Τι σημαίνει το comodo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης comodo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του comodo στο Ιταλικό.

Η λέξη comodo στο Ιταλικό σημαίνει άνετα, αναπαυτικός, άνετος, χρήσιμος, βολικός, αναπαυτικός, άνετος, άνετος, με βολεύει, με εξυπηρετεί, άνετος, ευχάριστος, ζεστός, άνετος, άνεση, χαλαρός, άνετος, εύκολος, ξεκούραστος, ζεστός, φαρδύς, χαλαρός, οικείος, κακομαθημένος, χωρίς κούμπωμα, με άνεση, όταν βολεύει, όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, λευκός γάμος, βολεύομαι, χαλαρώνω, χαλαρώνω, άνεση, χαλαρότητα, βολεύομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης comodo

άνετα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nel weekend indosso sempre vestiti comodi. Sei comoda lì seduta per terra?
Τα σαββατοκύριακα, πάντα φοράω ρούχα με τα οποία νιώθω άνετα. Είσαι άνετα έτσι που κάθεσαι στο πάτωμα;

αναπαυτικός, άνετος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il divano è comodo.
Πολύ βολικός αυτός ο καναπές.

χρήσιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È comodo avere in casa un microonde.
Είναι πολύ πρακτικό να έχεις έναν φούρνο μικροκυμάτων στο σπίτι.

βολικός, αναπαυτικός, άνετος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Anche se questi pantaloni da sport sono vecchi non li butterei mai via da quanto sono comodi.

άνετος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si è seduto sulla sua sedia comoda e ha guardato la televisione.
Κάθισε στην άνετη καρέκλα του και παρακολούθησε τηλεόραση.

με βολεύει, με εξυπηρετεί

sostantivo maschile (quando è comodo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non c'è fretta, chiamami pure con comodo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν βιαζόμαστε, έλα με την άνεσή σου.

άνετος, ευχάριστος

aggettivo (χώρος, έπιπλο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'era un vento gelido fuori, ma la casa era calda e confortevole.
Φυσούσε ένας κρύος αέρας, αλλά το σπίτι ήταν ζεστό και χουχουλιάρικο μέσα.

ζεστός, άνετος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il tempo fuori era tremendo, ma Mark stava bene e comodo davanti al camino.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι ήταν χουχουλιάρικη παρά το κρύο που έκανε έξω.

άνεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Che Brad fosse a suo agio era evidente a tutti dato che stava seduto in una sedia ben imbottita.
Το πόση άνεση ένιωθε ο Μπραντ ήταν εμφανές σε όλους μια που καθόταν σε μια παραφουσκωμένη πολυθρόνα.

χαλαρός

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La coppia si fece una passeggiata tranquilla nel parco al tramonto.

άνετος, εύκολος, ξεκούραστος

(informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eddie vuole un lavoro facile facile che gli permetta di giocare a golf ogni pomeriggio.

ζεστός

aggettivo (ευχάριστα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φαρδύς, χαλαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Indossa vestiti non aderenti per permettere alla pelle di traspirare.

οικείος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La casa è piccola, ma è piuttosto confortevole.

κακομαθημένος

χωρίς κούμπωμα

locuzione aggettivale (κατά περίπτωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με άνεση, όταν βολεύει

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία

(formale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per favore, può restituirmi i libri quando le è più comodo?

λευκός γάμος

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I membri delle famiglie reali hanno sempre contratto matrimoni di convenienza invece di sposarsi per amore.

βολεύομαι

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi sono messo comodo sul divano.

χαλαρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bruce adora stare tranquillo quando è al bungalow sul lago.
Του Μπρους του αρέσει να χαλαρώνει όταν είναι στο εξοχικό στη λίμνη.

χαλαρώνω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

άνεση, χαλαρότητα

locuzione avverbiale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Durante il periodo di riflessione i clienti possono riflettere con comodo sulla loro scelta.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η περίοδος χάριτος σημαίνει ότι οι πελάτες έχουν την άνεσή τους να σκεφτούν την απόφασή τους.

βολεύομαι

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Polly si mise comoda sui cuscini.
Η Πόλυ χώθηκε στα μαξιλάρια.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του comodo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.