Τι σημαίνει το puntare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης puntare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του puntare στο Ιταλικό.
Η λέξη puntare στο Ιταλικό σημαίνει σημαδεύω, σκοπεύω, κατευθύνομαι, εστιάζω, στοχεύω με κτ, σκοπεύω με κτ, ξανακαρφιτσώνω, ποντάρω, στοχεύω, σκοπεύω, σημαδεύω, τείνω, σκοπεύω, στοχεύω, σημαδεύω, στοιχηματίζω, κατευθύνω, τραβάω, τραβώ, βγάζω, στοιχηματίζω, Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!, διακινδυνεύω, ρισκάρω, σημαδεύω, σκοπεύω, στοιχηματίζω, ποντάρω, δείχνω, σημαδεύω, διαμαρτύρομαι, πατάω πόδι, δείχνω κτ με το δάχτυλο, δείχνω με το δάχτυλο κτ, στοχεύω ψηλά, δαχτυλοδειξία, τραβάω όπλο σε, βγάζω όπλο σε, πάω κατευθείαν σε κτ, πεισμώνω, κατηγορώ, στοχεύω, εργάζομαι για κτ, εστιάζω σε κτ, κατηγορώ, εστιάζω, πατάω πόδι, σημαδεύω, στοχεύω, έχω βάλει κτ στο μάτι, στοχεύω ψηλά, διστάζω μπροστά σε κτ, δειλιάζω μπροστά σε κτ, στοιχηματίζω σε κτ, παίζω, ποντάρω παρολί, φωτίζω, σημαδεύω, στοχεύω σε, στοχεύω σε, αποσκοπώ σε, αποβλέπω σε, πάω για κτ, πηγαίνω για κτ, στοχεύω, σημαδεύω, στοχεύω, στοιχηματίζω, ποντάρω, στοιχηματίζω, ποντάρω, στοχεύω, χτυπάω κπ/κτ με κτ, πιέζω κπ/κτ με κτ, φωτίζω προς τα πάνω με κτ, φωτίζω κτ με κτ, στοχεύω με κτ σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης puntare
σημαδεύω, σκοπεύωverbo intransitivo (armi, fotocamere, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Solleva il fucile, punta e spara. |
κατευθύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La strada punta a sud. |
εστιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pilota puntò e lanciò l'attacco. |
στοχεύω με κτ, σκοπεύω με κτverbo transitivo o transitivo pronominale Il soldato puntò il fucile e sparò. Ο στρατιώτης στόχευσε (or: σημάδεψε) με το όπλο του και πυροβόλησε. |
ξανακαρφιτσώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (fermare con uno spillo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ποντάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (scommettere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Penso che punterò venti dollari su questo cavallo. Credo che vincerà. |
στοχεύω, σκοπεύω, σημαδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I fucili erano tutti puntati verso i soldati nemici. |
τείνω(λόγιος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Beryl ha puntato il dito contro l'uomo e ha detto "È lui!" |
σκοπεύω, στοχεύω, σημαδεύωverbo intransitivo (armi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stephen mirò attentamente e si apprestò a fare fuoco. Ο Στίβεν στόχευσε (or: σημάδεψε) προσεκτικά κι ετοιμάστηκε να πυροβολήσει. |
στοιχηματίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cavallo è dato 11 a 2, quindi se punti 2 £ e vince, avrai 11 £. Η απόδοση είναι 11/2 άρα αν στοιχηματίσεις 2 λίρες και το άλογό σου κερδίσει θα πάρεις 11 λίρες. |
κατευθύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (una luce, un getto d'acqua) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ha puntato il riflettore sull'entrata. |
τραβάω, τραβώ, βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (armi) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I poliziotto ha puntato la pistola contro il ladro. |
στοιχηματίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ben puntò 100 £ sulla corsa. |
Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!interiezione (στρατός) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
διακινδυνεύω, ρισκάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha messo sul piatto una somma piuttosto elevata, ma era disposto a correre il rischio. Επρόκειτο να διακινδυνεύσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό όμως ήταν αποφσισμένος να το ρισκάρει. |
σημαδεύω, σκοπεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alzò la pistola e puntò. |
στοιχηματίζω, ποντάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La donna ha scommesso tutti i suoi risparmi di una vita nel casinò e ha perso tutto. |
δείχνω(con il dito) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il bambino indicò il cielo, seguendo un aereo con il dito. Το μικρό αγόρι έδειξε προς τον ουρανό, ακολουθώντας ένα αεροπλάνο με το δάχτυλό του. |
σημαδεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non puntarmi quel coltello contro. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είμαι έτοιμος να στρέψω το όπλο μου εναντίον όποιου μου επιτεθεί. |
διαμαρτύρομαι, πατάω πόδι(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δείχνω κτ με το δάχτυλο, δείχνω με το δάχτυλο κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Indicò le caramelle sullo scaffale. Έδειξε με το δάχτυλο τα γλυκά στο ράφι. |
