Τι σημαίνει το una στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης una στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του una στο Ιταλικό.

Η λέξη una στο Ιταλικό σημαίνει ένα, ένα, ένας, ο ένας, ένας, κανένας, ένα, άσος, κανείς, ένας, μια, ένα, κάποιος, πρώτη του μηνός, του ενός, η πρώτη, την πρώτη, η πρώτη, την πρώτη, εναλλασσόμενος, τριαδικός, χωριστά, ξεχωριστά, μεγαλύτερος εχθρός, διπλό χτύπημα, πάπλουτος, έμπειρος, σχεδιάζω, προσυδατώνομαι, τραβάω απότομα, χαστουκίζω, προσπαθώ, πασχίζω, καταβάλλω προσπάθεια, όποιος από τους δύο, οποιοσδήποτε από τους δύο, διπλό χτύπημα, τραβάω, τραβώ, βάζω τα δυνατά μου, ένας προς έναν, Αγία Τριάδα, απλωμένος, κάθε δεύτερο, ολόκληρος, ένθετος, πατρική φιγούρα, μίζερος, διαζευκτικός, ένας στους χίλιους, που γαμήθηκε, άλλος, ταιριαστός, παραθετικός, ο ένας μετά τον άλλο, σε σειρά, διαδοχικά, με τη σειρά, κομμάτι κομμάτι, ένα ένα, ένας-ένας, μέρα παρά μέρα, ένας ένας, με τη σειρά, δίπλα-δίπλα, το κομμάτι, το καθένα, πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις, κανείς, μια-δυο φορές, ο ένας ή ο άλλος, όλοι για έναν, λίγο, κρατική υπόσταση, πρώτη κορίνα, δυο στην τιμή του ενός, μοναδικός, γκαζοφονιάς, παραμικρή ελπίδα, ο κούκος αηδόνι, παλιά καραβάνα, ο αριθμός ένα, εντυπωσιακό, άλλο ένα, ακόμα ένα, καλό παιδί, γκραν πρι, μετάδοση ειδήσεων, λίγο περισσότεροι από ό,τι θα έπρεπε, λίγο περισσότεροι από όσοι θα έπρεπε, εύθικτος, κπ που μαθαίνει γρήγορα, οδηγός του σκούτερ, αυτός που δεν ξέρει να χάνει, παράθυρο σε κτ, ζωοτεχνία, υπόγειο διαμέρισμα, μεγάλος τζογαδόρος, χωρίς λόγο, χωρίς σκοπό, το να μοιάζει κτ με σκίτσο, τα να είναι κτ σαν ζωγραφιστό, δικός μας, σαν και, αυτός που τρομάζει κπ/κτ, πολέμιος του Brexit, πολέμια του Brexit, με δύο υποψηφίους, λιγούρα, αρκετός, ο ένας τον άλλο, οποιοσδήποτε, όποιος να'ναι, ούτε ένας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης una

ένα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mia figlia sa già contare da uno a dieci.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αντικατέστησε τη μεταβλητή με μονάδα για να έχεις το επιθυμητό αποτέλεσμα.

ένα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La golfista ha scritto un uno sul suo cartoncino segnapunti.

ένας

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho solo bisogno di una cipolla per questa ricetta.
Χρειάζομαι μόνο ένα κρεμμύδι για αυτήν τη συνταγή.

ο ένας

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Uno dei libri costa il doppio dell'altro.
Το ένα βιβλίο κοστίζει δύο φορές όσο το άλλο.

ένας

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Nel taxi ci stanno al massimo quattro passeggeri; uno di noi dovrà andare a piedi.
Το ταξί παίρνει μόνο τέσσερις επιβάτες. Ο ένας από εμάς θα πρέπει να περπατήσει.

κανένας

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Uno non critica mai volentieri, ma non è molto attraente.
Κανείς δεν θέλει να κριτικάρει, αλλά αυτό είναι αποκρουστικό.

ένα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I pronostici sono dieci a uno contro di lui.

άσος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mi sono usciti un uno e un due e ho perso la partita.

κανείς

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

ένας, μια, ένα

(maschile)

(άρθρο αόριστο: Δεν δηλώνει συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ένας, μία, ένα).)
Tania sta mangiando un gelato.
Η Τάνια τρώει παγωτό. Στον Χάρι αρέσει να τρώει ομελέτα για πρωινό.

κάποιος

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Qualcuno ha lasciato un pacco davanti alla porta. Non dovresti lasciare aperta la finestra quando esci: potrebbe entrare qualcuno.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κάποιος έχει αφήσει ένα δέμα στο κατώφλι.

πρώτη του μηνός

sostantivo maschile (del mese)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Non verremo pagati di nuovo fino al primo.
Δε πληρωνόμαστε πριν την πρώτη του μηνός.

