Τι σημαίνει το lavorare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lavorare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lavorare στο Ιταλικό.

Η λέξη lavorare στο Ιταλικό σημαίνει εργάζομαι, δουλεύω, δουλεύω, δουλεύω, τυλίγω, διαμορφώνω, εργάζομαι, δουλεύω, κρατάω, δίνω σχήμα, εργάζομαι σκληρά, δουλεύω σκληρά, ζυμώνω, κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι, εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ, κρατάω, εργάζομαι από το σπίτι, δουλεύω σκληρά, κοπιάζω, μοχθώ, επεξεργασία με τόρνο, επανδρώνω, με τα μούτρα στη δουλειά, παρουσιαστής, εκφωνητής, που δουλεύει από το σπίτι, βελόνα πλεξίματος, εργασία από το σπίτι, εμμένω σε κτ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, στύβω το μυαλό μου, υπερβάλλω, έχω λίγη δουλειά, κάνω φιλανθρωπικό έργο, εργάζομαι για κπ, δουλεύω για κπ, δουλεύω σαν τρελός, δουλεύω σαν τρελός, πάω στη δουλειά, πηγαίνω στη δουλειά, παλεύω να κάνω κτ, αναθέτω μια εργασία σε κπ, αντιτίθεμαι σε κτ, εργάζομαι με συγκεκριμένη προθεσμία, εργάζομαι με πιεστική προθεσμία, εργάζομαι αργά το βράδυ, κάνω υπερωρίες, δουλεύω υπό πίεση, εργάζομαι υπό πίεση, ανεβάζω ρυθμούς, πλέκω, εργάζομαι από το σπίτι, δουλεύω από το σπίτι, συνεργάζομαι, συνεργάζομαι, εργάζομαι εξ αποστάσεως, εργάζομαι στον τομέα, δουλεύω για, συνεργάζομαι, εργάζομαι σκληρά, δουλεύω με επιμέλεια, δουλεύω ασταμάτητα, εργάζομαι ασταμάτητα, τριγυρνώ άσκοπα, μου βγαίνει το λάδι/η πίστη, δουλεύω σαν σκυλί, ξεθεώνομαι, δουλεύω σκληρά, εργάζομαι πιο εντατικά, προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου, απεργώ, υπερπροσπαθώ, ιδρώνω για να κάνω κτ, στέλνω κπ να μαθητεύσει, βάζω κπ να κάνει μια δουλειά, κάνω κπ να κάνει μια δουλειά, έχω ως βάση, έχω ως έδρα, εξαντλώ, δουλεύω σαν σκλάβος, δουλεύω σαν σκυλί, δουλεύω σκληρά, δουλεύω για κπ, είμαι στέλεχος, πλακώνομαι σε κτ, πλέκω, κατασκευάζω, διακοσμώ, δουλεύω πάνω σε κάτι, προσπαθώ να ξεπεράσω, βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα, μεταφράζω, συνεργάζομαι με κπ, δουλεύω ως ομάδα, δουλεύω υπερβολικά πολύ, διατίθεμαι για προσωρινή εργασία, πλέκω με βελονάκι, μοχθώ, προχωράω, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ, πλέκω κτ με βελονάκι, κάνω κτ κροσέ, εργάζομαι, δουλεύω, κοπιάζω να κάνω κτ, κοπιάζω να πετύχω κτ, εργάζομαι ως μοντέλο, πετυχαίνω, είμαι σερβιτόρος, είμαι σερβιτόρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lavorare

εργάζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lavora in banca.
Δουλεύει στην τράπεζα.

δουλεύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha lavorato fino a notte fonda.
Δούλευε μέχρι αργά τη νύχτα.

δουλεύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dovremo lavorare fino a tardi per finire questo progetto.

δουλεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il contadino lavorava la terra.

τυλίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha lavorato il filo metallico fino a farlo diventare un cappio.

διαμορφώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il falegname realizza i vari pezzi in un tavolo.

εργάζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Abito qui fin da quando ho iniziato a lavorare.
Ζω εδώ από τότε που εργάστηκα για πρώτη φορά.

δουλεύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Abbiamo lavorato tutta la notte per avere i dati che ci servivano.

κρατάω

verbo intransitivo (μτφ, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Io lavoravo alla cassa mentre Steve spillava la birra.
Εγώ κρατούσα το ταμείο όσο ο Στιβ έβαζε μπύρα.

δίνω σχήμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo voglio lavorare per dargli la forma adatta.

εργάζομαι σκληρά, δουλεύω σκληρά

Nel Medioevo i contadini passavano tutta la vita a faticare.
Οι χωρικοί του Μεσαίωνα περνούσαν όλη τους τη ζωή μοχθώντας.

