Τι σημαίνει το un στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης un στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του un στο Ιταλικό.
Η λέξη un στο Ιταλικό σημαίνει ένας, μία/μια, ένα, ένας, μια, ένα, ένας, μία/μια, ένα, ένας, -, ωριαίος, που έχει άδεια, που έχει ειδική άδεια, συμβατικός, φυτικός, που μπορεί να ονομαστεί, σύμφωνος, συναινών, διαγραμμένος, εναλλασσόμενος, οφιοειδής, ετήσιος, αμέσως, πάραυτα, αυτοστιγμεί, στιγμιαία, στιγμιαία, αναπάντεχα, ξαφνικά, κάπου αλλού, προηγουμένως, στο εξωτερικό, που είναι πιο μπροστά, κοίτα, δες, λίγο πιο πέρα, λίγο μετά, λίγο πιο κάτω, μόνιμο πρόγραμμα του λογισμικού της ROM, λίγος, ελάχιστος, τίποτα, μηδέν, ερωτών, πνεύμα των καιρών, ερμηνευτής μονολόγου, σολίστ, παιδί, παιδαρέλι, μωρό, δύσκολη υπόθεση, φαύλος κύκλος, κοίτη ρυακιού, διατίμηση, αναβάλλω, ορκίζομαι, κάνω μια σύγκριση, εξαπατώ, ξεγελώ, κοροϊδεύω, αρρωσταίνω, ταξιδεύω, τηλεφωνώ σε κπ, την φέρνω σε κπ, ρίχνω μια ματιά, χειροκροτάω, χειροκροτώ, κηρύττω, πέφτω, σφυρίζω, πουλάω, πουλώ, ορμώ, χιμάω, αποβάλλω, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, μουρμουράω, παριστάνω, κάνω δωρεά, βρωμάω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα, εκτινάσσομαι, επιδρώ, συμβάλλω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, βγαίνω, γουρουνιάζω, περιδρομιάζω, πληρώνω, βλέπω κπ/κτ φευγαλέα, χαστουκίζω, φαντάζομαι, δεματιάζω, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω μούσκεμα, τηλεφωνώ, διακόπτω, συγκρατώ, κορνιζαρισμένος, παιδικός, παιδιάστικος, αρκετός, γρήγορος, τοπικά, κραυγαλέα, άγρια ματιά, ενημέρωση, ολόσωμος, βρίσκω χρόνο, ρίχνω μια ματιά, αποβάλλω, γαλακτωματοποιούμαι, παίρνω έναν υπνάκο, κάνω φαλτσοστέκα, κάνω φαλτσαστέκα, κάνω φαλτσοστεκιά, κλαγγάζω, μουγκρίζω, χάνω τον έλεγχο, ξεκινάω, ξεκινώ, εγχειρίζω, ξεκινώ, φεύγω, βγάζω παρατσούκλι, κολλώ παρατσούκλι, πιέζω, συνοδεύω, χτυπάω, χτυπώ, χαστουκίζω, μετονομάζω, χτυπάω, χτυπώ, από το πλάι, από τη μία μεριά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης un
ένας, μία/μια, έναarticolo (quantità approssimata) Avrà un migliaio di libri. // Ho appena vinto un milione di sterline! Μόλις κέρδισα ένα εκατομμύριο λίρες! |
ένας, μια, ένα(maschile) (άρθρο αόριστο: Δεν δηλώνει συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ένας, μία, ένα).) Tania sta mangiando un gelato. Η Τάνια τρώει παγωτό. Στον Χάρι αρέσει να τρώει ομελέτα για πρωινό. |
ένας, μία/μια, ένα(art. indeterm. maschile) C'è un mostro sotto il mio letto. Υπάρχει ένα τέρας κάτω από το κρεβάτι μου. |
ένας(maschile) (άρθρο αόριστο: Δεν δηλώνει συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ένας, μία, ένα).) Questo è un momento storico. Ήταν μια ιστορική στιγμή. |
-(art. indeterm. maschile) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Μου αρέσουν οι προκλήσεις. |
ωριαίοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La stazione trasmette principalmente musica con notiziari orari. |
που έχει άδεια, που έχει ειδική άδεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμβατικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'accordo contrattuale dice che a me spetta il 15% dei profitti. |
φυτικός(ιατρική: κατάσταση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που μπορεί να ονομαστείaggettivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σύμφωνος, συναινών
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαγραμμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εναλλασσόμενοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I genitori si alternano la custodia; il padre vede la figlia a fine settimana alterni. |
οφιοειδής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ετήσιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αμέσως, πάραυτα, αυτοστιγμεί(την ίδια στιγμή) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στιγμιαία
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'immagine dell'esplosione fu trasmessa istantaneamente in tutto il mondo. |
στιγμιαία
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αναπάντεχα, ξαφνικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Improvvisamente ho sentito un rumore in cucina. |
κάπου αλλούavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Quando videro il menu decisero di andare a pranzo altrove. Le mie chiavi devono essere altrove, perché non sono dove le lascio abitualmente. |
προηγουμένωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στο εξωτερικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που είναι πιο μπροστάlocuzione aggettivale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοίτα, δες
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Guarda, amico! Quella macchina è troppo figa. Για κοίτα, φίλε! Αυτό το αυτοκίνητο είναι τέλειο! |
λίγο πιο πέρα, λίγο μετά, λίγο πιο κάτω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La fattoria è un pezzetto più in giù sulla strada. |
μόνιμο πρόγραμμα του λογισμικού της ROM(informatica) (Η/Υ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Queste funzioni sono incorporate nel firmware e difficili da aggiornare. |
