Τι σημαίνει το come στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης come στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του come στο Ιταλικό.

Η λέξη come στο Ιταλικό σημαίνει πώς, πώς, όπως, καθώς, πώς, ό,τι, ως, ως, πώς, πόσο, τι, τόσο... όσο, τόσο... όσο, με την ιδιότητα του, σαν, όμοιος, παρόμοιος, πώς, όπως, από, όπως, σαν, όπως, όπως για παράδειγμα, εξίσου, τόσο όσο, ως, παρόμοιος, το ίδιο, ανάλογος με κτ, αντίστοιχος με κτ, συγκρίσιμος με κτ, πώς, λες και, σαν να, σάμπως να, φυτικός, γιατί, όπως και να 'χει, σε κάθε περίπτωση, όπως επιθυμείς, όπως θέλεις, που δε μοιάζει με τίποτε άλλο, ως εξής, φιλότιμα, σαν όλους τους άλλους, Τι παίζει;, Τι τρέχει;, ε;, διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας, ορμώ, χιμάω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, γουρουνιάζω, περιδρομιάζω, παίρνω κτ ως κτ, θεωρώ κτ ως κτ, παιδικός, παιδιάστικος, γλυκός σαν μέλι, γρήγορος, γιατί, κανονικά, φυσιολογικά, παρομοίως, ως δια μαγείας, κραυγαλέα, συνοδεύω, μηχανικός, μουλάρι, γουρουνίσιος, πρώτα, θεόκουφος, πολύ λεπτός, χλωμός, κωδικός για το γράμμα E, ακολουθώ, παρακολουθώ, πώς και...;, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μεταξένιος, πατρική φιγούρα, υπερπλήρης, λεοντόκαρδος, τσιτωμένος, τεζαρισμένος, τεταμένος, σαν χαρτί, τσίτσιδος, ξεβράκωτος, όμοιος με γύπα, που μοιάζει με γύπα, ξερός, που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ, πανεύκολος, όπως θα έπρεπε να είναι, όπως θα έπρεπε να είναι η κατάσταση, πονηρός σαν αλεπού, γεμάτος, φίσκα, ευδιόρατος, καθάριος, παγωμένος, παγερός, σκληρός, ανθεκτικός, σκληροτράχηλος, σε άριστη κατάσταση, θεότρελος, θεοπάλαβος, απατηλός, παραπλανητικός, παμπάλαιος, πανάρχαιος, πανάρχαιος, κατευχαριστημένος, ικανοποιημένος, κάτασπρος, κατάλευκος, ολόλευκος, γλυκός σαν μέλι, άσπρος σαν πανί, άσπρος σαν το χιόνι, αταίριαστος, παράταιρος, τούβλο, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, πλάκα, παγερά αδιάφορος, ικανοποιημένος, γερός και δυνατός, τσίτσιδος, γυμνός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης come

πώς

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hai visto come mi ha guardato?
Είδες πώς με κοίταξε;

πώς

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sai come riparare il televisore?
Ξέρεις πώς να φτιάξεις την τηλεόραση;

όπως, καθώς

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Come promesso, ecco i libri su Shakespeare.
Όπως υποσχέθηκα, να τα βιβλία για τον Σέξπιρ.

πώς

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Come stai?
Πώς είσαι;

ό,τι

congiunzione (αυτό που)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Fai come ti dico io, non come faccio io.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Φτιάξε το κουτί όπως σου έδειξα.

ως

(funzione)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Io, Steve e Julie lavoriamo bene come team.
Ο Στιβ, η Τζούλι κι εγώ δουλεύουμε καλά ως ομάδα.

ως

(ruolo)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Come insegnante in una zona disagiata, Jenna aveva lavorato con molti soggetti problematici.
Όντας δασκάλα σε υποβαθμισμένη περιοχή, η Τζένα είχε δουλέψει με πολλά παιδιά που αντιμετώπιζαν προβλήματα.

πώς

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non so come interpretare i suoi commenti.

πόσο, τι

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Come è gentile da parte tua!
Πόσο (or: Τι) ευγενικό εκ μέρους σου!

τόσο... όσο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo vino è buono quanto l'altro. Quella battuta è vecchia come il cucco.

