Τι σημαίνει το accompagnare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης accompagnare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του accompagnare στο Ιταλικό.

Η λέξη accompagnare στο Ιταλικό σημαίνει συνοδεύω, συνοδεύω, συνοδεύω, συνοδεύω, συνοδεύω, πάω μαζί με κάποιον, συνοδεύω, συνοδεύω, φυλάσσω, πηγαίνω μαζί, συνεχίζω, συνοδεύω, πηγαίνω μαζί με κπ, έρχομαι μαζί με κπ, ακολουθώ, συνοδεύω, συνοδεύω, συνοδεύω, κάνω support, συνοδεύω, συνοδεύω, συνοδεύω, οδηγώ, οδηγώ, κατευθύνω, δείχνω το δρόμο, ακολουθώ, οδηγώ, καθοδηγώ, πηγαίνω, πηγαίνω, πάω, πηγαίνω, πάω, οδηγώ, καθοδηγώ, ξεπροβοδίζω, φαίνομαι χρήσιμος σε κπ, οδηγώ στην έξοδο, συνοδεύω, συνοδεύω, ξεναγώ κπ σε κτ, συνοδεύω κπ σε κτ, συνδυάζω κτ με κτ, πηγαίνω με το αυτοκίνητο, συνοδεύω κπ σε κτ, συνοδεύω κπ έξω από κτ, μεταφέρω, πηγαίνω κπ σε κτ, βοηθώ, πηγαίνω κπ σε κτ, πάω κπ σε κτ, πηγαίνω, οδηγώ, μεταφέρω, ξεπροβοδίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης accompagnare

συνοδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi accompagneresti al negozio?
Θα με συνοδέψεις στο κατάστημα;

συνοδεύω

(cibo: contorni)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per accompagnare la bistecca ho ordinato un contorno di patate dolci. // Le nostre omelette sono accompagnate da insalata o patatine.
Οι ομελέτες μας συνοδεύονται από σαλάτα ή πατάτες τηγανιτές.

συνοδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (musica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un pianista accompagnò il cantante jazz.
Ένας πιανίστας συνόδευε τον τραγουδιστή της τζαζ.

συνοδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il rombo di un tuono accompagnò l'improvviso nubifragio.
Βροντερά μπουμπουνητά συνόδευαν την ξαφνική νεροποντή.

συνοδεύω, πάω μαζί με κάποιον

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi accompagni all'ospedale per favore?
Θα έρθεις μαζί μου στο νοσοκομείο;

συνοδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (musica) (κπ με μουσικό όργανο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joanna cantava mentre Keith la accompagnava con la chitarra.
Η Τζοάνα τραγουδούσε ενώ ο Κιθ τη συνόδευε με την κιθάρα.

συνοδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian era preceduto dalla figlia, mentre la accompagnava all'altare.

φυλάσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
il prigioniero è stato accompagnato da una scorta armata.
Ένοπλη συνοδεία φύλασσε τον κρατούμενο.

πηγαίνω μαζί

Εγώ κι ο Τζακ θα πάμε το απόγευμα στον κινηματογράφο. Μπορείς να έρθεις μαζί μας, αν θέλεις.

συνεχίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sportivo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sta imparando ad accompagnare il movimento delle braccia dopo aver colpito la palla.
Μαθαίνει πώς να συνεχίζει να κάνει πλήρη καμπύλη αφού χτυπήσει τη μπάλα.

συνοδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mio padre ci accompagnerà in gita scolastica.

πηγαίνω μαζί με κπ, έρχομαι μαζί με κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nancy ci ha accompagnato al parco.
Η Νάνσι ήρθε μαζί μας στο πάρκο.

ακολουθώ, συνοδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aveva febbre alta accompagnata da tosse.
Είχε υψηλό πυρετό συνοδευόμενο από βήχα.

συνοδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (andare insieme)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Accompagno mia madre al negozio.
Θα πάω τη μητέρα μου στο μαγαζί.

συνοδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω support

verbo transitivo o transitivo pronominale (musica) (μουσική: σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Accompagneranno Bob Dylan nel suo prossimo tour.

συνοδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'assistente accompagnò il visitatore nell'ufficio del capo.

συνοδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνοδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο περήφανος πατέρας συνόδευσε την κόρη του στην εκκλησία.

οδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La aiutò a sedersi.

οδηγώ, κατευθύνω, δείχνω το δρόμο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Fai da guida!" disse, e le mostrai il corridoio.
«Οδήγησέ με!», μου είπε και τη συνόδευσα κατά μήκος του διαδρόμου.

ακολουθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mio fratellino voleva sempre seguirmi.
Ο μικρότερος αδερφός μου ήθελε πάντα να με ακολουθεί.

οδηγώ, καθοδηγώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo bisogno di qualcuno che ci guidi per le attrazioni di Parigi.
Χρειαζόμαστε κάποιον να μας ξεναγήσει στα αξιοθέατα του Παρισιού.

πηγαίνω

(con veicolo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Θα αργήσω στην παράσταση εκτός αν με πας με το αυτοκίνητο.

πηγαίνω, πάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con un veicolo) (κάποιον κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mia mamma accompagnò me e i miei amici al centro commerciale.

πηγαίνω, πάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con un veicolo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi potresti portare alla stazione degli autobus?
Θα με πάρεις στο σταθμό του λεωφορείου;

οδηγώ, καθοδηγώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli abitanti del luogo vi scorteranno in sicurezza attraverso la foresta.

ξεπροβοδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φαίνομαι χρήσιμος σε κπ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Αυτό το αυτοκίνητο θα σου φανεί χρήσιμο για δέκα χρόνια ή κάτι τέτοιο.

οδηγώ στην έξοδο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνοδεύω

(προς την έξοδο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνοδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεναγώ κπ σε κτ

verbo intransitivo

L'agente immobiliare accompagnò la coppia nell'appartamento.

συνοδεύω κπ σε κτ

Αφού τα έπιασε να κάνουν κοπάνες, η Μέλανι ξεκίνησε να πηγαίνει η ίδια τα παιδιά της στο σχολείο.

συνδυάζω κτ με κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Quando alle temperature sotto zero si somma la nebbia fitta le condizioni di guida diventano rischiose.

πηγαίνω με το αυτοκίνητο

verbo transitivo o transitivo pronominale (κπ κάπου ή σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ellen accompagnò in auto l'amico dall'altra parte della città in modo che riuscisse a prendere il treno. Il padre della ragazza era stufo di portare in auto la figlia a tutte le feste degli amici.

συνοδεύω κπ σε κτ

Η γραμματέας συνόδευσε τον επισκέπτη στο γραφείο του αφεντικού.

συνοδεύω κπ έξω από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La sicurezza ha scortato il facinoroso fuori dall'edificio.
Οι φύλακες ασφαλείας έβγαλαν τον ταραχοποιό έξω απ' το κτίριο.

μεταφέρω

(con un veicolo) (με αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Io non guido, perciò è mia moglie che porta in giro le nostre figlie adolescenti quando vogliono andare a trovare gli amici.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν ξέρω να οδηγώ κι έτσι η γυναίκα μου είναι εκείνη που μεταφέρει τις έφηβες κόρες μας σε διάφορα μέρη.

πηγαίνω κπ σε κτ

(con veicolo) (καθομιλουμένη)

Mi accompagneresti alla stazione?
Θα μπορούσες να με πας στο σταθμό;

βοηθώ

(fare attraversare) (διευκολύνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il boy scout ha accompagnato l'anziano dall'altra parte della strada.
Ο πρόσκοπος βοήθησε τον ηλικιωμένο άντρα να περάσει το δρόμο.

πηγαίνω κπ σε κτ, πάω κπ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (con un veicolo)

Helen ha assunto un autista che la porti al lavoro.

πηγαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore, accompagnami in città quando vai a far spesa.
Σε παρακαλώ πέταξέ με στην πόλη όταν πας για ψώνια.

οδηγώ, μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'agente ha condotto il prigioniero alla propria cella.
Ο υπάλληλος οδήγησε τον κρατούμενο στο κελί του.

ξεπροβοδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo la cena, Claire accompagnò gli ospiti alla porta e li salutò.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του accompagnare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.