Τι σημαίνει το lo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lo στο Ιταλικό.

Η λέξη lo στο Ιταλικό σημαίνει τον, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, τον, την, το, -, ο ιδανικός, ο καλύτερος, που σέρνεται, ομολογουμένως, Τι παίζει;, Τι τρέχει;, απόρριψη, άρνηση, ανατολή, δένομαι, χασμουρητό, στοίχημα, αποδοχή, έγκριση, εκτενής αναφορά, εκτενής συζήτηση, στιγμιότυπο οθόνης, ΟΟΣΑ, Ο.Ο.Σ.Α., μουντζούρα, Διεθνές Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης, γράψιμο στη γραφομηχανή, χρήση γραφομηχανής, γράφω, κοιτάζω προς, σφουγγαρίζω, παρόλο, ξεντύνομαι, γδύνομαι, προκαλώ, κάνω απεργία πείνας, αλλού, τουλάχιστον, κάνω μυτερό, βάφω, δεν κάνει καμία διαφορά, καυχησιάρης, ίδιος, ολόιδιος, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, όλα το ίδιο, σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία, αγχολυτικός, παρ' όλα αυτά, ούτως ή άλλως, γενικά, κυρίως, πέρσι, πέρυσι, συνήθως, ατιμώρητος, αυτό, το ίδιο μου κάνει, εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο, δεν ξέρω, πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις, είτε το πιστεύεις είτε όχι, Ο χρόνος θα δείξει., το ίδιο ισχύει για, το προφανές, παρομοίως, δεν πειράζει, εμένα μου λες, δεν ξέρω, δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει, καλά, δεν έχω ιδέα, δεν είναι να απορείς, Δέχομαι., Ένας Θεός ξέρει!, Σίγουρα, Μα τω Θεώ!, ό,τι νά΄ ναι, ταξίδι με σακίδιο πλάτης, εξοστρακισμός, υποτίμηση, ορθογράφος, αυγή, χαραυγή, συγγραφή θετρικών έργων, διακόπτης, αυτιστικό φάσμα, γιν και γιανγκ, που αποσκοπεί σε, τραβάω το καζανάκι, ισοδυναμώ με κτ, κάνω τον καραγκιόζη, είμαι στριμωγμένος, κερδίζω αν και είμαι το αουτσάιντερ, στρουθοκαμηλίζω, πληρώνω το τίμημα, πασπαλίζω με ζάχαρη άχνη, μένω συγκεντρωμένος, μένω προσηλωμένος, ανοίγω σαμπάνιες, κοιτάζω θυμωμένα, ανεβάζω τη διάθεση, σνομπάρω, καλύπτω όλο το φάσμα, έχω το κουράγιο, έχω το θάρρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lo

τον

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Sara lo ha accompagnato alla stazione ferroviaria.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τον πήγε στον σταθμό των τρένων.

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Il ragazzo è andato a fare una passeggiata.
Το αγόρι πήγε μια βόλτα.

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Io faccio parte della Chiesa Cattolica.
Είμαι μέρος της καθολικής εκκλησίας.

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Stasera la luna splende luminosa.
Το φεγγάρι είναι πολύ φωτεινό απόψε.

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Il giornalista ha fatto una domanda al Presidente.
Ο δημοσιογράφος έκανε μια ερώτηση στον Πρόεδρο.

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Questo è stato il test più facile.
Αυτό ήταν το ευκολότερο τεστ.

ο, η, το

articolo

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
La stampa quotidiana ha un futuro nella società?
Η εφημερίδα έχει θέση στο μέλλον της κοινωνίας μας;

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
La capitale statunitense dei mirtilli è il Maine.
Η πρωτεύουσα των άγριων μύρτιλων στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι το Μέιν.

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Mi interessano i poveri.
Ενδιαφέρομαι για τους φτωχούς.

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Questo cappello sta meglio se indossato sulla fronte.

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Quando avrò il denaro, ti comprerò un diamante.

τον, την, το

pronome (pronome atono)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Lui l'ha portato alla festa.
Το έφερε στο πάρτυ.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ho perso la penna. Era sulla mia scrivania.
Έχασα το στυλό μου, ήταν πάνω στο γραφείο μου.

ο ιδανικός, ο καλύτερος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Angelina è il posto migliore dove andare per una cioccolata calda a Parigi.
Το καφέ Ατζελίνα είναι το τέλειο μέρος για ζεστή σοκολάτα στο Παρίσι.

που σέρνεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ομολογουμένως

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
John ha certamente fatto male il compito ma l'insegnante non aveva il diritto di rimproverarlo di fronte a tutta la classe come ha fatto.
Ομολογουμένως ο Τζον τα πήγε άσχημα στο τεστ, αλλά ο δάσκαλος δεν είχε δικαίωμα να τον επιπλήξει έτσι μπροστά στην τάξη.

