Τι σημαίνει το anima στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης anima στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του anima στο Ιταλικό.
Η λέξη anima στο Ιταλικό σημαίνει ψυχή, ψυχή, ψυχή, άτομο, καρδιά, ουσία, ζωή, ψυχή, άνιμα, φάντασμα στη μηχανή, πνεύμα, θνητός, ψυχή, ψυχή, το νήμα της ζωής, ζωηρεύω, ζωντανεύω, ζωντανεύω, αναζωογονώ, ανεβάζω το θερμόμετρο σε κτ, εμψυχώνω, ενθαρρύνω, τονώνω, αναζωογονώ, ξεσηκώνω, προετοιμάζω, αναζωογονώ, δίνω ζωή σε κτ, ανθρωπιστικός, φιλανθρωπικός, αγαθοεργός, ψυχή τε και σώματι, ολοκληρωτικά, το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν, αδερφή ψυχή, χαμένος, ψυχή, άνθρωπος, πλάσμα, ψυχή ζώσα, ψυχή του γλεντιού, αδερφικός φίλος, αδερφική φίλη, αδελφή ψυχή, σκίζομαι, μου βγαίνει η πίστη, μου βγαίνει το λάδι, αφοσιώνομαι σε κτ, ενοχλώ κάποιον, απολωλός πρόβατο, χαρούμενος, δουλεύω σκληρά για κτ, εργάζομαι σκληρά για κτ, είδος κέικ για την Ημέρα των Ψυχών, συρματάκι δεσίματος, είμαι η ψυχή του/της. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης anima
ψυχήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quando si muore, l'anima va in paradiso. Όταν πεθαίνεις, η ψυχή σου πάει στον παράδεισο. |
ψυχήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ti amo con tutto il mio cuore e la mia anima. Σ' αγαπώ με όλη την καρδιά και την ψυχή μου. |
ψυχή(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ci mette l'anima nella sua arte. Βάζει όλη της την ψυχή στην τέχνη της. |
άτομο(figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il piccolo paese è abitato da qualcosa come trenta anime. |
καρδιάsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mentre Madrid è la capitale, si dice che l'anima della Spagna sia Toledo. |
ουσίαsostantivo femminile (figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La brevità è l'anima del senno (Shakespeare). |
ζωήsostantivo femminile (figurato: persona) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Venti anime hanno perso la vita nel bombardamento. Στον βομβαρδισμό χάθηκαν είκοσι ζωές. |
ψυχήsostantivo femminile (spirito) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άνιμαsostantivo femminile (psicologia: anima e animus) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
φάντασμα στη μηχανή(parte immateriale di una persona) (μτφ: φιλοσοφία, ψυχή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πνεύμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Solo nei film si vede lo spirito di qualcuno staccarsi dal corpo. Μόνο στις ταινίες βλέπεις τη ψυχή κάποιου να βγαίνει απ' το σώμα του. |
θνητός(essere umano) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ψυχή(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'agricoltura è la linfa vitale di quel paese. |
ψυχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
το νήμα της ζωήςsostantivo femminile (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lei lo guardò negli occhi semichiusi mentre la sua vita lo abbandonava lentamente. |
ζωηρεύω, ζωντανεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La festa è stata noiosa finché il gruppo non si è messo a suonare e non l'ha animata. |
ζωντανεύω, αναζωογονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανεβάζω το θερμόμετρο σε κτ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha animato la conversazione menzionando l'ex-moglie di lui. |
εμψυχώνω, ενθαρρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τονώνω, αναζωογονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεσηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: di situazione, festa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le ragazze pon pon sono state bravissime ad animare il pubblico. |
προετοιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il comico ha animato la folla con freddure e battute sceme. Ο κωμικός προετοίμασε το κοινό με αστεία και χαζές φάρσες. |
αναζωογονώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La presenza di Nina ravvivò la festa. |
δίνω ζωή σε κτ(cinema) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανθρωπιστικός, φιλανθρωπικός, αγαθοεργός(spregiativo) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Arriverà qualche buonista a dirti che non si può fare. |
ψυχή τε και σώματιlocuzione avverbiale (καθαρεύουσα, λόγιος) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Miranda ha dato tutta se stessa nella sua esibizione di canto. Η Μιράντα αφιερώθηκε με όλο της το είναι στην εκτέλεση του τραγουδιού. |
ολοκληρωτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν(idiomatico) |
αδερφή ψυχήsostantivo femminile (μεταφορικά) Tutti sperano di trovare un'anima gemella con cui condividere la vita. Όλοι ελπίζουν να βρουν μια αδερφή ψυχή με την οποία να μοιραστούν τη ζωή τους. |
χαμένοςsostantivo femminile (figurato: senza obiettivo) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sta vagando come un'anima in pena. |
ψυχήsostantivo femminile (με άρνηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Erano le due del mattino e per strada non c'era anima viva. |
άνθρωπος, πλάσμα, ψυχή ζώσαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se ti rivelo il mio segreto, devi giurarmi di non dirlo ad anima viva! Non c'è anima viva che sia buona e gentile come te. |
ψυχή του γλεντιού(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi piace uscire con Mark, è l'anima della festa. |
αδερφικός φίλος, αδερφική φίληsostantivo femminile (για φιλική σχέση) Alcune persone credono che ognuno di noi abbia un'anima gemella. Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο καθένας έχει μια αδερφή ψυχή. |
αδελφή ψυχήsostantivo femminile (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Seppe di aver incontrato la sua anima gemella quando scoprì che amavano gli stessi autori. |
σκίζομαι, μου βγαίνει η πίστη, μου βγαίνει το λάδι(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Μη σκιστείς να καθαρίσεις τον χώρο μέχρι το μεσημεριανό. |
αφοσιώνομαι σε κτ
Se vuoi diventare un grande campione devi dedicarti allo sport. |
ενοχλώ κάποιον(irritare [qlcn], infastidire [qlcn]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απολωλός πρόβατοsostantivo femminile (figurato: senza religione) (λόγιο, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha commesso un peccato mortale e adesso il prete lo considera un'anima persa. Διέπραξε θανάσιμο αμάρτημα, και, τώρα, ο ιερέας τον θεωρεί απολωλός πρόβατο. |
χαρούμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δουλεύω σκληρά για κτ, εργάζομαι σκληρά για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (in un lavoro, in un'attività) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είδος κέικ για την Ημέρα των Ψυχών(tortina della festa di Ognissanti) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
συρματάκι δεσίματοςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
είμαι η ψυχή του/τηςverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του anima στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του anima
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.