ζυμώνω

(ζυμάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ζυμώστε τη ζύμη και αφήστε τη να φουσκώσει σε ζεστό μέρος.

κατεργάζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel modellò il metallo nella forma che desiderava.

επεξεργάζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tratta il legno per produrre carbone per cucinare.

εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Attualmente lavoro come cameriera, ma vorrei fare l'attrice.

κρατάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il capo li ha fatti lavorare fino a notte fonda.

εργάζομαι από το σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δουλεύω σκληρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando si prepara un esame, bisogna impegnarsi molto.

κοπιάζω, μοχθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I lavoratori hanno faticato nei campi per tutto il giorno.
Οι εργάτες κόπιαζαν όλοι μέρα στα χωράφια.

επεξεργασία με τόρνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επανδρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Io e i miei amici abbiamo presidiato il baraccone alla fiera.
Εγώ και οι φίλοι μου επανδρώσαμε τον πάγκο στο πανηγύρι.

με τα μούτρα στη δουλειά

(μτφ, καθομιλουμένη)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Miguel ha lavorato sodo per il suo progetto di Storia.

παρουσιαστής, εκφωνητής

(στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Είναι παρουσιαστής σχεδόν από τότε που εφευρέθηκε η τηλεόραση.

που δουλεύει από το σπίτι

verbo intransitivo

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A causa della sua salute cagionevole, Sharon lavora da casa.

βελόνα πλεξίματος

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
È una lana molto grossa, mi sa che dovrò usare i ferri numero 5.

εργασία από το σπίτι

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εμμένω σε κτ

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

στύβω το μυαλό μου

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dobbiamo spremere le meningi per risolvere questo problema.

υπερβάλλω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lavora davvero troppo, fa tre ore di straordinario tutte le sere.

έχω λίγη δουλειά

verbo intransitivo (di negozio)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω φιλανθρωπικό έργο

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εργάζομαι για κπ, δουλεύω για κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δουλεύω σαν τρελός

verbo intransitivo (informale) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Abbiamo lavorato come dei matti per rispettare il termine quasi impossibile che avevi fissato.

δουλεύω σαν τρελός

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hanno lavorato come dei matti per cercare di finire l'inventario prima della riapertura del negozio la mattina seguente.

πάω στη δουλειά, πηγαίνω στη δουλειά

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Preferisco andare presto al lavoro, prima che ci sia troppo traffico.

παλεύω να κάνω κτ

verbo intransitivo (μτφ: προσπαθώ σκληρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναθέτω μια εργασία σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιτίθεμαι σε κτ

(figurato)

εργάζομαι με συγκεκριμένη προθεσμία

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργάζομαι με πιεστική προθεσμία

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργάζομαι αργά το βράδυ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω υπερωρίες

verbo intransitivo

δουλεύω υπό πίεση, εργάζομαι υπό πίεση

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεβάζω ρυθμούς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A questo ritmo, non finiremo mai il lavoro entro giovedì: bisogna andare a ritmi più spediti.

πλέκω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A Kelsey piaceva lavorare a maglia quando era stressata.
Στην Κέσλεϋ άρεσε να πλέκει όταν είχε άγχος.

εργάζομαι από το σπίτι, δουλεύω από το σπίτι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεργάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Όλοι συνεργάστηκαν για να πετύχει η συναυλία.

συνεργάζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Finiremo il lavoro più velocemente se collaboriamo.

εργάζομαι εξ αποστάσεως

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εργάζομαι στον τομέα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mio marito lavora nella contabilità, io invece mi occupo di assistenza tecnica.
Ο σύζυγός μου εργάζεται στο τομέα της λογιστικής και εγώ εργάζομαι στον τομέα της συντήρησης.

δουλεύω για

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lavoro per il governo.
Δουλεύω για την κυβέρνηση.

συνεργάζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Io e Debbie lavoriamo insieme ormai da otto anni.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Συνεργάζομαι με την ομάδα πωλήσεων. Παρακαλώ να συνεργαστείς με τους γείτονές σου για να μειώσετε την εγκληματικότητα στη γειτονιά.

εργάζομαι σκληρά

verbo intransitivo

δουλεύω με επιμέλεια

δουλεύω ασταμάτητα, εργάζομαι ασταμάτητα

verbo intransitivo

τριγυρνώ άσκοπα

μου βγαίνει το λάδι/η πίστη, δουλεύω σαν σκυλί, ξεθεώνομαι

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha lavorato sodo al suo articolo tutta la settimana riuscendo a terminarlo in tempo.
Του βγήκε η πίστη με την εργασία όλη την εβδομάδα αλλά την ετοίμασε στην ώρα της.

δουλεύω σκληρά

verbo intransitivo (πάνω σε κτ)

εργάζομαι πιο εντατικά

verbo intransitivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ci stiamo applicando nella ricerca di metodologie che rispettino maggiormente l'ambiente.

