Τι σημαίνει το guardare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης guardare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του guardare στο Ιταλικό.
Η λέξη guardare στο Ιταλικό σημαίνει παρακολουθώ, προσέχω, παρακολουθώ, ατενίζω, κοίτα, δες, κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, κοιτάζω προς, κοιτώ, κοιτάζω, κοιτάζω, προσέχω, βλέπω, παρακολουθώ, περιεργάζομαι, παρατηρώ, επεξεργάζομαι, περιεργάζομαι, κοιτάζω, κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, παρατηρώ, ρίχνω μια ματιά, βλέπω, κοιτάζω, βλέπω, κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ, αντικρίζω, φροντίζω, προσέχω, φροντίζω, προσέχω, παίζω, βάζω, προσέχω, φυλάσσω, επιβλέπω, ψάχνω, παρατηρητής τρένων, αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο, αντιμέτωπος με το θάνατο, καλύτερα να μην, έλα ντε! μακάρι να ήξερα!, παρατήρηση, παρακολούθηση, οπτική γωνία, βόλτα στις βιτρίνες, τυφλό σύστημα, αλαζονική συμπεριφορά, υπεροπτική συμπεριφορά, αλαζονική στάση, υπεροπτική στάση, χαζεύω τις βιτρίνες, κοιτάζω τις βιτρίνες, το να βλέπω επί ώρες μια σειρά, τυφλό σύστημα πληκτρολόγησης, κοιτάζω καλά καλά, κοιτάζω από την κορφή μέχρι τα νύχια, ψάχνω εξονυχιστικά, βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων, κοιτάζω κπ κατάματα, κοιτάζω και από την άλλη πλευρά, σέβομαι, στραβοκοιτάζω, λοξοκοιτάζω, κοιτάζω από ψηλά, δεν κοιτάζω πίσω, δεν δίνω σημασία, δεν προσέχω, βλέπω κτ στις σωστές του διαστάσεις, ρίχνω μια προσεκτική ματιά, βλέπω τη γενικότερη εικόνα, απολαμβάνω τις μικρές χαρές, απολαμβάνω τα απλά πράγματα, διαβάζω την ώρα, κοιτάω στα μάτια, μένω με το στόμα ανοιχτό, παρατηρώ τα ουράνια σώματα, κοιτάζω έντονα, ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο, χαζεύω έξω, κοιτάζω προσεκτικά, βλέπω σε κτ, κοιτάω λάγνα, κοιτώ λάγνα, κοιτάζω λάγνα, κοιτάζω απειλητικά, κοιτάω προς κπ/κτ, κοιτάζω μπροστά, κοιτάζω μπροστά μου, χαμηλώνω το βλέμμα μου, απομακρύνω το βλέμμα, κοιτάω αλλού, κοιτάζω πίσω, κοιτάζω προς τα πάνω, κάνω έρευνα αγοράς, συγκρίνω τιμές, κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλον, γλυκοκοιτάζω, εξετάζω προσεκτικά, βλέπω κτ για να σπάσω πλάκα, βλέπω τηλεόραση, βλέπω τηλεόραση, θεωρώ, κοιτάζω πέρα από κτ, κοιτάω μέσω, κοιτάω διαμέσου,κοιτάω μέσα από, έχω σε υπόληψη, κοιτάζω κπ στα μάτια, κάνω τα στραβά μάτια, αποδοκιμάζω, κοιτάζω προσεκτικά κτ, εξετάζω προσεκτικά κτ, ρίχνω μια προσεκτική ματιά, καταφεύγω σε κπ/κτ, στρέφομαι σε κπ/κτ, κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτάω, κρυφοκοιτώ, χαζεύω, αγριοκοιτάζω, κοιτάω μοχθηρά, κοιτώ μοχθηρά, κοιτάζω μοχθηρά, αγριοκοιτάζω, χαζεύω κπ/κτ με το στόμα ανοιχτό, κοιτάω μέσα σε κτ, κοιτάζω μέσα σε κτ, κοιτάζω μπροστά, κοιτάζω έξω, αντιμετωπίζω, αποδέχομαι, παραδέχομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης guardare
παρακολουθώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È stato a guardare la zuffa nel parco. Κοιτούσε (or: έβλεπε) τον καυγά στο πάρκο. |
προσέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le infermiere sorvegliano i bambini. Οι νοσοκόμες επιτηρούν (or: επιβλέπουν) τα παιδιά. |
παρακολουθώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Frank preferisce stare a guardare invece che partecipare. Ο Φρανκ προτιμά να κοιτάει (or: βλέπει) παρά να συμμετέχει. |
ατενίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Janet è seduta nel parco e osserva le nuvole. |
κοίτα, δες
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Guarda, amico! Quella macchina è troppo figa. Για κοίτα, φίλε! Αυτό το αυτοκίνητο είναι τέλειο! |
κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha guardato alla sua destra. Κοίταξε στα δεξιά του. |
κοιτάζω προς
