Τι σημαίνει το altri στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης altri στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του altri στο Ιταλικό.

Η λέξη altri στο Ιταλικό σημαίνει άλλος, άλλος ένας, κι άλλος ένας, άλλος, άλλος, διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλος, άλλος, άλλος ένας, κι άλλος ένας, άλλος, άλλος, άλλος, άλλος, επιπρόσθετος, ακόμη, επιπρόσθετος, δεύτερος, άλλος, άλλος ένας, αλλαγμένος, γραφικός, με άλλα λόγια, σαν όλους τους άλλους, που είναι πιο μπροστά, μη μεταβιβάσιμος, μεταξύ άλλων, κατά τα άλλα, με άλλον τρόπο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης altri

άλλος

aggettivo

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Non quella maglia, quell'altra.
Όχι αυτό το πουκάμισο, το άλλο.

άλλος ένας, κι άλλος ένας

(ulteriore)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vorrei un'altra tazza di caffè, per favore.
Θα ήθελα ακόμα ένα (or: ακόμη ένα) φλιτζάνι καφέ, παρακαλώ.

άλλος

aggettivo (alternativa, differenza)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Non posso indossare quel vestito rosa! Hai qualcos'altro?
Δε μπορώ να φορέσω αυτό το ροζ φόρεμα! Κάτι άλλο δεν έχεις;

άλλος, διαφορετικός, αλλιώτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'è un'altra soluzione al problema?
Υπάρχει άλλη λύση στο πρόβλημα;

άλλος

aggettivo

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Quanta altra gente viene?
Πόσοι ακόμα θα έρθουν;

άλλος

aggettivo (aggiunta, misura maggiore)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Prendo le mele, ma cos'altro hai?
Θα πάρω τα μήλα, αλλά τι άλλο έχεις;

άλλος ένας, κι άλλος ένας

pronome

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Prima Alfie ha mangiato un biscotto, poi ne ha mangiato un altro.
Πρώτα, ο Αλ έφαγε ένα μπισκότο, μετά έφαγε ακόμα ένα (or: ακόμη ένα).

άλλος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ho solo un'altra cosa da fare.
Έχω ακόμα ένα πράγμα να κάνω.

άλλος

aggettivo (όχι ο ίδιος)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Questa è tutta un'altra storia.
Αυτή είναι εντελώς διαφορετική (or: μια εντελώς διαφορετική) υπόθεση.

άλλος

aggettivo

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
In altri tempi lo si faceva diversamente.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σε άλλες εποχές οι άνθρωποι το έκαναν διαφορετικά.

άλλος

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
I gemelli sono così simili che non riesco a distinguere l'uno dall'altro.

επιπρόσθετος

(παραπάνω από το κανονικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Πήρε έξτρα χρήματα για τις παραπάνω ώρες που δούλεψε.

ακόμη

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Θα ήθελα ένα καλό αυτοκίνητο και πολλά πράγματα ακόμη.

επιπρόσθετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Avremo bisogno di altro personale per terminare questo progetto. // Un altro vantaggio del nuovo forno è il fatto di essere autopulente.
Θα χρειαστεί να προσλάβουμε και άλλο προσωπικό για να τελειώσουμε αυτό το πρότζεκτ.

δεύτερος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vorrei un'altra tazza di tè, per cortesia.

άλλος, άλλος ένας

aggettivo

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Questa guerra sembra un nuovo Vietnam.

αλλαγμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

γραφικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Che cottage pittoresco con il tetto di paglia!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κοίτα πόσο γραφικά είναι τα άσπρα σπιτάκια με τα μπλε παντζούρια!

με άλλα λόγια

avverbio (come intercalare)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mi piacerebbe uscire, ma ho tante cose da fare... Insomma, non ho tempo.
Θα μου άρεσε πολύ να πάω αλλά έχω πολλά να κάνω...με άλλα λόγια, δεν έχω χρόνο.

σαν όλους τους άλλους

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Era un giorno qualsiasi quando l'auto si schiantò nel loro soggiorno.
Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μέχρι που το αυτοκίνητο εισέβαλε στο σαλόνι τους.

που είναι πιο μπροστά

locuzione aggettivale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μη μεταβιβάσιμος

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταξύ άλλων

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Abbiamo visto parecchi vecchi amici al corteo, tra gli altri i nostri ex vicini di casa.

κατά τα άλλα

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Talvolta mio zio può risultare antipatico, ma sotto altri aspetti è un brav'uomo.

με άλλον τρόπο

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si accorse presto che avrebbe dovuto mantenersi in altro modo.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του altri στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.