του ενός

(χαρτονόμισμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho una banconota da dieci e tre banconote da uno.
Έχω ένα δεκάρικο και τρία δολάρια.

η πρώτη, την πρώτη

sostantivo maschile (giorno del mese) (του μήνα)

In molti paesi c'è la tradizione di farsi gli scherzi il primo aprile.

η πρώτη, την πρώτη

sostantivo maschile (del mese) (του μήνα)

Sono nato il primo giugno 1990.

εναλλασσόμενος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I genitori si alternano la custodia; il padre vede la figlia a fine settimana alterni.

τριαδικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωριστά, ξεχωριστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tutti sono individualmente responsabili per le proprie azioni.

μεγαλύτερος εχθρός

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

διπλό χτύπημα

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πάπλουτος

έμπειρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σχεδιάζω

(απλές γραμμές)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'artista prese un album da disegno e cominciò a disegnare.
Ο ζωγράφος πήρε ένα μπλοκ και ξεκίνησε να σχεδιάζει (or: ζωγραφίζει).

προσυδατώνομαι

(atterrare nell'acqua)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τραβάω απότομα

Ο Σον τράβηξε απότομα το χαρτί από τον εκτυπωτή.

χαστουκίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy schiaffeggiò Carl quando scoprì che lui l'aveva tradita.
Η Γουέντυ χαστούκισε τον Καρλ όταν έμαθε πως την απατούσε.

προσπαθώ, πασχίζω, καταβάλλω προσπάθεια

(fisicamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

όποιος από τους δύο, οποιοσδήποτε από τους δύο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Indossa qualunque dei due vestiti - sembrano tutti e due carini.
Όποιο (or: οποιοδήποτε) από τα δύο φορέματα και να φορέσεις, είναι εξίσου ωραία.

διπλό χτύπημα

sostantivo maschile

Joe mise John al tappeto con un uno-due alla testa e allo stomaco.

τραβάω, τραβώ

(απότομα, με δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anna strattonò le redini del cavallo e si allontanò.

βάζω τα δυνατά μου

(mentalmente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ένας προς έναν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nella struttura di un database la relazione biunivoca comporta che un'entità di una tabella sia associata unicamente a una sola entità di un'altra tabella.
Στη δομή των βάσεων δεδομένων, μια σχέση ένας προς έναν σημαίνει ότι μια οντότητα ενός πίνακα αντιστοιχεί σε μια μοναδική οντότητα ενός άλλου πίνακα.

Αγία Τριάδα

απλωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κάθε δεύτερο

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In questo quartiere passano a raccogliere la spazzatura a giorni alterni.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Επισκέπτομαι τη μητέρα Τετάρτη παρά Τετάρτη.

ολόκληρος

sostantivo maschile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Consideriamo il pacchetto come un tutt'uno.

ένθετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I tavoli annidati possono essere riposti in poco spazio.

πατρική φιγούρα

locuzione aggettivale

Geoffrey sembra un tipo amichevole come uno zio finché non inizia a parlare di politica.
Ο Τζέφρεϋ μοιάζει φιλικός τύπος, μια πατρική φιγούρα, μέχρι να αρχίσει να μιλάει για πολιτικά.

μίζερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαζευκτικός

(με δύο επιλογές)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La questione è spesso presentata come o l'uno o l'altro: o si accetta entusiasti tutte le tecnologie o si resta indietro con i tempi.
Το θέμα διατυπώνεται, συχνά, ως διαζευκτική επιλογή: είτε αποδέχεσαι πρόθυμα κάθε είδους τεχνολογία είτε είσαι παλιομοδίτης.

ένας στους χίλιους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un neonato su mille presenta qualche difetto congenito.

που γαμήθηκε

(gergale: rovinato) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Le ho prestato la bicicletta e quando me l'ha ridata era ridotta uno schifo.
Της δάνεισα το ποδήλατό μου και όταν μου το επέστρεψε ήταν εντελώς χαλασμένο.

άλλος

aggettivo

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ti darò un'altra possibilità.

ταιριαστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παραθετικός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ο ένας μετά τον άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non riuscivo a crederci! Stava seduto lì e si mangiò dieci peperoncini habanero, uno dopo l'altro!

σε σειρά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quattro ristoranti della catena sono stati chiusi uno dopo l'altro.

διαδοχικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Οι φοιτητές στέκονται διαδοχικά για να παραλάβουν τα διπλώματά τους.

με τη σειρά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ha guardato tutti i cavalli uno alla volta finché non ne ha trovato uno da cavalcare.
Κοίταξε όλα τ' άλογα με τη σειρά μέχρι που βρήκε ένα που ήθελε να καβαλήσει.

κομμάτι κομμάτι, ένα ένα

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'agente della dogana esaminò il contenuto della mia borsa pezzo per pezzo.

