Τι σημαίνει το abbastanza στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης abbastanza στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του abbastanza στο Ιταλικό.
Η λέξη abbastanza στο Ιταλικό σημαίνει αρκετά, αρκετά, αρκετά, αρκετός, κάπως, λίγο, επαρκώς, αρκετός, επάρκεια, πολύ, ιδιαίτερα, αρκετά καλά, αρκετά, αρκετά, αρκετά, αρκετά, αρκετά, αρκετά, μάλλον, σχετικά, αρκούντως, αρκετά, επαρκώς, κυρίως, αρκετά, στερημένος, ανεπαρκής, αρκετά καλός, αρκετά καλός, αρκετά κοντά σε σχέση με, όχι αρκετά καλός, αρκετά κοντινός, αγανακτισμένος, αρκετά μεγάλος, αρκετά καινούριος, αρκετά συχνά, αρκετά μακριά, αν το επιτρέψει ο χρόνος, βαρέθηκα, βαρέθηκα, κουράστηκα, έχω μπουχτίσει, έχω βαρεθεί, έχω κουραστεί, βαρέθηκα, κουράστηκα, μπουχτίζω, μπαφιάζω, κουράστηκα, μπούχτισα, σιχάθηκα, βαρέθηκα, κουράζομαι από κτ/κπ, έχω αρκετό, αρκετά κοντά έτσι ώστε, αρκετά συχνά, αρκετά καλά, εγκαίρως, αρκετά, δεν αντέχω άλλο, βαρέθηκα, είμαι μέχρι εδώ με κπ/κτ, ικανός, άξιος, βαρέθηκα να κάνω κτ, βαριέμαι, μπουχτίζω, μπουχτίζω, βαριέμαι, κουράζομαι, βαρέθηκα, κουράστηκα, βαρέθηκα, κουράστηκα, μπούχισα, βαρέθηκα να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης abbastanza
αρκετάavverbio (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Prego di avere sempre abbastanza per vivere. Προσεύχομαι να έχουμε πάντα αρκετά για να ζούμε. |
αρκετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ha lavorato abbastanza da poter sostenere la sua famiglia. |
αρκετάavverbio (sufficientemente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È abbastanza interessante, ma non ho comunque intenzione di comprarlo. Είναι αρκετά ενδιαφέρον, αλλά και πάλι δε θέλω να το αγοράσω. |
αρκετός(ποσότητα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo denaro sufficiente per questo pasto? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο μισθός μου δεν είναι επαρκής για να πάω διακοπές. |
κάπως, λίγο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sono abbastanza stufo delle tue continue lamentele. Έχω αρχίσει να βαριέμαι λίγο τα συνεχή παράπονα σου. |
επαρκώςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αρκετόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha 85 anni, perciò dev'essere andato in pensione da abbastanza tempo. |
επάρκεια(από κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πολύ, ιδιαίτεραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questo ristorante è abbastanza buono, lo raccomanderò a mio fratello. Αυτό το εστιατόριο είναι πολύ (or: ιδιαίτερα) καλό. Θα το προτείνω στον αδερφό μου. |
αρκετά καλάavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La squadra ha giocato a sufficienza da aver meritato almeno un pareggio. |
αρκετάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La pasta era piuttosto buona, ma non quanto mi aspettavo. Η μακαρονάδα ήταν αρκετά καλή, αλλά όχι όσο καλή περίμενα. |
αρκετάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È abbastanza costoso, ma lo compro lo stesso. Είναι αρκετά ακριβό, αλλά παρόλα αυτά θα το αγοράσω. |
αρκετάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La casa era stata costruita abbastanza bene e non crollò durante la bufera. Το σπίτι ήταν φτιαγμένο αρκετά καλά και δεν κατέρρευσε όταν χτύπησε η καταιγίδα. |
αρκετάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'auto è abbastanza grande per la nostra famiglia. Αυτό το αυτοκίνητο είναι αρκετά μεγάλο για την οικογένειά μας. |
αρκετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αρκετά, μάλλον, σχετικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Era piuttosto turbato dalle immagini della guerra. // Sono alquanto infastidito dal tuo atteggiamento. Έχω ενοχληθεί κομματάκι με τη συμπεριφορά σου. |
αρκούντως, αρκετά, επαρκώςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ti senti abbastanza preparato per l'esame? Αισθάνεσαι επαρκώς προετοιμασμένος για το τεστ; |
κυρίωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando visiti il Sud mangi praticamente solo cibi fritti. Όταν επισκεφτείς τον Νότο, θα τρως κυρίως τηγανητά φαγητά. |
αρκετάinteriezione (αγανάκτηση) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Basta! Non voglio sentire altro! Φτάνει (or: Αρκεί)! Δε θέλω να ακούσω άλλο. |
στερημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Αν θέλεις κι άλλη τούρτα τότε πάρε το δικό μου κομμάτι. Δεν θα ήθελα να νιώσεις αδικημένος. |
ανεπαρκής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αρκετά καλόςaggettivo Non è il miglior computer in disponibile, ma è abbastanza buono per le mie esigenze. Δεν είναι ο καλύτερος υπολογιστής που υπάρχει, αλλά κάνει για τις ανάγκες μου. |