λίγος, ελάχιστοςsostantivo femminile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) "Conosci il francese?" "Ho solo un'infarinatura." «Ξέρεις γαλλικά;» «Μόνο τα βασικά». |
τίποτα, μηδέν(αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ερωτών(generico, formale) (επίσημο) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
πνεύμα των καιρών(ηθικό, πολιτικό κλπ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ερμηνευτής μονολόγουsostantivo maschile (για θέατρο) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σολίστ(μουσική) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
παιδί, παιδαρέλι, μωρόsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Non ci si può aspettare che un bambino capisca il mercato azionario. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι παιδί ακόμα. Τι περιμένεις να ξέρει για τη ζωή και τις δυσκολίες τις; |
δύσκολη υπόθεση(figurato: compito arduo) Tradurre 300 pagine di testi legali in 3 giorni? Questa sì che è un'impresa. |
φαύλος κύκλος
È un vero paradosso: per avere un lavoro serve esperienza, ma per farsi l'esperienza serve un lavoro. Είναι πραγματικά παράδοξο: για να βρεις δουλειά απαιτείται πείρα, αλλά για να αποκτήσεις πείρα απαιτείται δουλειά. |
κοίτη ρυακιού(di un fiume o di un torrente) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διατίμηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναβάλλω(informale: rimandare, rifiutare) (για άλλη στιγμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oggi non possiamo incontrarci. Possiamo fare la prossima settimana? Δεν μπορώ να βρεθούμε απόψε. Να το αναβάλουμε για την άλλη εβδομάδα; |
ορκίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il presidente giurò di difendere la costituzione. |
κάνω μια σύγκριση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La gente mi paragona sempre a Julia Roberts. |
εξαπατώ, ξεγελώ, κοροϊδεύω(figurato: imbrogliare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jane cercò di incastrare la madre con il classico "dormo a casa della mia amica", ma la madre si ricordò di quando era adolescente e non ci cascò per nulla. |
αρρωσταίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ieri, mi sono ammalato al punto di non poter andare al lavoro. Spero di non ammalarmi quest'inverno. Χθες αρρώστησα τόσο πολύ που δεν μπορούσα να πάω στη δουλειά. Ελπίζω να μην αρρωστήσω φέτος τον χειμώνα. |
ταξιδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τηλεφωνώ σε κπ
|
την φέρνω σε κπ(καθομιλουμένη) |
ρίχνω μια ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) «Μπορώ να σας βοηθήσω με κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ. Απλά χαζεύω.» |
χειροκροτάω, χειροκροτώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il pubblico applaudì fragorosamente all'arrivo della banda sul palco. Το κοινό χειροκρότησε δυνατά όταν ανέβηκε στη σκηνή η μπάντα. |
κηρύττω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un uomo arrabbiato stava predicando all'angolo della strada. Ένας θυμωμένος άνδρας έκανε κήρυγμα στη γωνία του δρόμου. |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pila di libri non sembrava molto stabile; John gli diede un colpetto e ruzzolarono a terra. // Scivolò su una buccia di banana e ruzzolò dalle scale. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η στοίβα με τα βιβλία δεν φαινόταν πολύ σταθερή· ο Τζον την σκούντηξε και αυτή έπεσε στο πάτωμα. |
σφυρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο βοσκός σφύριξε στον σκύλο του. |
πουλάω, πουλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ambulante è stato multato per aver venduto in strada senza licenza. |
ορμώ, χιμάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jeffrey sfrecciò per il negozio. |
αποβάλλω(aborto spontaneo) (για εγκυμοσύνη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραπονιέμαι, γκρινιάζω, μουρμουράω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παριστάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω δωρεά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se volete contribuire collegatevi al sito dell'associazione benefica. Μπες στην ιστοσελίδα του φιλανθρωπικού σωματείου αν θέλεις να κάνεις δωρεά. |
βρωμάω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα(informale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questi vestiti puzzano in modo insopportabile. Non li hai lasciati stesi abbastanza ad asciugare. |
εκτινάσσομαι(di quantità) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Compra tutto ciò che puoi adesso, perché in estate i prezzi si impenneranno! Αγόρασε όσο πιο πολλά μπορείς τώρα επειδή το καλοκαίρι οι τιμές θα εκτιναχθούν. |
επιδρώ, συμβάλλω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(specialmente di veicoli a motore) L'automobile sfrecciò in una nuvola di gas di scarico. |
βγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È bello vestirsi bene e uscire per una serata in città. Είναι ωραίο να ντύνεσαι καλά και να βγαίνεις για να χαρείς τη νυχτερινή ζωή της πόλης. |