στοχεύω ψηλάverbo intransitivo |
δαχτυλοδειξία(figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τραβάω όπλο σε, βγάζω όπλο σεverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per fermare il ladro la poliziotta gli puntò la pistola contro e gli ordinò di mettersi a terra. |
πάω κατευθείαν σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ogni volta che entro in un negozio di caramelle punto dritto ai cioccolatini. |
πεισμώνω(figurato: testardaggine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατηγορώverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: accusare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στοχεύωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puntate al centro del bersaglio. |
εργάζομαι για κτverbo intransitivo Gary punta alla laurea. |
εστιάζω σε κτverbo intransitivo Un revisore dei conti sa come puntare sui problemi che si nascondono in un bilancio d'esercizio. |
κατηγορώverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εστιάζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πατάω πόδι(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho dovuto prendere una posizione decisa e dirgli che non avrei più mentito per lui. |
σημαδεύω, στοχεύω(με όπλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guardai la finestra del secondo piano e notai che un cecchino mirava verso di noi. |
έχω βάλει κτ στο μάτι(figurato) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sta ogni giorno fino a tardi perché punta a un aumento. |
στοχεύω ψηλάverbo intransitivo (μεταφορικά) |
διστάζω μπροστά σε κτ, δειλιάζω μπροστά σε κτ(figurato: rifiutare, evitare) (φοβάμαι και σταματώ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il consiglio di amministrazione punterà senz'altro i piedi di fronte a questa proposta rischiosa. |
στοιχηματίζω σε κτ
La droga di Alan sta tutta nel brivido che prova quando scommette sui dadi. |
παίζω, ποντάρω παρολίverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φωτίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il tecnico puntò il riflettore sull'attore. Ο τεχνικός φώτισε τον ηθοποιό. |
σημαδεύω(κάποιον/κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pur mirando con l'arco al centro del bersaglio, colpiva sempre l'anello esterno. Αν και σημάδευε με το βέλος το κέντρο του στόχου, κάθε φορά πετύχαινε τον εξωτερικό δακτύλιο. |
στοχεύω σεverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) Jack punta a diventare un giorno il presidente dell'azienda. Ο Τζακ επιδιώκει να γίνει ο πρόεδρος της εταιρείας κάποια μέρα. |
στοχεύω σε, αποσκοπώ σε, αποβλέπω σε(figurato) Durante gli esami gli studenti puntano a voti alti. Οι μαθητές επιδιώκουν υψηλούς βαθμούς κατά τη διάρκεια των εξετάσεων. |
πάω για κτ, πηγαίνω για κτ(figurato: tentare) (καθομιλουμένη) Quell'atleta punta alla medaglia d'oro. Αυτός ο αθλητής πηγαίνει για το χρυσό μετάλλιο. |
στοχεύω, σημαδεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha puntato la freccia verso il bersaglio. Έστρεψε το βέλος προς το στόχο. |
στοχεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (armi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il giovane prese il fucile, guardò il soldato nemico e puntò verso di lui. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έπιασε το όπλο του, κοίταξε τον εχθρό και στόχευσε. |
στοιχηματίζω, ποντάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (scommesse) (σε κάτι/κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su quale cavallo dobbiamo puntare? |
στοιχηματίζω, ποντάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha scommesso cinquanta dollari sul cavallo. Πόνταρε πενήντα δολάρια στο άλογο. |
στοχεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Con il nuovo prodotto puntavano al mercato degli adolescenti. |
χτυπάω κπ/κτ με κτ, πιέζω κπ/κτ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale Oliver puntò il dito sulla spalla di Adrian per enfatizzare il punto. |
φωτίζω προς τα πάνω με κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φωτίζω κτ με κτ
|
στοχεύω με κτ σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (armi) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'uomo ha puntato la pistola verso l'ostaggio e poi ha sparato. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σημάδεψε με το όπλο τον όμηρο και πυροβόλησε. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του puntare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του puntare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.