Τι σημαίνει το umore στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης umore στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του umore στο Ιταλικό.
Η λέξη umore στο Ιταλικό σημαίνει διάθεση, διάθεση, διάθεση, διάθεση, χυμός, διάθεση, διάθεση, διάθεση, ευδιάθετος, κεφάτος, γκρινιάρικος, γκρινιάρης, κακόκεφος, άκεφος, μουτρωμένος, δεν έχω διάθεση, δεν έχω όρεξη, δεν έχω κέφια, καλοδιάθετος, κατσούφης, γκρινιάρης, ήρεμος, κακόκεφος, κακοδιάθετος, κακόκεφος, κακοδιάθετος, ευδιάθετος, κακή διάθεση, καλή διάθεση, καλή διάθεση, διαταραχή της διάθεσης, αγχωμένος, κέφια, εναλλαγές διάθεσης, φτιάχνω ατμόσφαιρα, κάνω ατμόσφαιρα, είμαι στις μαύρες μου, έχω ακεφιές, είμαι στα κάτω μου, στα κέφια μου, γκρίνια, κακή διάθεση, διπολικότητα, ευδιαθεσία, χαρά, μαύρες, κυκλοθυμία, κακοκεφιά, υαλοειδές. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης umore
διάθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Era di buon umore dopo aver passato l'esame. Αφού πέρασε τις εξετάσεις, ήταν σε καλή διάθεση. |
διάθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'umore degli elettori è cattivo, vista l'alta disoccupazione. Στο εκλογικό σώμα επικρατεί κλίμα δυσαρέσκειας εξαιτίας της υψηλής ανεργίας. |
διάθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cerca di scoprire di che umore è il capo prima di chiedere l'aumento. Προσπάθησε να καταλάβεις τι διάθεση έχει το αφεντικό πριν ζητήσεις αύξηση. |
διάθεσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Visto l'attuale umore, non credo sia il momento migliore per chiedere al capo un aumento. Δεδομένης της τωρινής του ψυχολογικής κατάστασης δε νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή για να ζητήσεις αύξηση απ' το αφεντικό. |
χυμόςsostantivo maschile (medicina, obsoleto) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La gente pensava che la salute dipendesse dagli umori. |
διάθεσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'anziano era di buon umore ed era felice di avere ospiti. |
διάθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Era di buon umore dopo aver passato l'anno. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν έχω κέφι για σινεμά απόψε. |
διάθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È in un brutto stato oggi. |
ευδιάθετος, κεφάτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γκρινιάρικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Stai attento: il capo è irritabile stamattina. |
γκρινιάρης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Appena si sveglia, la bambina è sempre scontrosa. Το μωρό είναι πάντα γκρινιάρικο όταν ξυπνάει το πρωί. |
κακόκεφος, άκεφος, μουτρωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dopo la sconfitta, Eddie è rimasto imbronciato per ore. |
δεν έχω διάθεση, δεν έχω όρεξη, δεν έχω κέφια(informale) (καθομ: για κάτι ή να κάνω κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non me la sento di ascoltare le tue bugie. |
καλοδιάθετοςavverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era da molto che non vedevo Jenny di buon umore. È su di morale nonostante il licenziamento. Πάει καιρός από τότε που είδα τη Τζένη καλοδιάθετη. Παρά την απόλυσή του, είναι καλοδιάθετος. |
κατσούφης, γκρινιάρης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'insegnante di pianoforte di Darla è un vecchio signore scontroso. Ο δάσκαλος του πιάνου της Ντάρλα είναι ένας γκρινιάρης γέρος. |
ήρεμος(persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κακόκεφος, κακοδιάθετοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κακόκεφος, κακοδιάθετοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Josh sarà di cattivo umore quando scoprirà che hai mangiato tutta la sua cioccolata. Ο Τζος θα χαλαστεί όταν ανακαλύψει ότι έφαγες τη σοκολάτα του. |
ευδιάθετοςlocuzione avverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho preso un ottimo voto nella mia traduzione di oggi e sono di buon umore. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πήρα άριστα για τη μετάφρασή μου σήμερα και γι' αυτό είμαι ευδιάθετος. |
κακή διάθεσηsostantivo maschile |
καλή διάθεσηsostantivo maschile Quando il sole risplende, mi sento di buon umore. |
καλή διάθεσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A volte è di buon umore, a volte di malumore; non c'è modo di prevederlo. Έχει καλή διάθεση και κακή διάθεση - δεν μπορείς να το προβλέψεις. |
διαταραχή της διάθεσηςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando prendeva le medicine, non sembrava che avesse un disturbo dell'umore. |
αγχωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κέφιαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
εναλλαγές διάθεσηςsostantivo plurale maschile Il disordine bipolare è caratterizzato da cambiamenti d'umore. |
φτιάχνω ατμόσφαιρα, κάνω ατμόσφαιραverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι στις μαύρες μου, έχω ακεφιές, είμαι στα κάτω μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si è appena lasciata con il ragazzo, perciò oggi è un po' giù di corda. |
στα κέφια μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Stasera è di buon umore perché ha appena scoperto di aver ottenuto una promozione. |
γκρίνιαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per qualche motivo sono stato di cattivo umore tutto il giorno. |
κακή διάθεσηsostantivo maschile |
διπολικότηταsostantivo maschile (psichiatria) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ευδιαθεσία, χαράsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sotto sotto, Emily era molto di buon umore. Μες στην καρδιά της, η Έμιλυ, ένιωθε μεγάλη χαρά. |
μαύρες(καθομ: είμαι σε ή έχω) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Vive nella tristezza da quando il ragazzo l'ha lasciata. Έχει της μαύρες της από τότε που έφυγε το αγόρι της. |
κυκλοθυμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κακοκεφιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υαλοειδέςsostantivo maschile (οφθαλμός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του umore στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του umore
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.