός (or: ξεναγός) στο μουσείο. |
οδήγηση(όχημα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Grazie alla guida esperta di Rachel la barca entrò al sicuro nel porto. Χάρη στην άριστη πλοήγηση της Ρέιτσελ, το σκάφος μπήκε με ασφάλεια στο λιμάνι. |
οδηγός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le guide di questo cassetto sono rotte. Οι οδηγοί αυτού του συρταριού είναι σπασμένοι. |
οδηγόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Gli esploratori erano diretti da una guida locale. Τους εξερευνητές καθοδηγούσε ένας ντόπιος οδηγός. |
οδηγός(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Il signor Jones è stato la nostra guida durante il lungo e confuso processo legale. Ο κ. Τζόουνς ήταν ο οδηγός μας κατά τη μακρά και πολύπλοκη νομική διαδικασία. |
καθοδήγησηsostantivo femminile (μτφ: αρχηγία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tutta la squadra seguiva la sua guida. Όλη η ομάδα ακολούθησε την καθοδήγησή του. |
οδήγηση(azione del guidare) (πράξη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Το ταξίδι ήταν πολύ κουραστικό. |
καθοδηγητής, καθοδηγήτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Quell'uomo laggiù sarà la vostra guida durante l'operazione. |
οδηγόςsostantivo femminile (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Assicurati di appoggiare la tavola contro la guida prima di segarla. |
το να πετάω κτsostantivo femminile (aeronautica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il giovane trovava la guida del drone sempre più facile ogni volta che lo faceva volare. Το αγόρι το έβρισκε όλο και πιο εύκολο να πετάει το drone. |
οδηγόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) April ha controllato sulla guida che aveva ricevuto i posti per andare a mangiare situati nella zona. |
οδηγόςsostantivo femminile (ragazza scout) (οδηγισμός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καθοδήγησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mary ha mandato la sua amica da un consulente affinché le fornisca assistenza. Η Μαίρη έστειλε τον φίλο της σε ένα δικηγόρο για να πάρει μερικές συμβουλές. |
ταξιδιωτικός οδηγόςsostantivo femminile (libro) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La Michelin e la Lonely Planet sono due famose aziende che pubblicano guide turistiche per chi viaggia. La guida consigliava di prendere una barca per raggiungere i Kew Gardens. |
οδηγία(συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jim si è fermato a chiedere indicazioni prima che riuscisse a trovare il ristorante. Ο Τζιμ έπρεπε να σταματήσει και να ζητήσει οδηγίες για να βρει το εστιατόριο. |
συνοδός, οδηγός, αρχηγός(γκρουπ τουριστών) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Nel tour a bordo dell'autobus la guida ci ha mostrato i maggiori luoghi d'interesse. Στην περιήγηση με το λεωφορείο, ο συνοδός έδειχνε όλα τα σημαντικά αξιοθέατα. |
διακυβέρνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La gestione del governo deve essere improntata a correttezza. |
οδηγόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Abbiamo controllato gli orari ferroviari sulla guida. |
μέντορας(università) (σύμβουλος, δάσκαλος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Agli studenti vengono assegnati dei tutor che li guidano nel loro percorso. Οι σπουδαστές ανατίθενται σε μέντορες που καθοδηγούν την σταδιοδρομία τους. |
εμπνευστής, εμπνεύστρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Il presidente è un ispiratore per i bambini di tutto il mondo. |
σημαιοφόρος, πρωτοπόρος(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
διδακτικό υλικό, εκπαιδευτικό υλικό
Questo software ha un tutorial che mostra le basi per usarlo. |
κουμάντο(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
drive(auto: cambio automatico) (κιβώτιο ταχυτήτων) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Metti la macchina da folle in "drive" e rilascia il freno. |
οδηγός(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Usare una livella come riferimento per la posa dei mattoni. |
ξεναγός
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
ξεναγός
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
ταξιδιωτικός οδηγόςsostantivo femminile (libro) |
οδηγώ(veicolo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non posso ancora guidare. Ho appena 15 anni. Δεν μπορώ να οδηγήσω ακόμα. Είμαι μόνο 15 χρονών. |
οδηγώ(κινούμε ή δίνω κατεύθυνση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mick guidò l'auto sulle strade di campagna. Ο Μικ οδηγούσε το αμάξι στα μονοπάτια της υπαίθρου. |
οδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ballo) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guidò il suo partner nel valzer con grazia. Οδήγησε με χάρη την παρτενέρ του στο βαλς. |
βγάζω για κυνήγιverbo transitivo o transitivo pronominale (cani da caccia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'aristocratico uscì per guidare i suoi cani da caccia. |
οδηγώ(veicolo non a motore) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'uomo che conduceva la portantina nera era alto e portava occhiali scuri. |
επιτηρώ, επιβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
οδηγώ, κατευθύνω, δείχνω το δρόμοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Fai da guida!" disse, e le mostrai il corridoio. «Οδήγησέ με!», μου είπε και τη συνόδευσα κατά μήκος του διαδρόμου. |
οδηγώ, καθοδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo bisogno di qualcuno che ci guidi per le attrazioni di Parigi. Χρειαζόμαστε κάποιον να μας ξεναγήσει στα αξιοθέατα του Παρισιού. |
οδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (un veicolo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti piacerebbe guidare la mia macchina nuova? Θέλεις να οδηγήσεις το καινούριο μου αυτοκίνητο; |
οδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siamo stati guidati ai nostri posti da degli studenti volontari. Μας οδήγησαν στις θέσεις μας εθελοντές μαθητές. |
καθοδηγώ, κατευθύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il supervisore stava istruendo un apprendista sul funzionamento del macchinario. Ο υπεύθυνος καθοδηγούσε έναν εκπαιδευόμενο στο χειρισμό ενός μηχανήματος. |
οδηγώ, καθοδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli abitanti del luogo vi scorteranno in sicurezza attraverso la foresta. |
καθοδηγώ, οδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La guida turistica condusse il gruppo in giro per il museo. |
καθοδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Amy ha guidato l'azienda attraverso un primo anno difficile. |
καθοδηγώ(δίνω οδηγίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guido io se mi indichi la strada. Θα οδηγήσω εγώ αν μας καθοδηγήσεις εσύ. |
καθοδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La guida turistica conduce i turisti per la città. Ο ξεναγός ξεναγεί τον κόσμο στην πόλη. |
οδηγόςsostantivo maschile (tipografia) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Gli indici spesso hanno puntini guida per guidare gli occhi al numero della pagina. Οι πίνακες περιεχομένων διαθέτουν συνήθως οδηγούς για να μεταφέρουν το βλέμμα σας στον αριθμό της σελίδας. |
κατευθυντήριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κόκπιτ, cockpit
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Per fortuna l'abitacolo è rimasto intatto nell'incidente e il conducente sta bene. |
σλάιντερ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
χωρίς καθοδήγησηlocuzione aggettivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
χωρίς οδηγόlocuzione aggettivale (noleggio auto) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωρίς οδηγό(veicolo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο τιμόνι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ernest era al volante quando sulla strada è caduto un pino. |
οδήγηση υπό την επήρειαsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In questo stato la guida in stato di ebbrezza è punibile con la reclusione fino ad un anno. |
εθελοντής ξεναγός, εθελόντρια ξεναγόςsostantivo femminile (in musei ed esibizioni) (σε μουσεία) |
οδηγός, συνοδός(Scozia, specifico: caccia) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
κολλάει στο μπροστινό αυτοκίνητοsostantivo femminile (οδηγός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δάσκαλος οδήγησηςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un istruttore di scuola guida deve essere dotato di pazienza e sangue freddo. |
φωτεινό παράδειγμαsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È considerato un leader e un modello a cui ispirarsi: è lui lo spirito guida del movimento. |
ξεναγόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) La guida turistica ha portato i visitatori a vedere molte attrazioni locali. Ο ξεναγός πήγε τους επισκέπτες να δουν πολλά τοπικά αξιοθέατα. |
οδηγώ υπό την επήρεια αλκοόλ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rich è stato arrestato per guida in stato di ebbrezza. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τον συνέλαβαν γιατί οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ. |
ξεναγόςsostantivo femminile (persona) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Durante la visita al museo siamo stati accompagnati da una guida turistica. |
διάδρομοςsostantivo maschile (μεταφορικά: χαλί) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εξεταστής σε εξετάσεις οδήγησηςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οδηγός του σκούτερsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκύλος-οδηγόςsostantivo maschile (per non vedenti) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) I labrador vengono generalmente usati come cani guida. |
πνευματικός οδηγόςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
πνευματική καθοδήγησηsostantivo femminile |
οδηγός μελέτηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
τραβέρσα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπολογιστήςsostantivo femminile (όχι ηλεκτρονικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ηχητικός οδηγόςsostantivo femminile |
οδήγηση σε κατάσταση μέθηςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οδήγηση υπό την επήρεια του αλκοόλsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επίδειξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il bibliotecario diede ai nuovi studenti una spiegazione dettagliata sulla procedura di prestito dei libri. |
σχολή οδηγώνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κυματοδηγόςsostantivo femminile (fisica) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παιδί του λαού(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αυτοκίνητο χωρίς οδηγό
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
οδηγίεςsostantivo plurale femminile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Le linee guida del progetto non erano molto chiare, costringendo Amy ad affidarsi al suo intuito. Οι οδηγίες για την εργασία δεν ήταν πολύ ξεκάθαρες και έτσι η Έιμι έπρεπε να κάνει υποθέσεις. |
σημειώσεις
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
υπό το βλέµµα του(figurato) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του guida στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του guida
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.