τόσο... όσο

congiunzione

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Lui non è così furbo come si pensa.

με την ιδιότητα του

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο γιατρός, ως ειδικός, είναι το καταλληλότερο άτομο για να σε συμβουλεύσει για την πορεία της θεραπείας.

σαν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tutti i ragazzi vogliono incontrare una ragazza come lei.
Όλα τα αγόρια θέλουν να γνωρίσουν μια τέτοια κοπέλα.

όμοιος, παρόμοιος

(με κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Indossare queste nuove scarpe è come passeggiare su una nuvola.
Το να φοράς αυτά τα καινούρια παπούτσια είναι λες και περπατάς σε ένα σύννεφο.

πώς

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Come hai fatto a trovarci?
Πώς στο καλό μας βρήκες;

όπως

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Parla come suo fratello.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μιλάει σαν τον αδερφό της.

από

preposizione o locuzione preposizionale (για όνομα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Judith è stata chiamata come sua nonna.
Η Τζούντιθ πήρε το όνομα από τη γιαγιά της.

όπως

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Faceva di nuovo caldo oggi, come dovrebbe essere d'estate.
Έκανε ξανά ζέστη σήμερα, όπως πρέπει να είναι το καλοκαίρι.

σαν

preposizione o locuzione preposizionale

Correva come un matto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έτρεχε σαν τρελός.

όπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ψάχνεις για μια νέα πρόκληση; Σαν τι;

όπως για παράδειγμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Έχει πολλά καλά προσόντα όπως για παράδειγμα εξυπνάδα και πνεύμα.

εξίσου, τόσο όσο

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Glen ha mandato a Sandy una scatola di cioccolatini come regalo per farsi perdonare.
Ο Γκλεν έστειλε στη Σάντυ ένα κουτί σοκολατάκια ως ένδειξη συγγνώμης.

παρόμοιος

preposizione o locuzione preposizionale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

το ίδιο

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανάλογος με κτ, αντίστοιχος με κτ, συγκρίσιμος με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Che tipo è? Ci si può fidare?
Πώς είναι; Μπορούμε να τον εμπιστευτούμε;

λες και, σαν να, σάμπως να

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Jeff barcollava lungo il vialetto come se fosse ubriaco.
Ο Τζεφ παραπατούσε στον δρόμο, λες και (or: σαν να) ήταν μεθυσμένος.

φυτικός

(ιατρική: κατάσταση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γιατί

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Perché sorridi così?
Γιατί χαμογελάς έτσι;

όπως και να 'χει, σε κάθε περίπτωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η ομάδα μας θα τους νικήσει σε κάθε περίπτωση.

όπως επιθυμείς, όπως θέλεις

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που δε μοιάζει με τίποτε άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ως εξής

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le istruzioni sono le seguenti: "Rimuovere il coperchio, bere il caffè".
Οι οδηγίες είναι οι εξής: «Αφαιρέστε το καπάκι, πιείτε τον καφέ».

φιλότιμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σαν όλους τους άλλους

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Era un giorno qualsiasi quando l'auto si schiantò nel loro soggiorno.
Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μέχρι που το αυτοκίνητο εισέβαλε στο σαλόνι τους.

Τι παίζει;, Τι τρέχει;

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν δουλεύει καθόλου και τώρα ορίστηκε διευθύντριά μας. Πώς έγινε αυτό;

ε;

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Prego? Sta parlando con me?

διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας

(acronimo)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ορμώ, χιμάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jeffrey sfrecciò per il negozio.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(specialmente di veicoli a motore)

L'automobile sfrecciò in una nuvola di gas di scarico.

γουρουνιάζω, περιδρομιάζω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il Martedì Grasso è un giorno per abbuffarsi prima che inizi la Quaresima.

παίρνω κτ ως κτ, θεωρώ κτ ως κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παιδικός, παιδιάστικος

(atto, gesto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Μου έσκασε ένα παιδιάστικο (or: παιδικό) χαμόγελο και είπε: «Ας το δοκιμάσουμε!».

γλυκός σαν μέλι

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il tuo viso innocente era delizioso la prima volta che ti ho incontrata.