Incerta sul da farsi, Sue guardò Mark che era seduto alla sua sinistra. Καθώς δεν ήταν σίγουρη για το τι να κάνει, η Σου έστρεψε το βλέμμα προς τον Μαρκ ο οποίος κάθονταν στ' αριστερά της. |
κοιτώ, κοιτάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fammi guardare per vedere se c'è una perdita d'acqua. Άσε με να κοιτάξω τον σωλήνα, για να δω αν υπάρχει διαρροή. |
κοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guarda l'insegnante quando le parli. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά από αυτό που έγινε δεν μπορώ να τον αντικρίσω. |
προσέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (tenere d'occhio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guardami il bambino mentre gli preparo il bagnetto. Πρόσεχε το μωρό όσο θα ετοιμάζω το μπάνιο του. |
βλέπω(σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La finestra guarda verso il prato. Το παράθυρο έχει θέα στο λιβάδι. |
παρακολουθώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mia madre guardava dalla riva mentre mio padre mi insegnava a nuotare. Την ώρα που ο πατέρας μου με μάθαινε να κολυμπάω, η μητέρα μου παρακολουθούσε απ' την ακτή. |
περιεργάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρατηρώ, επεξεργάζομαι, περιεργάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scultore guardava la sua ultima creazione con orgoglio. Ο γλύπτης κοίταξε την τελευταία δημιουργία του με περηφάνια. |
κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guardami quando ti parlo! Κοίταζέ με όταν σου μιλάω! |
παρατηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guardava i suoi movimenti con interesse. Παρατηρούσε τις κινήσεις της με ενδιαφέρον. |
ρίχνω μια ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il mio capo scorse i documenti prima di firmarli. Μπορώ να ρίξω μια ματιά σ' αυτά τα παλιά ρούχα πριν να τα πετάξεις, μήπως υπάρχει κάτι που μου αρέσει; Το αφεντικό μου έριξε μια ματιά στα χαρτιά πριν τα υπογράψει. |
βλέπω, κοιτάζω(μεταφορικά: έχω θέα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questa casa ha cinque finestre che guardano verso la strada. Αυτό το σπίτι έχει πέντε παράθυρα που βλέπουν (or: κοιτάζουν) στον δρόμο. |
βλέπω, κοιτάζω(essere orientato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La loro casa guarda verso il mare. Το σπίτι βλέπει τη θάλασσα. |
βλέπω(essere esposto) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La nostra camera da letto guarda a est. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το δωμάτιό μας βλέπει την ανατολή. |
παρατηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha osservato la sua faccia a lungo, e poi ha sorriso. Περιεργάστηκε το πρόσωπό του για πολύ ώρα και μετά χαμογέλασε. |
αντικρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La prima volta che abbiamo visto le Montagne Rocciose siamo rimasti stupefatti. Νιώσαμε δέος όταν για πρώτη φορά αντικρίσαμε τα Βραχώδη Όρη. |
φροντίζω, προσέχω(informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chi terrà i bambini mentre saremo via? Ποιος θα προσέχει τα παιδιά για όσο θα λείπουμε; |
φροντίζω, προσέχω(informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi tieni il pesce rosso mentre sono via? Θα φροντίσεις το ψάρι μου όσο θα λείπω; |
παίζω, βάζω(musica) (αναμετάδοση, αναπαραγωγή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sto facendo suonare il nuovo cd nello stereo. Θα ακούσω το νέο CD στο στερεοφωνικό. |
προσέχω, φυλάσσω, επιβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θα έχεις το νου σου στο μαγαζί μου; |
ψάχνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se non sai chi era Ada Lovelace, cercala su internet. Ψάξε την στο διαδίκτυο αν δεν ξέρεις ποια ήταν η Άντα Λάβλεϊς. |