ένας-ένας

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il commesso ha controllato tutti i dischi dello scaffale uno ad uno per trovare ciò che la cliente voleva. Una ad una le nazioni d'Europa caddero davanti all'avanzata di Napoleone.
Η υπάλληλος έψαξε ένα - ένα τα αρχεία μέχρι που βρήκε αυτό που ήθελε. Τα ευρωπαϊκά έθνη έπεσαν ένα - ένα μπροστά στην επέλαση του Ναπολέοντα.

μέρα παρά μέρα

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La medicina si dovrebbe prendere un giorno sì e uno no.
Το φάρμακο πρέπει να λαμβάνεται μέρα παρά μέρα.

ένας ένας, με τη σειρά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I clienti possono entrare nel negozio uno alla volta.

δίπλα-δίπλα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le due anatre zampettarono l'una accanto all'altra fino al laghetto.

το κομμάτι, το καθένα

pronome

Non posso permettermi di comprare questo vino a 20 dollari l'uno.

πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Natale arriva prima che uno se l'aspetti.

κανείς

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

μια-δυο φορές

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο ένας ή ο άλλος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όλοι για έναν

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λίγο

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chiunque abbia un briciolo di buon senso sa che si tratta di un'idea stupida.

κρατική υπόσταση

sostantivo maschile

Recentemente la regione ha cercato di diventare uno Stato, ma il governo centrale non lo ha riconosciuto.

πρώτη κορίνα

sostantivo maschile (bowling) (μπόουλινγκ)

δυο στην τιμή του ενός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μοναδικός

(figurato: persona speciale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ti amo tantissimo, come te ce n'è uno su un milione!

γκαζοφονιάς

(informale) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παραμικρή ελπίδα

(με άρνηση)

Mio marito potrebbe candidarsi, ma ha ben poche possibilità.

ο κούκος αηδόνι

(informale) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Όχι, η τιμή είναι πολύ υψηλή - θέλει τη μάνα του και τον πατέρα του γι' αυτό το παλιάμαξο.

παλιά καραβάνα

(esperto) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ascolta tuo padre quando si tratta dell'impresa di famiglia; è uno del mestiere.

ο αριθμός ένα

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εντυπωσιακό

(figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hai visto la sposa, con tutta quella pelliccia e quei lustrini? Era uno spettacolo!

άλλο ένα, ακόμα ένα

(in più)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I muffin erano squisiti, perciò ne presi un altro.

καλό παιδί

(colloquiale) (καθομιλουμένη)

Lo scorso fine settimana alla festa ho incontrato Joe. È proprio un bel tipo!

γκραν πρι

sostantivo maschile (Formula 1)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il Gran Premio di Monaco è sempre ricco di emozioni.

μετάδοση ειδήσεων

verbo transitivo o transitivo pronominale (giornalismo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λίγο περισσότεροι από ό,τι θα έπρεπε, λίγο περισσότεροι από όσοι θα έπρεπε

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'ascensore non parte: c'è uno di troppo qui dentro.

εύθικτος

sostantivo maschile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È proprio uno che non sa stare agli scherzi che ha pensato che facessi sul serio!

κπ που μαθαίνει γρήγορα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οδηγός του σκούτερ

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτός που δεν ξέρει να χάνει

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παράθυρο σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζωοτεχνία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπόγειο διαμέρισμα

μεγάλος τζογαδόρος

(informale, gioco d'azzardo)

χωρίς λόγο, χωρίς σκοπό

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το να μοιάζει κτ με σκίτσο, τα να είναι κτ σαν ζωγραφιστό

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δικός μας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puoi dire a Phil quello che facciamo: è uno dei nostri.

σαν και

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυτός που τρομάζει κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολέμιος του Brexit, πολέμια του Brexit

sostantivo maschile (peggiorativo)

με δύο υποψηφίους

locuzione aggettivale (gara, ecc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λιγούρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho voglia improvvisa di uno spuntino, devo trovare qualcosa da mangiare!

αρκετός

(molti)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un cacciavite? Ne ho diversi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν έχω κατσαβίδι; Έχω αρκετά.

ο ένας τον άλλο

pronome

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ai due innamorati piaceva stare l'uno con l'altro più di ogni altra cosa. Lisa sostiene che le donne in accademia debbano aiutarsi l'una con l'altra per andare avanti.
Στο ερωτευμένο ζευγάρι άρεσε όσο τίποτα άλλο το είναι ο ένας με τον άλλο. Η Λίζα πιστεύει ότι οι γυναίκες στην πανεπιστημιακή κοινότητα θα πρέπει να βοηθούν η μια την άλλη για να προχωρήσουν επαγγελματικά.

οποιοσδήποτε, όποιος να'ναι

pronome

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Prendine uno qualunque, non importa quale.
Πάρε όποιο να' ναι. Δεν έχει σημασία ποιο.

ούτε ένας

pronome

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του una στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του una

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.