Τι παίζει;, Τι τρέχει;

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν δουλεύει καθόλου και τώρα ορίστηκε διευθύντριά μας. Πώς έγινε αυτό;

απόρριψη, άρνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il rifiuto da parte di Carol del suo aiuto ferì i sentimenti di Peter.
Η απόρριψη της βοήθειάς του από την Κάρολ πλήγωσε τα αισθήματά του Πίτερ.

ανατολή

(letterale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan partì all'alba visto che doveva fare un viaggio lungo quel giorno.
Ο Νταν ξεκίνησε χαράματα μιας και είχε να κάνει μεγάλο ταξίδι εκείνη τη μέρα.

δένομαι

(μεταφορικά: διαδικασία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Julie capì che aveva bisogno di più tempo per stabilire un legame col suo nuovo cucciolo.
Η Τζούλη πιστεύει πως χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να δεθεί με το νέο της σκυλάκι.

χασμουρητό

(ενέργεια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στοίχημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Molti tipi di scommesse sono vietati negli Stati Uniti.

αποδοχή, έγκριση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκτενής αναφορά, εκτενής συζήτηση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στιγμιότυπο οθόνης

(informatica) (οθόνη υπολογιστή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ΟΟΣΑ, Ο.Ο.Σ.Α.

(συντομογραφία)

μουντζούρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Διεθνές Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης

(fondo internazionale per lo sviluppo agricolo)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γράψιμο στη γραφομηχανή, χρήση γραφομηχανής

(con macchina da scrivere)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γράφω

(non comune)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
So leggere ma non so compitare molto bene.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ένας από τους κυριότερους στόχους του σχολείου είναι να μάθει στα παιδιά να ορθογραφούν.

κοιτάζω προς

Incerta sul da farsi, Sue guardò Mark che era seduto alla sua sinistra.
Καθώς δεν ήταν σίγουρη για το τι να κάνει, η Σου έστρεψε το βλέμμα προς τον Μαρκ ο οποίος κάθονταν στ' αριστερά της.

σφουγγαρίζω

(il pavimento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Κάιλ σφουγγάρισε το πάτωμα μετά από τη βάρδιά του.

παρόλο

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Non aveva fatto colazione, tuttavia non aveva fame.
Δεν είχε φάει πρωινό, αλλά παρόλα αυτά δεν πεινούσε.

ξεντύνομαι, γδύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si è svestito ed è saltato in acqua.
Γδύθηκε και πήδηξε στο νερό.

προκαλώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fa sempre lo spiritoso.

κάνω απεργία πείνας

(per protesta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Per protestare contro il suo trattamento il prigioniero ha deciso di digiunare.
Για να διαμαρτυρηθεί για τη μεταχείρισή του, ο φυλακισμένος αποφάσισε να κάνει απεργία πείνας.

αλλού

(προς άλλη κατεύθυνση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lei cominciò a piangere e lui guardò altrove.
Κοίταξε αλλού και άρχισε να κλαίει.

τουλάχιστον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάνω μυτερό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rifila l'asse in modo che entri bene nello spazio.
Κάνε μυτερή τη σανίδα για να εφαρμόζει σφιχτά στο άνοιγμα.

βάφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Passa ore a smaltarsi le unghie.

δεν κάνει καμία διαφορά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Posso andare alla festa o rimanere a casa; è lo stesso per me.

καυχησιάρης

aggettivo (popolare)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ίδιος, ολόιδιος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Userò praticamente lo stesso metodo di George per fare questi cambiamenti.

όλα το ίδιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Comunque tu scelga è lo stesso.
Όποιο δρόμο και να διαλέξεις, όλοι το ίδιο είναι.

σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία

(USA) (ΗΠΑ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγχολυτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παρ' όλα αυτά, ούτως ή άλλως

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli ho chiesto di smettere, ma lo ha fatto comunque.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν με πειράζει να έρθεις μαζί μου, έτσι και αλλιώς εγώ θα πάω.

γενικά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La descrizione degli eventi fatta dai media era nel complesso corretta, ma aveva tralasciato alcuni dettagli importanti.
Η περιγραφή των γεγονότων από τον τύπο είναι γενικά σωστή, αλλά αγνόησαν σημαντικές λεπτομέρειες.

κυρίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τα σύννεφα αποτελούνται κυρίως από νερό.

πέρσι, πέρυσι

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'anno scorso sono stato in vacanza in Italia.
Πέρυσι πήγα διακοπές στην Ιταλία.

συνήθως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ατιμώρητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτό

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Così sei incinta. Avrei detto lo stesso.
Είσαι έγκυος λοιπόν. Αυτό το φαντάστηκα.

το ίδιο μου κάνει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puoi andare o restare, per me fa lo stesso.

εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Max ha promesso di cambiare, ma ho deciso lo stesso di troncare la relazione.
Ο Μαξ υποσχέθηκε να αλλάξει. Παρ' όλα αυτά αποφάσισα να τερματίσω τη σχέση μας.