γουρουνιάζω, περιδρομιάζωverbo riflessivo o intransitivo pronominale (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il Martedì Grasso è un giorno per abbuffarsi prima che inizi la Quaresima. |
πληρώνω(avere un determinato prezzo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βλέπω κπ/κτ φευγαλέα
Tom intravedeva il sole attraverso le nuvole. |
χαστουκίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy schiaffeggiò Carl quando scoprì che lui l'aveva tradita. Η Γουέντυ χαστούκισε τον Καρλ όταν έμαθε πως την απατούσε. |
φαντάζομαι(raffigurarsi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Uno schizzo ti aiuterà ad immaginare il progetto del tuo giardino. |
δεματιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω μούσκεμα(colloquiale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τηλεφωνώ(al telefono) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chiamiamola un attimo e sentiamo quali sono i piani. Ας της τηλεφωνήσουμε για να ελέγξουμε τα σχέδια. |
διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo dovuto interrompere la vacanza quando Jim si è rotto la caviglia. |
συγκρατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κορνιζαρισμένος(foto, quadri, ecc.) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Trudy ha appeso alcune stampe incorniciate alle pareti. Η Τρούντι κρέμασε μερικές κορνιζαρισμένες αφίσες στους τοίχους. |
παιδικός, παιδιάστικος(atto, gesto) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Μου έσκασε ένα παιδιάστικο (or: παιδικό) χαμόγελο και είπε: «Ας το δοκιμάσουμε!». |
αρκετόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha 85 anni, perciò dev'essere andato in pensione da abbastanza tempo. |
γρήγορος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τοπικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κραυγαλέα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
άγρια ματιάsostantivo femminile |
ενημέρωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Prima di qualsiasi intervento di polizia è essenziale dare istruzioni all'intera squadra. |
ολόσωμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βρίσκω χρόνο(tempo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puoi liberarti un po' per passare del tempo con lei? |
ρίχνω μια ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποβάλλω(aborto spontaneo) (για εγκυμοσύνη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γαλακτωματοποιούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίρνω έναν υπνάκο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω φαλτσοστέκα, κάνω φαλτσαστέκα, κάνω φαλτσοστεκιά(ζαργκόν: μπιλιάρδο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλαγγάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'armatura pesante sferragliava mentre camminava. |
μουγκρίζω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cody ha salutato il collega che gli ha grugnito in risposta. Ο Κόντυ χαιρέτησε τον συνάδελφό του που μούγκρισε για απάντηση. |
χάνω τον έλεγχο(psiche) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se non ti prendi qualche giorno di ferie per rilassarti finirai per esaurirti. |
ξεκινάω, ξεκινώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Con gli zaini pieni e l'animo felice partirono per la loro ricerca. |
εγχειρίζω(chirurgia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cane di Julie sarà operato domani. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο χειρουργός κάνει επέμβαση στην κα. Γουίλις για τις πέτρες στη χολή της. |
ξεκινώ, φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βγάζω παρατσούκλι, κολλώ παρατσούκλι(σε κάποιον) I compagni di classe di Patricia la soprannominarono "quattrocchi" perché portava gli occhiali. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στον πρώτο αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δόθηκε η προσωνυμία (or: το προσωνύμιο) «Αύγουστος». |
πιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nobile ha impresso il suo sigillo nella cera. Ο ευγενής πίεσε τη σφραγίδα του πάνω στο κερί. |
συνοδεύω(cibo: contorni) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per accompagnare la bistecca ho ordinato un contorno di patate dolci. // Le nostre omelette sono accompagnate da insalata o patatine. Οι ομελέτες μας συνοδεύονται από σαλάτα ή πατάτες τηγανιτές. |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Τον χτύπησα κατά λάθος στο κεφάλι με το φτυάρι μου. |
χαστουκίζω([qlcn], intenzionalmente) (με την παλάμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μετονομάζω(κάποιον/κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il comune ha rinominato la via "Palm Boulevard". |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
από το πλάι, από τη μία μεριά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Helen ha dato lateralmente un'occhiata alla ragazza vicino a lei. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του un στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του un
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.