παρατηρητής τρένων(χόμπι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο(idiomatico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντιμέτωπος με το θάνατοverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un torero guarda in faccia la morte ogni volta che entra nell'arena. |
καλύτερα να μην
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Farai meglio a non organizzare nessuna festa mentre io e tua madre siamo assenti questo fine settimana. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Καλύτερα να μην σχεδιάζεις να κάνεις πάρτι ενώ η μητέρα σου κι εγώ θα λείπουμε το Σαββατοκύριακο. |
έλα ντε! μακάρι να ήξερα!(colloquiale) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) D: "Chi ha mangiato i miei biscotti?" R: "Io che ne so? Sono appena arrivata". |
παρατήρηση, παρακολούθησηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il suo guardare fiori e insetti le ha fatto pensare che fosse un eccentrico. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Του αρέσει η παρατήρηση (or: παρακολούθηση) των άλλων ανθρώπων και πολλοί τον θεωρούν αδιάκριτο. |
οπτική γωνία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βόλτα στις βιτρίνεςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non posso permettermi di comprare niente in questo momento, perciò guardo solo le vetrine. |
τυφλό σύστημαverbo intransitivo (μτφ: δακτυλογράφηση) |
αλαζονική συμπεριφορά, υπεροπτική συμπεριφορά, αλαζονική στάση, υπεροπτική στάση(αποδοκιμασίας) Pensa di essere meglio di noi e ci tratta sempre con un brutto atteggiamento di superiorità. |
χαζεύω τις βιτρίνες, κοιτάζω τις βιτρίνεςverbo transitivo o transitivo pronominale (senza comprare niente) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το να βλέπω επί ώρες μια σειρά(un programma televisivo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τυφλό σύστημα πληκτρολόγησης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κοιτάζω καλά καλά, κοιτάζω από την κορφή μέχρι τα νύχια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lo ha guardato negli occhi e gli ha chiesto dov'era stato la sera prima. |
ψάχνω εξονυχιστικά
Durante l'indagine per ritrovare il bambino scomparso, la polizia ha cercato dappertutto. |
βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Guardando sempre il lato positivo delle cose sarai una persona molto più felice. |
κοιτάζω κπ κατάματαverbo transitivo o transitivo pronominale |
κοιτάζω και από την άλλη πλευράverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando attraversi la strada non guardare solo a destra ma guarda anche dall'altra parte. |
σέβομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'anziano professore era guardato con rispetto dai suoi colleghi della facoltà. |
στραβοκοιτάζω, λοξοκοιτάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοιτάζω από ψηλάverbo intransitivo (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dalla cima della torre si può guardare in basso su tutta la città. Από την κορυφή του πύργου μπορείς να κοιτάξεις από ψηλά όλη την πόλη. |
δεν κοιτάζω πίσωverbo intransitivo (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν δίνω σημασία, δεν προσέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non guardare l'uomo dietro la tenda. |
βλέπω κτ στις σωστές του διαστάσειςverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il disastro mi ha aiutata a mettere in prospettiva i miei problemi. |
ρίχνω μια προσεκτική ματιάverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se guardi attentamente vedrai che questa banconota non ha la filigrana: è un falso. Αν ρίξεις μια προσεκτική ματιά, θα δεις ότι το χαρτονόμισμα δεν έχει υδατογράφημα· είναι πλαστό. |