δεν ξέρω

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È inutile che tu me lo chieda, non lo so! Non conosco la soluzione di quel complicato problema di matematica!

πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Natale arriva prima che uno se l'aspetti.

είτε το πιστεύεις είτε όχι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che tu lo creda o no, ho appena vinto il jackpot della lotteria nazionale!

Ο χρόνος θα δείξει.

(idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το ίδιο ισχύει για

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το προφανές

sostantivo maschile (figurato: problema volutamente ignorato)

παρομοίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sarah ha detto a Tom che aveva gradito il loro appuntamento e lui ha risposto: "Anch'io."
Η Σάρα είπε στον Τομ ότι πέρασε καλά στο ραντεβού τους και αυτός αποκρίθηκε, «και εγώ το ίδιο».

δεν πειράζει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Non ho avuto tempo di chiamare Peter." "Non importa. Probabilmente lo vedrò questa sera in ogni caso."

εμένα μου λες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"La benzina è così cara di questi tempi!" "Lo so bene!"

δεν ξέρω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"Chi è quella donna che parla con tuo fratello?" "Non lo so".
«Ποια είναι η γυναίκα που μιλάει στον αδερφό σου;» «Δεν ξέρω.»

δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει

interiezione

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Preferisci il vestito blu o quello rosso? - Per me è indifferente.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. «Μπορούμε να πάμε σινεμά ή για μπόουλινγκ με δέκα κορίνες. Τι προτιμάς να κάνουμε;» «Δεν έχω πρόβλημα (or: δεν με νοιάζει).»

καλά

interiezione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lasciate che ve lo dica: questa festa è stata stupenda, o no?

δεν έχω ιδέα

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν είναι να απορείς

interiezione (non c'è da meravigliarsi se)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Per forza che fa freddo in casa, il riscaldamento è guasto! Per forza che il piccolo piange, bisogna cambiarlo.
Είναι λογικό που το μωρό κλαίει, η πάνα του θέλει άλλαγμα.

Δέχομαι.

(matrimonio)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ένας Θεός ξέρει!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Σίγουρα

interiezione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Μα τω Θεώ!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ό,τι νά΄ ναι

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ταξίδι με σακίδιο πλάτης

verbo intransitivo (για νεαρούς τουρίστες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Viaggiare con lo zaino in spalla è il modo meno caro di viaggiare.
Τα ταξίδια με σακίδιο πλάτης είναι ένας από τους πιο οικονομικούς τρόπους να ταξιδεύει κανείς.

εξοστρακισμός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υποτίμηση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'abitudine di denigrare gli studenti meno capaci fu causa di molte lamentele nei confronti della professoressa.
Η υποτίμηση της δασκάλας προς τους λιγότερο ικανούς μαθητές της προκάλεσε πολλά παράπονα.

ορθογράφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lucas è il più bravo della terza media a fare lo spelling.

αυγή, χαραυγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συγγραφή θετρικών έργων

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διακόπτης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il tasto "Ins" sulla tua tastiera funge da interruttore per alternare lo stato.

αυτιστικό φάσμα

sostantivo maschile

γιν και γιανγκ

sostantivo plurale maschile (filosofia cinese) (κινεζική φιλοσοφία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

που αποσκοπεί σε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραβάω το καζανάκι

(της τουαλέτας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Σε παρακαλώ τράβα το καζανάκι μόλις χρησιμοποιήσεις την τουαλέτα.

ισοδυναμώ με κτ

κάνω τον καραγκιόζη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bob si divertiva a fare lo stupido di fronte ai suoi nipotini.

είμαι στριμωγμένος

verbo transitivo o transitivo pronominale

Casa nostra è così piena di roba che non abbiamo neanche lo spazio per muoverci.

κερδίζω αν και είμαι το αουτσάιντερ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha rimontato lo svantaggio, ha superato il corridore in testa all'ultimo giro e ha vinto.

στρουθοκαμηλίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È inutile fare lo struzzo, prima o poi dovrai affrontare i tuoi problemi con l'alcool.

πληρώνω το τίμημα

(figurato, informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πασπαλίζω με ζάχαρη άχνη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alla fine la crostata va spolverata con lo zucchero vanigliato.

μένω συγκεντρωμένος, μένω προσηλωμένος

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ora non divagare, ti ho chiesto dove sei stato ieri sera.

ανοίγω σαμπάνιες

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: festeggiare)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se otterrai il lavoro ci sarà da stappare lo spumante.

κοιτάζω θυμωμένα

verbo transitivo o transitivo pronominale

ανεβάζω τη διάθεση

verbo transitivo o transitivo pronominale

σνομπάρω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω όλο το φάσμα

(di [qlcs])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nel sentire le notizie, Bella attraversò tutta la gamma delle emozioni, dalla paura alla felicità.

έχω το κουράγιο, έχω το θάρρος

(di fare o dire qualcosa)

Steve vuole che io dica a Julia che lui la sta lasciando, ma non credo di averne il coraggio.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του lo

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.