αρκετά καλός
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Il suo inglese non è ancora perfetto, ma va abbastanza bene. |
αρκετά κοντά σε σχέση μεaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono abbastanza vicino a Sara per capire a pieno i suoi sentimenti. |
όχι αρκετά καλόςaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho sempre pensato di non essere abbastanza bravo. |
αρκετά κοντινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αγανακτισμένος(espressione: essere esasperato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Sembra che tu ne abbia fin sopra i capelli. Cos'è successo? Φαίνεσαι αγανακτισμένος. Τι συμβαίνει; |
αρκετά μεγάλοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hai solo 15 anni, non sei grande abbastanza per avere una carta di credito |
αρκετά καινούριοςlocuzione aggettivale |
αρκετά συχνάavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Vedo abbastanza spesso scoiattoli albini, non sono tanto rari. |
αρκετά μακριάaggettivo (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αν το επιτρέψει ο χρόνος
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
βαρέθηκα(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne ho abbastanza di te! Δε σε αντέχω άλλο! |
βαρέθηκα, κουράστηκα(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono arrabbiato e ne ho abbastanza del suo comportamento. |
έχω μπουχτίσει, έχω βαρεθεί, έχω κουραστεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ne ho abbastanza di vivere in questa casa freddissima. |
βαρέθηκα, κουράστηκα(καθομιλουμένη, μεταφορικά) |
μπουχτίζω, μπαφιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non sopporto più questo lavoro. Ne ho abbastanza. Δεν μπορώ να κάνω άλλο αυτή τη δουλειά, μπούχτισα! |
κουράστηκα, μπούχτισα, σιχάθηκα, βαρέθηκαverbo intransitivo (να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne ho abbastanza delle sue continue lamentele. Ne ho abbastanza dei trattini usati scorrettamente. Με κούρασε η γκρίνια του. Έχω βαρεθεί να βλέπω τις παύλες να χρησιμοποιούνται με λάθος τρόπο. |
κουράζομαι από κτ/κπ
Mi sono stufata delle continue critiche del mio ex fidanzato e così l'ho mollato. |
έχω αρκετόverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρκετά κοντά έτσι ώστεaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ero abbastanza vicino da toccarlo. |
αρκετά συχνάavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Mia figlia ci viene a trovare abbastanza spesso, ma non si ferma a lungo. |
αρκετά καλάavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Parlo francese abbastanza bene, ma non potrei passare per un madrelingua. |
εγκαίρωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È tornata dal lavoro abbastanza presto, così ha potuto preparare la torta di compleanno per la figlia. |
αρκετάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δεν αντέχω άλλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sono stufo di sentir frignare quel bambino! |
βαρέθηκα(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne ho abbastanza del disgustoso linguaggio di quell'uomo. |
είμαι μέχρι εδώ με κπ/κτverbo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ne ho abbastanza di tutte le tue scuse! |
ικανός, άξιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Pensa di essere abbastanza competente da gestire un negozio di queste dimensioni? Πιστεύεις πως είσαι ικανός να διευθύνεις ένα κατάστημα αυτού του μεγέθους; |
βαρέθηκα να κάνω κτ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βαριέμαι, μπουχτίζω(να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπουχτίζω, βαριέμαι, κουράζομαι(informale) (με κάτι, από κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo tutta questa neve non ne posso davvero più dell'inverno! Μετά από όλο αυτό το χιόνι μπούχτισα από τον χειμώνα! |
βαρέθηκα, κουράστηκα
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sono stanco di cercare scarpe per te. Per favore scegline un paio. Βαρέθηκα να ψάχνουμε να σου βρούμε παπούτσια. Διάλεξε κάτι σε παρακαλώ. |
βαρέθηκα, κουράστηκα, μπούχισα
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne ho abbastanza di questi stupidi incontri; saluti! Βαρέθηκα αυτές τις χαζές συνατήσεις. Άντε γεια! |
βαρέθηκα να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ne ho abbastanza di lavare finestre; mi serve un lavoro più eccitante! Βαρέθηκα να πλένω τζάμια. Χρειάζομαι μια πιο ενδιαφέρουσα δουλειά! |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του abbastanza στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του abbastanza
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.