Τι σημαίνει το contrario στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης contrario στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contrario στο Ιταλικό.
Η λέξη contrario στο Ιταλικό σημαίνει δυσαρεστώ, προκαλώ, δυσαρεστώ, εκνευρίζω, πειράζω, εχθρικός, αντίθετος, κατά, εναντίον, κπ που ασκεί βέτο, το αντίθετο, αυτός που είναι κατά, αντίθετος, αντώνυμο, αντίθετο, αρνητικός, δυσμενής, το αντίστροφο, το αντίθετο, αντίθετος, αντίθετος, αντίθετος, δυσμενής, αντίθετος, αντίθετος, ανάποδος, αντίθετο, αντίστροφο, αντίθετος, αντίστροφος, αντίστροφος, αντίθετος, αντίθετος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης contrario
δυσαρεστώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκαλώ(μτφ: αντιτίθεμαι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lucy ha un caratteraccio, quindi cerca di non contrariarla. |
δυσαρεστώ(αγανάκτηση, δυσφορία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκνευρίζω, πειράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Certo che non sei una persona orribile, Neil l'ha detto solo per farti dispetto perché sa che piaci a tutti più di lui. Φυσικά και δεν είσαι απαίσιο άτομο. Ο Νηλ απλά το είπε για να σε εκνευρίσει γιατί ξέρει πως όλοι σε πάνε περισσότερο από εκείνον. |
εχθρικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντίθετοςaggettivo (idea, posizione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατά, εναντίον
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Dei 650 voti solo tre erano contrari alla mozione. Από τις 650 ψήφους, μόνο τρεις ήταν ενάντια στην πρόταση. |
κπ που ασκεί βέτοsostantivo maschile (di persona) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La giuria non ha ancora raggiunto una decisione; ci sono ancora alcuni contrari. |
το αντίθετοsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Alcuni credono che le spiegazioni scientifiche rovinino la nostra percezione della natura, ma trovo che sia vero il contrario. Ορισμένοι πιστεύουν πως οι επιστημονικές εξηγήσεις μας αποτρέπουν από το να απολαμβάνουμε τη φύση, αλλά εγώ θεωρώ πως ισχύει το αντίθετο. |
αυτός που είναι κατάsostantivo maschile (persona) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sia coloro che erano favorevoli alla misura sia quelli che erano contrari hanno manifestato davanti alla sede del congresso. Τόσο εκείνοι που υποστήριξαν το μέτρο όσο και οι αντίθετοι με αυτό, έκαναν συλλαλητήρια μπροστά από το καπιτώλιο. |
αντίθετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντώνυμο, αντίθετο(με γενική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'antonimo di "severo" è "moderato. |
αρνητικός, δυσμενήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il nuovo farmaco può causare effetti indesiderati avversi. Το νέο φάρμακο μπορεί να έχει ανεπιθύμητες ενέργειες. |
το αντίστροφο, το αντίθετοsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu credi che il sole giri attorno alla Terra ma è vero il contrario. Πιστεύεις ότι ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη γη, ενώ συμβαίνει το αντίστροφο (or: το αντίθετο). |
αντίθετοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ogni azione ha una reazione uguale e contraria. Κάθε δράση έχει μια ίση και αντίθετη αντίδραση. |
αντίθετοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I venti sfavorevoli fecero ritardare l'avanzamento della nave. Οι κόντρα άνεμοι καθυστέρησαν την πορεία του καραβιού. |
αντίθετοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sembra sempre che i due abbiano opinioni opposte. Οι δυο άνδρες πάντα φαίνεται να έχουν αντίθετες απόψεις. |
δυσμενής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le condizioni del tempo sfavorevoli impedirono agli scalatori di raggiungere la vetta. |
αντίθετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Στον δημόσιο διάλογο εκφράστηκαν αρκετές αντικρουόμενες απόψεις. |
αντίθετος, ανάποδοςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Prima mi sono sbagliato; è vero il contrario di quello che ho detto. Είχα άδικο πριν. Ισχύει το αντίθετο (or: ανάποδο) απ' ότι είπα. |
αντίθετο, αντίστροφοsostantivo maschile Se io credo a una cosa, lei crede al contrario. Αν εγώ πιστεύω ένα πράγμα, αυτή θα πιστεύει το αντίθετο (or: αντίστροφο). |
αντίθετος, αντίστροφοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Randy non voleva ascoltare opinioni opposte. |
αντίστροφος, αντίθετοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Harry girò la moneta e vide che il lato opposto era più lucido. Ο Χάρι αναποδογύρισε το κέρμα και είδε ότι η πίσω πλευρά του ήταν πιο γυαλιστερή. |
αντίθετος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contrario στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του contrario
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.