Τι σημαίνει το ci στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ci στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ci στο Ιταλικό.

Η λέξη ci στο Ιταλικό σημαίνει -, εκεί, μας, μας, -, τους εαυτούς μας, τον εαυτό μας, κοντά, σε αυτό, σε εκείνο, σε διάσταση, που έχει όραση, που βλέπει, που μπορεί να δει, τα λέμε, οικονομικός, πολύ ακριβός, υπερβολικά ακριβός, πολύ ακριβός, γενναία, θαρραλέα, τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, χωρίς μα, μου, σου, ξου, Άντε πάλι!, όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο, υπάρχουν, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν, είμαι μέσα, αντίο, γεια, Τι λες!, Τι μου λες!, Τι λες τώρα!, Τι είπες τώρα, Τα λέμε!, μέχρι τώρα όλα καλά, όλα καλά ως τώρα, αυτό είναι, τι με περιμένει, να είσαι σίγουρος, ποιος να το 'λεγε, μη με υπολογίζεις, κανένα πρόβλημα, δεν πειράζει, δεν κάνει τίποτα, μην το συζητάς, τώρα που το ξανασκέφτομαι, τα λέμε, γεια χαρά, γεια, αυτό χρειάζεται, χρόνια και ζαμάνια, δεν είναι να απορείς, Τα λέμε εκεί!, τα λέμε αύριο, σίγουρα, γεια σου για τώρα, γεια σου προς το παρόν, Τα λέμε!, Τα λέμε!, Τα λέμε!, Τα λέμε, Μιλάμε, Θα τα πούμε, Σα δε ντρέπεσαι!, Πλάκα κάνεις!, Έλα τώρα!, φχαριστώ, βρε που να με πάρει!, Σίγουρα, δεν βάζω και στοίχημα, είμαι μέσα, ό,τι πρέπει, παιχνιδάκι, είσαι μέσα;, εύκολο θύμα, χρονοβόρος, είμαι όπως με γέννησε η μάνα μου, κτ είναι ό,τι πρέπει, έχω τα προσόντα, ποτέ, μέχρι να τα ξαναπούμε, εντάξει, σύμφωνοι, Σώπα!, Τι λες τώρα;, το έχω, κερδισμένος, παλιά καραβάνα σε κτ, σίγουρο, παίρνω χρόνο, τα λέμε, γεια, το καλύτερο δυνατό, αυτό ήταν, αν χρειάζεται, αν απαιτείται, τα λέμε, όλα τα κυνηγόσκυλα παρόντα, θα είμαι εκεί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ci

-

pronome (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
C'è un modo.
Υπάρχει τρόπος.

εκεί

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ci vado stasera.

μας

(pronome tonico)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όλο το νερό έπεσε σε εμάς αντί για το αυτοκίνητο που προσπαθούσε να πλύνει.

μας

(pronome tonico)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
A noi darà trenta dollari per fare il lavoro.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήθελε να δώσει τριάντα δολάρια σε εμάς και πενήντα στον γιο του, και δεν το δεχτήκαμε.

-

(pronome tonico) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Non vuole che noi fumiamo in casa.
Δεν θέλει να καπνίζουμε στο σπίτι.

τους εαυτούς μας, τον εαυτό μας

(riflessivo, atono)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ci siamo chiusi fuori di casa. Ci siamo guardati allo specchio.

κοντά

(esserci)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lei c'è? Vorrei chiederle una cosa.

σε αυτό, σε εκείνο

(moto a luogo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε διάσταση

aggettivo (ζευγάρι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που έχει όραση, που βλέπει, που μπορεί να δει

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le persone vedenti percepiscono il mondo in modo diverso dai non vedenti.

τα λέμε

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Devo andare adesso - arrivederci a presto!

οικονομικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leah e il suo ragazzo stanno cercando un appartamento a buon mercato.
Η Λέα και το αγόρι της ψάχνουν για ένα οικονομικό διαμέρισμα.

πολύ ακριβός

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπερβολικά ακριβός, πολύ ακριβός

ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η τιμή του πετρελαίου ανέβηκε και τώρα είναι υπερβολικά ακριβό (or: απλησίαστο) για μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

γενναία, θαρραλέα

(coraggio)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωρίς μα, μου, σου, ξου

(assolutamente) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho bisogno che tu finisca quel rapporto entro oggi, senza se e senza ma.

Άντε πάλι!

interiezione (informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο

interiezione (idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Speriamo che si presentino in molti all'incontro; più siamo più ci divertiamo.

υπάρχουν

verbo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ci sono quindici uomini in questo ufficio e solamente tre donne.
Στο γραφείο υπάρχουν δεκαπέντε άντρες και μόνο τρεις γυναίκες.

όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non voglio sentire una presentazione sui fallimenti: ci sono già passato io stesso!

είμαι μέσα

interiezione (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντίο, γεια

(informale)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ciao! Ci vediamo dopo.
Αντίο ( or: Γεια)! Τα λέμε αργότερα!

Τι λες!, Τι μου λες!, Τι λες τώρα!, Τι είπες τώρα

(sorpresa)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Τα λέμε!

interiezione (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
A presto, Edna!
Τα λέμε σύντομα Έντνα!

μέχρι τώρα όλα καλά, όλα καλά ως τώρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se mi piace la vita da pensionato? Fin qui tutto bene. Ma richiedimelo fra sei mesi.
Πώς μου φαίνεται η σύνταξη; Μέχρι τώρα όλα καλά. Αλλά ρώτα με ξανά σε έξι μήνες.

αυτό είναι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ecco quello che ci voleva! Adesso puoi essere sicuro di vincere la fiera della scienza.