απεργώ

(figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gli operai della fabbrica decisero di incrociare le braccia per via di una contesa relativa alla paga.

υπερπροσπαθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ιδρώνω για να κάνω κτ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στέλνω κπ να μαθητεύσει

verbo transitivo o transitivo pronominale (legale: binding out)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I genitori mandarono il ragazzo a lavorare come apprendista da un calzolaio perché imparasse un mestiere.

βάζω κπ να κάνει μια δουλειά, κάνω κπ να κάνει μια δουλειά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il manager ha messo il nuovo impiegato a lavorare alla compilazione delle fatture.

έχω ως βάση, έχω ως έδρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Φερνάντο έχει ως βάση το γραφείο της εταιρείας στο Σάο Πάολο.

εξαντλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δουλεύω σαν σκλάβος, δουλεύω σαν σκυλί

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Janet lavorò sodo sui compiti a casa e ricevette una A.
Η Τζάνετ δούλεψε σαν σκλάβος για την εργασία της και πήρε άριστα.

δουλεύω σκληρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mark lavora sodo per una misera paga.

δουλεύω για κπ

verbo intransitivo

Tom lavora per la signora Pritchard svolgendo attività di giardinaggio e riparazione.

είμαι στέλεχος

(με γενική: όχι για άτομο)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Είμαι στέλεχος της ομάδας πωλήσεων.

πλακώνομαι σε κτ

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

Sto lavorando sodo da giorni ma mi sembra di non andare da nessuna parte!

πλέκω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter si è fatto a maglia una sciarpa perché si annoiava.
Ο Πήτερ έπλεξε ένα κασκόλ για τον εαυτό του γιατί βαριόταν.

κατασκευάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (industria)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred ha prodotto i pezzi a macchina molto attentamente.
Ο Φρεντ κατασκεύασε τα μέρη με πολλή προσοχή.

διακοσμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δουλεύω πάνω σε κάτι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Devi davvero lavorare sul controllo del tuo carattere. Devo lavorare un po' sulla mia pazienza.
Πρέπει πραγματικά να δουλέψεις πάνω στο να συγκρατείς τα νεύρα σου.

προσπαθώ να ξεπεράσω

(figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Πέρασε χρόνια προσπαθώντας να ξεπεράσει τον θάνατο των γονιών του σε ένα ατύχημα.

βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα

(figurato) (καθομ: για να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Abbiamo sudato sette camicie per far eleggere il nostro candidato.

μεταφράζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alex si guadagna da vivere facendo traduzioni.

συνεργάζομαι με κπ

verbo intransitivo

Siete pregati di collaborare con i vostri vicini per abbassare il livello di criminalità del quartiere.
Παρακαλώ, συνεργαστείτε με τους γείτονές σας, προκειμένου να μειωθεί η εγκληματικότητα στη γειτονιά.

δουλεύω ως ομάδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δουλεύω υπερβολικά πολύ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διατίθεμαι για προσωρινή εργασία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλέκω με βελονάκι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Denise sta imparando a lavorare all'uncinetto.

μοχθώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προχωράω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho molto da fare ma sto lavorando lentamente a ritmo costante. Gli affari scarseggiano al momento, ma noi continuiamo lentamente a lavorare.

χρησιμοποιώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stefan è un artigiano che lavora con il ferro e l'oro.

χρησιμοποιώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Πρέπει να χρησιμοποιήσεις τα υλικά που έχεις.

πλέκω κτ με βελονάκι, κάνω κτ κροσέ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Adriene ha fatto un berretto all'uncinetto per sua nipote.

εργάζομαι, δουλεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Oggi ho lavorato per quindici ore.
Σήμερα δούλεψα 15 ώρες.

κοπιάζω να κάνω κτ, κοπιάζω να πετύχω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tutti i traduttori lavorano sodo per realizzare il dizionario nel miglior modo possibile.
Όλοι οι μεταφραστές εργάζονται σκληρά για να κάνουν το λεξικό όσο καλύτερο γίνεται.

εργάζομαι ως μοντέλο

(femmina)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha fatto la modella professionista per tre anni.
Εργάστηκε ως επαγγελματίας μοντέλο για τρία χρόνια.

πετυχαίνω

(έχω επιθυμητό αποτέλεσμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il coordinatore della campagna elettorale ha reso possibile l'elezione del presidente.
Ο υπεύθυνος της εκστρατείας πέτυχε την εκλογή του προέδρου.

είμαι σερβιτόρος, είμαι σερβιτόρα

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Fa il cameriere in quel ristorante da due anni.
Είναι σερβιτόρος σε εκείνο το εστιατόρια εδώ και δύο χρόνια.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lavorare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.