Τι σημαίνει το abbandonare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης abbandonare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του abbandonare στο Ιταλικό.

Η λέξη abbandonare στο Ιταλικό σημαίνει εγκαταλείπω, αφήνω, εγκαταλείπω, αφήνω, αφήνω, εγκαταλείπω, αφήνω, παρατάω, παρατώ, απορρίπτω, αρνούμαι, κάνω κπ πέρα, παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, απαρνούμαι, παραβιάζω, εγκαταλείπω, παραιτούμαι από κτ, παραδίδω, παραδίνω, εγκαταλείπω, εγκαταλείπω, εγκαταλείπω, παρατώ, απαρνούμαι, εγκαταλείπω, φεύγω, παρατάω, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ, αφήνω, εγκαταλείπω, παρατάω, εγκαταλείπω, αφήνω, αποχωρώ, αφήνω, διώχνω, εγκαταλείπω, ματαιώνω, ακυρώνω, βγαίνω, κωλώνω, βγαίνω, εγκαταλείπω, αφήνω, εγκαταλείπω, παρατάω, αποκηρύσσω, παρατάω, αποχαιρετώ, χαιρετώ, λέω αντίο, αφήνω κτ στο ράφι, αφήνω κτ στον πάγκο, απορρίπτω, βγαίνω, εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ, κάνω στην άκρη, παραδίδω, αυτός που διακόπτει τη φοίτηση, τρέφω ελπίδες για κτ, φεύγω από τον τόπο, φεύγω από τη φωλιά, πεθαίνω, αφήνω κπ χωρίς επίβλεψη, χάνω τις ελπίδες μου, χάνω κάθε ελπίδα, εγκαταλείπω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης abbandonare

εγκαταλείπω, αφήνω

(persona, animale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jack ha lasciato la sua ragazza e non le ha più rivolto parola.
Ο Τζακ εγκατέλειψε την κοπέλα του και δεν της ξαναμίλησε ποτέ.

εγκαταλείπω, αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (luogo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La famiglia ha abbandonato la casa e ha lasciato il paese.
Η οικογένεια εγκατέλειψε το σπίτι της κι έφυγε από τη χώρα.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Susan ha lasciato il libro sul treno.
Η Σούζαν άφησε το βιβλίο της στο τρένο.

εγκαταλείπω, αφήνω

(faccenda)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non abbandonerò questo progetto: ho intenzione di portarlo a termine.
Δε θα εγκαταλείψω αυτό το πρότζεκτ. Σχεδιάζω να το συνεχίσω μέχρι να τελειώσει.

παρατάω, παρατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (persona)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω, αρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κπ πέρα

verbo transitivo o transitivo pronominale (persona, bambino) (καθομιλουμένη, μτφ)

παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando il marito tornò lei abbandonò il ruolo di principale pilastro della famiglia.

απαρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'alcolizzato ha promesso di abbandonare la sua dipendenza.
Ο αλκοολικός ορκίστηκε να εγκαταλείψει τον εθισμό του.

παραβιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εγκαταλείπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nave ha abbandonato un marinaio sull'isola perché aveva rubato delle provviste.
Το πλοίο παράτησε έναν ναύτη στο νησί γιατί έκλεβε προμήθειες.

παραιτούμαι από κτ

Emily abbandonò la sua campagna per condizioni di lavoro migliori rendendosi conto che non avrebbe mai vinto.
Η Έμιλυ εγκατέλειψε την καμπάνια για καλύτερες συνθήκες εργασίας, συνειδητοποιώντας ότι δεν επρόκειτο να κερδίσει ποτέ.

παραδίδω, παραδίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno abbandonato il territorio agli invasori.

εγκαταλείπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il progetto è stato abbandonato quando si è capito che era poco vantaggioso. Ha deciso di abbandonare il corso di geologia.
Αποφάσισε να αφήσει το μάθημα της γεωλογίας.

εγκαταλείπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha abbandonato la scuola prima di diplomarsi. Diversi partecipanti hanno abbandonato il torneo per infortunio.
Παράτησε τις σπουδές του πριν πάρει πτυχίο.Πολλοί διαγωνιζόμενοι εγκατέλειψαν το τουρνουά λόγω τραυματισμών.

εγκαταλείπω, παρατώ

(colloquiale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Σχεδιάζαμε ένα πάρτυ, αλλά οι περισσότεροι μας εγκατέλειψαν.

απαρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il soldato decise di abbandonare le proprie responsabilità nei confronti della patria e disertò.
Ο στρατιώτης αποφάσισε να απαρνηθεί τις υποχρεώσεις του απέναντι στην πατρίδα του και λιποτάκτησε.

εγκαταλείπω, φεύγω, παρατάω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Εάν σου συμπεριφέρονται τόσο άσχημα τότε πρέπει να φύγεις.

απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ

(staccarsi da un gruppo)

Diversi membri abbandonarono il partito per dare vita a un loro movimento estremista.

αφήνω

(ruolo, posizione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marion abbandonò la sua posizione come direttore finanziario perché non le piaceva più fare un lavoro con così tanta pressione.
Η Μάριον παραιτήθηκε από τη θέση της ως διευθύντρια οικονομικών διότι δεν της άρεσε πια να εργάζεται σε μια δουλειά με τόση πίεση.

εγκαταλείπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo aver perso i soldi, fu abbandonato dagli amici.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Την παράτησε ο άντρας της για μια εικοσάρα.

παρατάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom si allontanò in auto, abbandonando Ian nel mezzo del nulla.
Ο Τομ έφυγε με το αυτοκίνητο αφήνοντας τον Ίαν στη μέση του πουθενά.

εγκαταλείπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbandonò il progetto.
Εκείνη παράτησε το πρότζεκτ.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (religione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian ha abbandonato la sua fede religiosa quando ha lasciato la casa dei suoi genitori.

αποχωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Uno dopo l'altro, i membri del gruppo lo abbandonarono, finché non rimase solo Nelson.
Ένα ένα τα μέλη της ομάδας αποχώρησαν μέχρι που είχε μείνει μόνο ο Νέλσον.

αφήνω, διώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Faresti meglio a perdere quell'atteggiamento.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κόψε το υφάκι γιατί δεν θα τα πάμε καλά.

εγκαταλείπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ματαιώνω, ακυρώνω

(figurato: abbandonare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prima abortiamo questo progetto inutile, meglio è.
Όσο γρηγορότερα ματαιώσουμε (or: ακυρώσουμε) αυτό το χαζό σχέδιο, τόσο το καλύτερο.

βγαίνω

(από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Αν ακούσετε τον συναγερμό πυρκαγιάς παρακαλώ εξέλθετε του κτιρίου με τάξη.

κωλώνω

(αργκό, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I bambini non riuscivano ad uscire dall'edificio perché c'era un incendio.
Τα παιδιά δεν μπορούσαν να βγουν απ' το κτίριο γιατί είχε πάρει φωτιά.

εγκαταλείπω, αφήνω

(rivolto a persone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μη με εγκαταλείπεις! Απλά χρειάζομαι λίγη παραπάνω ενθάρρυνση.

εγκαταλείπω, παρατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James mollò Chris da solo lasciandogli tutto il lavoro da sbrigare.

αποκηρύσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρατάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποχαιρετώ, χαιρετώ, λέω αντίο

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω κτ στο ράφι, αφήνω κτ στον πάγκο

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con riluttanza, il team decise di accantonare il progetto poiché non avevano abbastanza fondi per continuare.
Η ομάδα αποφάσισε διστακτικά να εγκαταλείψει το πρότζεκτ, καθώς δεν είχαν αρκετά χρήματα για να συνεχίσουν.

απορρίπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il consiglio aveva preso in considerazione l'idea di Daisy, ma alla fine l'hanno scartata e optato per qualcos'altro.
Το συμβούλιο έλαβε υπόψιν του την ιδέα της Ντέιζυ, αλλά τελικά την απέρριψαν για κάποια άλλη.

βγαίνω

(una strada)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo lasciato la strada principale e percorso le stradine in mezzo ai campi.
Βγήκαμε από τον κεντρικό δρόμο και οδηγήσαμε προς την εξοχή.

εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il suo fidanzato l'ha lasciata quando ha saputo che era incinta di un altro. Ha abbandonato sua moglie quando le cose si sono complicate.
Ο φίλος της την εγκατέλειψε (or: παράτησε) όταν έμαθε ότι ήταν έγκυος από άλλον άντρα. Παράτησε τη γυναίκα του όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα.

κάνω στην άκρη

verbo transitivo o transitivo pronominale (di strada) (στον παράδρομο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραδίδω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'esercitò lasciò il territorio agli indigeni.

αυτός που διακόπτει τη φοίτηση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Per chi abbandona gli studi è difficile trovare un buon lavoro.
Είναι δύσκολο να βρουν δουλειά όσοι παρατήσουν το λύκειο.

τρέφω ελπίδες για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φεύγω από τον τόπο

(πχ του ατυχήματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando hanno sentito le sirene della polizia, i malfattori hanno abbandonato la (or: sono fuggiti dalla) scena del delitto.

φεύγω από τη φωλιά

(uccello)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πεθαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: morire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αφήνω κπ χωρίς επίβλεψη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνω τις ελπίδες μου, χάνω κάθε ελπίδα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono passati tre giorni, sto perdendo la speranza di ritrovare il mio cucciolo.

εγκαταλείπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando l'azienda è stata colpita dalla recessione, Tim è stato abbandonato a se stesso, senza lavoro e senza alcuna forma di aiuto.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του abbandonare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.