τι με περιμένει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con questa gente al comando chissà che cosa ci aspetta?

να είσαι σίγουρος

interiezione

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Qualsiasi cosa farà il governo ci costerà del denaro, ci puoi scommettere!

ποιος να το 'λεγε

interiezione (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ma dai! Non avrei mai pensato di vederti giocare a tennis!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ποιος να το 'λεγε! Κέρδισες το λαχείο!

μη με υπολογίζεις

interiezione (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μη με υπολογίζεις! Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να πληρώσω το φαγητό εκεί.

κανένα πρόβλημα, δεν πειράζει, δεν κάνει τίποτα, μην το συζητάς

interiezione (colloquiale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non ti preoccupare, non mi è costato niente! Lascia stare! non mi devi proprio niente.
Μην το συζητάς! Δεν ήταν τίποτα. Μην το συζητάς! Δε μου χρωστάς τίποτα.

τώρα που το ξανασκέφτομαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ripensandoci, credo che non verrò con voi e me ne starò al calduccio di casa.

τα λέμε, γεια χαρά, γεια

interiezione (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτό χρειάζεται

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prendere un'aspirina è proprio quello che ci vuole per un forte mal di testa.
Πάρε μια ασπιρίνη - αυτό χρειάζεται για τον πονοκέφαλο.

χρόνια και ζαμάνια

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ehi, Andrea! Da quanto tempo non ti vedo!

δεν είναι να απορείς

interiezione (non c'è da meravigliarsi se)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Per forza che fa freddo in casa, il riscaldamento è guasto! Per forza che il piccolo piange, bisogna cambiarlo.
Είναι λογικό που το μωρό κλαίει, η πάνα του θέλει άλλαγμα.

Τα λέμε εκεί!

(in una precisa situazione) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Mi fa piacere che vieni al cinema anche tu stasera. Allora ci vediamo là davanti!

τα λέμε αύριο

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Geoff disse "a domani!" ai colleghi mentre usciva dall'ufficio.

σίγουρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Θα πας στο παιχνίδι απόψε;" "Σίγουρα!"

γεια σου για τώρα, γεια σου προς το παρόν

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τα λέμε!

interiezione (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Τα λέμε!

interiezione (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Τα λέμε!

interiezione (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Τα λέμε, Μιλάμε, Θα τα πούμε

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Σα δε ντρέπεσαι!

interiezione (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Πλάκα κάνεις!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Έλα τώρα!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φχαριστώ

interiezione (καθομιλουμένη: ευγνωμοσύνη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βρε που να με πάρει!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Σίγουρα

interiezione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δεν βάζω και στοίχημα

interiezione

είμαι μέσα

interiezione (a un evento) (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

ό,τι πρέπει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una settimana di vacanza al sole è proprio quello che ci voleva.

παιχνιδάκι

(informale: problema semplice) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

είσαι μέσα;

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εύκολο θύμα

χρονοβόρος

(espressione: [qlcs] che prende tempo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

είμαι όπως με γέννησε η μάνα μου

verbo intransitivo (informale, idiomatico: nudo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κτ είναι ό,τι πρέπει

(figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό το κρύο καρπούζι είναι ό,τι πρέπει.

έχω τα προσόντα

verbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È molto creativa, ma non sono sicura che abbia quel che ci vuole per lottare e sopravvivere nel mondo della moda.

ποτέ

locuzione aggettivale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I Beatles sono stati uno dei gruppi più famosi di sempre.
Οι Μπιτλς ήταν ένα από τα πιο επιτυχημένα συγκροτήματα που υπήρξαν ποτέ.

μέχρι να τα ξαναπούμε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per favore, bada a mia sorella finché non ci rivediamo.

εντάξει, σύμφωνοι

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Proviamo il nuovo ristorante cinese?" "Va bene".
«Να δοκιμάσουμε αυτό το νέο κινέζικο εστιατόριο;» «Ναι, σύμφωνοι!»

Σώπα!, Τι λες τώρα;

interiezione (informale: incredulità)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Jane si sposa? Non ci credo! Pensavo che sarebbe rimasta single per sempre.
Η Τζέιν παντρεύεται; Αποκλείεται! Νόμιζα ότι θα είναι για πάντα εργένισσα.

το έχω

interiezione (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non ti preoccupare dei piatti sporchi. Ci penso io.
Μην ανησυχείς για το πλύσιμο των πιάτων. Το 'χω εγώ.

κερδισμένος

sostantivo femminile (anche figurato)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

παλιά καραβάνα σε κτ

sostantivo maschile (figurato: esperto) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Farai bene a seguire i suoi consigli; è uno che ci sa fare con queste cose.
Καλά θα κάνεις να ακολουθήσεις τη συμβουλή του. Είναι παλιά καραβάνα σε αυτή τη δουλειά.

σίγουρο

παίρνω χρόνο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ci vuole tempo per fare questo lavoro come si deve.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα πάρει χρόνο να κάνω σωστά. Παίρνει πολύ χρόνο να γράψεις ένα καλό μυθιστόρημα.

τα λέμε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devo rispondere al telefono. A più tardi!
Πρέπει να απαντήσω σε αυτή την κλήση. Τα λέμε!

γεια

interiezione (informale) (καθομιλουμένη)

A presto! Ci si vede a scuola!
Γεια! Τα λέμε στο σχολείο.

το καλύτερο δυνατό

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτό ήταν

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ci siamo: questo è il mio ultimo giorno in Inghilterra.

αν χρειάζεται, αν απαιτείται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα λέμε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όλα τα κυνηγόσκυλα παρόντα

interiezione (i cani da caccia sono presenti)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θα είμαι εκεί

(informale: espressione)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ci στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.