Τι σημαίνει το manuale στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης manuale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του manuale στο Ιταλικό.

Η λέξη manuale στο Ιταλικό σημαίνει χειροκίνητος, χειροκίνητος, στα χέρια, εγχειρίδιο, εγχειρίδιο, εγχειρίδιο, εγχειρίδιο, χειροποίητος, οδηγός, βιβλίο, με ταχύτητες, χειροκίνητος, αυτοκίνητο με ταχύτητες, κουρδιστός, κουρδιστός, με χειροκίνητο χύσιμο νερού, σύμφωνα με τους τύπους, βιβλίο με φράσεις σε ξένη γλώσσα, συσκευή που κάνει κλικ, χειρονομία, χειροκίνητη πρέσα, χειροκίνητος έλεγχος, χειροκίνητη αντλία, βιβλίο για αρχάριους, εγχειρίδιο χρήσης, χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων, σωματική εργασία, οδηγός επιβίωσης, χειρωνακτική εργασία, βιβλίο αυτοβοήθειας, γκιλοτίνα χαρτιού, χειροκίνητη τυπογραφική πρέσα, κιβώτιο ταχυτήτων, εισαγωγικό βιβλίο, χειρωνακτική εργασία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης manuale

χειροκίνητος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A Paul non piaceva il lavoro manuale così è andato al college e ha studiato letteratura.

χειροκίνητος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La macchina aveva una trasmissione manuale.

στα χέρια

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il violinista aveva una grande abilità manuale.

εγχειρίδιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le nuove reclute dovevano memorizzare il manuale d'armi.

εγχειρίδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fred ha letto il manuale di istruzioni della nuova lavastoviglie.

εγχειρίδιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Volevo risparmiare soldi e ripararmi la macchina da solo, perciò mi sono comprato un manuale di meccanica per auto.

εγχειρίδιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il nuovo dipendente dovette leggere il manuale dello strumento ben quattro volte prima di poterlo toccare.

χειροποίητος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È un lavoro manuale, non il solito prodotto di massa.

οδηγός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La macchina è arrivata insieme a un manuale di venti pagine.

βιβλίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le vendite di enciclopedie costose sono diminuite adesso che internet è così largamente accessibile.

με ταχύτητες

(για αυτοκίνητο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χειροκίνητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È solo una piccola pompa a mano, ma potrebbe essere utile.
Είναι μόνο μια μικρή χειροκίνητη αντλία, αλλά μπορεί να φανεί χρήσιμη.

αυτοκίνητο με ταχύτητες

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Richard non sapeva guidare un'auto con cambio manuale.

κουρδιστός

locuzione aggettivale (orologi, giochi, congegni)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ai miei figli piaceva tantissimo giocare con semplici giocattoli a carica manuale.

κουρδιστός

aggettivo (με το χέρι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με χειροκίνητο χύσιμο νερού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σύμφωνα με τους τύπους

Il mio capo vuole fare le cose secondo le regole.

βιβλίο με φράσεις σε ξένη γλώσσα

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Thelma ha portato con sé un manuale di conversazione nel suo viaggio in Brasile.

συσκευή που κάνει κλικ

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χειρονομία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I ciclisti dovrebbero usare i segnali manuali quando svoltano e si fermano per una maggiore sicurezza stradale.

χειροκίνητη πρέσα

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La mia famiglia usava un torchio manuale per produrre il sidro di mele fatto in casa.

χειροκίνητος έλεγχος

sostantivo maschile

χειροκίνητη αντλία

sostantivo femminile

βιβλίο για αρχάριους

sostantivo maschile (με οδηγίες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La collana "per negati" è una celebre serie di manuali per principianti su qualsiasi argomento che potresti mai voler conoscere.

εγχειρίδιο χρήσης

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Si prega di leggere il manuale d'istruzioni prima di contattare l'assistenza.

χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
L'auto di mio marito ha la trasmissione manuale, la mia invece ha la trasmissione automatica.
Το αυτοκίνητο του άντρα μου έχει ταχύτητες αλλά το δικό μου είναι αυτόματο.

σωματική εργασία

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Una donna incinta non dovrebbe fare del lavoro manuale.

οδηγός επιβίωσης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χειρωνακτική εργασία

sostantivo maschile

Sebbene si usino le macchine per fabbricare la maggior parte dei prodotti, la loro riparazione avviene ancora principalmente attraverso il lavoro manuale.
Αν και οι μηχανές χρησιμοποιούνται στην παραγωγή των περισσοτέρων αγαθών, η επιδιόρθωσή τους γίνεται ακόμα με χειρωνακτική εργασία.

βιβλίο αυτοβοήθειας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γκιλοτίνα χαρτιού

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Fai attenzione a non tagliarti le dita quando usi la taglierina manuale.
Πρόσεχε να μην κόψεις τα δάχτυλά σου όταν χρησιμοποιείς τη γκιλοτίνα.

χειροκίνητη τυπογραφική πρέσα

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per stampare la prima Bibbia a caratteri mobili, Gutenberg usò un torchio a mano.

κιβώτιο ταχυτήτων

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εισαγωγικό βιβλίο

sostantivo maschile

Mi può raccomandare un buon manuale di meccanica auto per principianti?

χειρωνακτική εργασία

sostantivo maschile

Dopo aver completato il tirocinio ottenne un impiego nei lavori manuali.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του manuale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.