Τι σημαίνει το accendere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης accendere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του accendere στο Ιταλικό.
Η λέξη accendere στο Ιταλικό σημαίνει ανάβω, ανοίγω, ανάβω τσιγάρο, ανάβω, ανάβω, φωτίζω, ανάβω, ανάβω, ανοίγω, ανάβω, ανοίγω, ενθουσιάζω, ανάβω, -, ανάβω, τροφοδοτώ, βάζω μπρος, εξάπτω, ανάβω, ανάβω, βάζω μπροστά, βάζω μπρος, ετοιμάζω, προετοιμάζω, ανάβω, βάζω σε λειτουργία, ανάβω, ενεργοποιώ, πυροδοτώ, ανάβω, ζωηρεύω, ζωντανεύω, βάζω σε λειτουργία, διεγείρω, θέτω σε λειτουργία, βάζω σε λειτουργία, τονώνω, αναζωογονώ, πυροδοτώ, φουντώνω, ξεκινώ, παίρνω δάνειο, ανάβω, ανοίγω, καπνίζω το ένα μετά το άλλο, βάζω δεύτερη υποθήκη, ξανανάβω, καπνίζω το ένα μετά το άλλο, εξάπτω, διεγείρω, ξεσηκώνω, βάζω μπροστά με τα καλώδια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης accendere
ανάβω, ανοίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Carl accese la radio per ascoltare le notizie. |
ανάβω τσιγάροverbo transitivo o transitivo pronominale (una sigaretta) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando tirò fuori una sigaretta e la accese, molte persone lasciarono la stanza. ΝEW: Άναψε τσιγάρο και ξεκίνησε να μας λέει την ιστορία της. |
ανάβωverbo transitivo o transitivo pronominale (una sigaretta) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rob accese una sigaretta. Ο Ρομπ άναψε ένα τσιγάρο. |
ανάβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La scintilla ha acceso l'esca e in un attimo il fuoco ha iniziato a scoppiettare nel caminetto. |
φωτίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alla fine ha trovato la lampada per illuminare la stanza. Il sindaco schiacciò l'interruttore per accendere le luci dell'albero di Natale. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Βρήκε επιτέλους τη λάμπα για να φωτίσει (or: δώσει φως) στο δωμάτιο. |
ανάβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Darò fuoco alla benzina per accendere il fuoco. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Άναψα ένα σπίρτο για να το δω να καίγεται. |
ανάβω, ανοίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stava diventando buio, perciò Rahul accese la luce. |
ανάβω, ανοίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (dispositivi elettronici) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενθουσιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: animare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quella nuova canzone orecchiabile ha acceso gli animi di tutto il paese. |
ανάβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Accedi le luci per favore? Sta diventando buio. Θα ανάψεις τα φώτα; Αρχίζει να σκοτεινιάζει. |
-verbo transitivo o transitivo pronominale (turn on) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Potresti accendere la radio? Μπορείς να ανοίξεις το ραδιόφωνο; |
ανάβωverbo transitivo o transitivo pronominale (sigaretta, sigaro, ecc.) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τροφοδοτώverbo transitivo o transitivo pronominale (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovresti accendere la caldaia con il carbone di antracite. |
βάζω μπροςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vai avanti e accendi il motore. |
εξάπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (λόγιος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La vista ha acceso la sua immaginazione. |
ανάβωverbo transitivo o transitivo pronominale (σπίρτο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per illuminare le candele devi prima accendere un fiammifero. |
ανάβωverbo transitivo o transitivo pronominale (dispositivo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω μπροστά, βάζω μπροςverbo transitivo o transitivo pronominale (motori, macchinari) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Accendi il computer e fai il login alla rete. Βάλε μπροστά τον υπολογιστή σου και συνδέσου στο δίκτυο. |
ετοιμάζω, προετοιμάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (musica, luci) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανάβω(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω σε λειτουργίαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: far cominciare) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lucie ha acceso il computer e ha cliccato sull'icona delle email. |
ανάβωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il suo bacio gli ha acceso ancor più la passione. |
ενεργοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avviate la macchina premendo questo pulsante. Θέσε σε λειτουργία τη μηχανή πατώντας αυτό το κουμπί. |
πυροδοτώ(μτφ: αισθήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il discorso appassionato del Presidente eccitò il pubblico. |
ανάβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζωηρεύω, ζωντανεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'organista suona gli inni troppo lentamente. Dovrebbe vivacizzarli un po'. |
βάζω σε λειτουργίαverbo transitivo o transitivo pronominale (meccanica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho premuto il pulsante d'accensione, messo in moto il motore e sono decollato verso un cielo azzurro. Πάτησα το κουμπί εκκίνησης, έβαλα σε λειτουργία τη μηχανή και απογειώθηκα στον καθαρό γαλανό ουρανό. |
διεγείρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La scena toccante del film stimolò le emozioni di Dave e le lacrime cominciarono a scendere dai suoi occhi. Η συγκινητική σκηνή στην ταινία διέγειρε τα συναισθήματα του Ντέιβ και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. |
θέτω σε λειτουργία, βάζω σε λειτουργίαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τονώνω, αναζωογονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πυροδοτώ, φουντώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'amicizia con sua sorella aveva innescato tale gelosia. Η ζήλια της πυροδοτήθηκε από τη φιλία του με την αδερφή της. |
ξεκινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Metti in moto la macchina. È ora di partire. Βάλε μπρος το αυτοκίνητο, είναι ώρα να φεύγουμε. |
παίρνω δάνειο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανάβω, ανοίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (φως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Accendo sempre la luce quando entro nella stanza. |
καπνίζω το ένα μετά το άλλοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω δεύτερη υποθήκηverbo transitivo o transitivo pronominale |
ξανανάβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καπνίζω το ένα μετά το άλλοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξάπτω, διεγείρω, ξεσηκώνω(figurato: incitare) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il discorso ispiratore infiammò la platea. Η εμψυχωτική ομιλία ξεσήκωσε το κοινό. |
βάζω μπροστά με τα καλώδιαverbo transitivo o transitivo pronominale (auto: senza chiavi) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του accendere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του accendere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.