βλέπω τη γενικότερη εικόνα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απολαμβάνω τις μικρές χαρές, απολαμβάνω τα απλά πράγματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαβάζω την ώρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοιτάω στα μάτια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Chi mente spesso evita di guardarti negli occhi. |
μένω με το στόμα ανοιχτόverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il mago si aspettava un applauso, ma il pubblico si limitò a guardare a bocca spalancata. |
παρατηρώ τα ουράνια σώματαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοιτάζω έντονα
|
ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Guardammo dappertutto ma non riuscimmo a trovarlo. |
χαζεύω έξωverbo intransitivo (μτφ: κοιτάω) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
κοιτάζω προσεκτικάverbo transitivo o transitivo pronominale Se guardi attentamente, noterai i bei motivi sulle ali della farfalla. |
βλέπω σε κτ
Il soggiorno guarda sul giardino. |
κοιτάω λάγνα, κοιτώ λάγνα, κοιτάζω λάγναverbo transitivo o transitivo pronominale I ragazzini guardavano in modo lascivo le ragazze della squadra di pallavolo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα έφηβα αγόρια κοιτούσαν λάγνα την ομάδα βόλλεϋ των κοριτσιών. |
κοιτάζω απειλητικά(figurato, informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hason guardava in cagnesco la sua insegnante di matematica pensando che l'algebra fosse una tortura. |
κοιτάω προς κπ/κτ
|
κοιτάζω μπροστά, κοιτάζω μπροστά μου(letterale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se stai guidando, è meglio guardare avanti, verso la strada. Όταν είσαι ο οδηγός είναι καλύτερο να κοιτάζεις μπροστά στο δρόμο. |
χαμηλώνω το βλέμμα μου(ντροπή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gary guardava in basso per la vergogna mentre l'insegnante lo rimproverava. Ο Γκάρυ χαμήλωσε το βλέμμα του ντροπιασμένος, καθώς τον μάλωνε ο δάσκαλος. |
απομακρύνω το βλέμμα, κοιτάω αλλούverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il bambino sapeva di essere nei guai e quando la maestra lo guardò dovette distogliere lo sguardo. Το μικρό αγόρι ήξερε ότι είχε μπλέξει και όταν το κοίταξε ο δάσκαλος απομάκρυνε το βλέμμα του (or: κοίταξε αλλού). Ήταν ταινία τρόμου και έπρεπε να κοιτάω αλλού την περισσότερη ώρα! |
κοιτάζω πίσω(κυριολεκτικά) Μην κοιτάς πίσω. Ό,τι σε κυνηγά μπορεί να σε πλησιάζει επικίνδυνα. (Σάτσελ Πέιτζ). |
κοιτάζω προς τα πάνω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se vuoi sentirti minuscolo, alza lo sguardo e osserva le stelle di notte. Αν θες να νιώσεις μικροσκοπική, κοίταξε προς τα πάνω και δες τ' αστέρια τη νύχτα. |
κάνω έρευνα αγοράς, συγκρίνω τιμέςverbo intransitivo (informale: informarsi prima di comprare) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È meglio guardare in giro da vari concessionari prima di comprare un'auto nuova. |
κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλον(figurato) (μεταφoρικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Την Πρωτοχρονιά, σε πολλούς από εμάς αρέσει να κοιτάζουμε μπροστά (or: να κοιτάζουμε στο μέλλον) και να σκεφτόμαστε τις θετικές αλλαγές που μπορούμε να κάνουμε τη χρονιά που έρχεται. |
γλυκοκοιτάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli adolescenti osservavano con desiderio le donne sulla rivista. |
εξετάζω προσεκτικάverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βλέπω κτ για να σπάσω πλάκαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βλέπω τηλεόραση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Uno dei miei passatempi preferiti è guardare la televisione con la mia famiglia. Ένα από τα αγαπημένα μου χόμπι είναι να βλέπω τηλεόραση με την οικογένειά μου. |
βλέπω τηλεόρασηverbo transitivo o transitivo pronominale |
θεωρώ(κάποιον κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo considerava un eroe. Τον θεωρούσε ήρωα. |
κοιτάζω πέρα από κτverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Guarda al di là del suo aspetto fisico, considera la sua personalità. |
κοιτάω μέσω, κοιτάω διαμέσου,κοιτάω μέσα απόverbo intransitivo (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se guardi attraverso il microscopio puoi vedere le singole cellule. Guarda attraverso la finestra e dimmi cosa vedi. Μπορείς να δεις μεμονωμένα κύτταρα αν κοιτάξεις μέσα από ένα μικροσκόπιο. |
έχω σε υπόληψη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Idealmente, i figli dovrebbero guardare con ammirazione i genitori. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όλοι τη θαύμαζαν για τον εξαιρετικό επαγγελματισμό της. |
κοιτάζω κπ στα μάτια(figurato: parlare con franchezza) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Guardami negli occhi e dimmi che non hai copiato durante il test. |
κάνω τα στραβά μάτια(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il giudice guarda dall'altra parte quando qualcuno del suo staff commette un reato minore. |
αποδοκιμάζω(idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I ristoranti di lusso non vedono di buon occhio clienti in pantaloncini e scarpe da tennis. |
κοιτάζω προσεκτικά κτ, εξετάζω προσεκτικά κτverbo Guardò da vicino la lapide e riuscì a giusto a vedere l'iscrizione sbiadita. |
ρίχνω μια προσεκτική ματιάverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prima di comprare un'auto usata controllo attentamente il motore. |
καταφεύγω σε κπ/κτ, στρέφομαι σε κπ/κτverbo intransitivo I bambini guardano ai genitori per avere una guida. Τα παιδιά καταφεύγουν στους γονείς τους για καθοδήγηση. |
κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτάω, κρυφοκοιτώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαζεύω(αφηρημένα, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Judith fissò lo sguardo sulle placide acque del lago Η Τζούντιθ κοίταζε αφηρημένη προς τα ήρεμα νερά της λίμνης. |
αγριοκοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Perché mi guardi storto? Γιατί με αγριοκοιτάς; |
κοιτάω μοχθηρά, κοιτώ μοχθηρά, κοιτάζω μοχθηράverbo intransitivo Il bullo lo guardava malignamente dall'altra parte della classe. |
αγριοκοιτάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non mi guardare in modo minaccioso: non sono stato io a sfasciarti la macchina. Μη με αγριοκοιτάζεις, δεν κατέστρεψα εγώ το αυτοκίνητό σου. |
χαζεύω κπ/κτ με το στόμα ανοιχτόverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I bambini guardavano a bocca aperta il cane che restava in equilibrio in cima a una palla. |
κοιτάω μέσα σε κτ, κοιτάζω μέσα σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Frank guardò nel frigo per vedere se c'era del latte. |
κοιτάζω μπροστά(figurato) (μεταφορικά) L'azienda guarda al futuro e spera di espandere il proprio business. Η εταιρεία κοιτάζει μπροστά κι ελπίζει να επεκτείνει τις δραστηριότητές της. |
κοιτάζω έξωverbo intransitivo Se guardi fuori dalla finestra puoi vedere l'oceano. Αν κοιτάξεις έξω απ' το παράθυρο, μπορείς να δεις τον ωκεανό. |
αντιμετωπίζω, αποδέχομαι, παραδέχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bisogna che guardi in faccia la realtà e affronti la questione rapidamente. Πρέπει να αποδεχτείς την πραγματικότητα και να διευθετήσεις γρήγορα το ζήτημα. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του guardare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του guardare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.