γρήγορος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γιατί

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Perché questa minestra è già fredda?
Γιατί κρύωσε ήδη η σούπα;

κανονικά, φυσιολογικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Η Κέιτ σκεφτόταν ότι ίσως θα απολυόταν, αλλά αντίθετα η μέρα εξελίχθηκε κανονικά.

παρομοίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Per me un espresso". "Idem".

ως δια μαγείας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando sono arrivato dal dottore, mi sono magicamente sentito meglio.

κραυγαλέα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συνοδεύω

(cibo: contorni)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per accompagnare la bistecca ho ordinato un contorno di patate dolci. // Le nostre omelette sono accompagnate da insalata o patatine.
Οι ομελέτες μας συνοδεύονται από σαλάτα ή πατάτες τηγανιτές.

μηχανικός

(figurato) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μουλάρι

(figurato) (μεταφορικά, ξεροκέφαλος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γουρουνίσιος

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρώτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La prima cosa che dobbiamo fare è trovare un posto dove stare.
Αυτό που πρέπει να κάνουμε πρωτίστως, είναι να βρούμε ένα μέρος να μείνουμε.

θεόκουφος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ λεπτός

χλωμός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κωδικός για το γράμμα E

(Alfabeto fonetico NATO)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il mio nome è Leah: Lima, Echo, Alfa, Hotel.

ακολουθώ, παρακολουθώ

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'agente pedinava il sospettato.

πώς και...;

(informale)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Come mai i tuoi cappelli sono tutti neri?
Πώς και είναι μαύρα όλα τα καπέλα σου;

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

aggettivo

Il cavallo da corsa era rapido come un fulmine.

μεταξένιος

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi piace molto questo nuovo pigiama vellutato!
Λατρεύω αυτές τις καινούριες μεταξένιες πιτζάμες!

πατρική φιγούρα

locuzione aggettivale

Geoffrey sembra un tipo amichevole come uno zio finché non inizia a parlare di politica.
Ο Τζέφρεϋ μοιάζει φιλικός τύπος, μια πατρική φιγούρα, μέχρι να αρχίσει να μιλάει για πολιτικά.

υπερπλήρης

(informale: sazio oltremodo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λεοντόκαρδος

sostantivo maschile (παλαιό, λόγιο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τσιτωμένος, τεζαρισμένος, τεταμένος

(idiomatico) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σαν χαρτί

(λεπτός, αδύναμος)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τσίτσιδος, ξεβράκωτος

locuzione aggettivale (figurato, idiomatico) (καθομιλουμένη: γυμνός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όμοιος με γύπα, που μοιάζει με γύπα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξερός

verbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά: βαθύς ύπνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Una volta che ha preso sonno dorme come un sasso: possiamo fare tutto il rumore che vogliamo.

που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ

aggettivo (ovvio, evidente) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dopo che me l'hai spiegata, la soluzione al problema mi sembra chiara come il sole.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά από εκείνο το πέσιμο τα καρούμπαλα στο κεφάλι του έβγαζαν μάτι.

πανεύκολος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Imparare a fare i pop-corn a casa è facile come l'ABC.

όπως θα έπρεπε να είναι

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Portò a termine la sua ispezione e risultò che tutto era come si conviene.

όπως θα έπρεπε να είναι η κατάσταση

locuzione aggettivale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'autista dell'autobus verificò che tutto fosse a posto prima di accendere il motore.

πονηρός σαν αλεπού

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γεμάτος, φίσκα

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La valigia era piena come un uovo e l'ho chiusa a fatica.

ευδιόρατος, καθάριος

(κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nonostante il portavoce della polizia avesse negato, il video dello spettatore mostrava in modo plateale l'aggressione del poliziotto senza alcuna provocazione.

παγωμένος, παγερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hai le mani fredde come il ghiaccio.

σκληρός, ανθεκτικός, σκληροτράχηλος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non riesco a frantumare il ghiaccio, è duro come la pietra.

σε άριστη κατάσταση

locuzione aggettivale (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Acquisto oggetti di seconda mano solo se sono come nuovi.

θεότρελος, θεοπάλαβος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non credere a una sola cosa che dice, è matto come un cavallo.

απατηλός, παραπλανητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La situazione non è come sembra.

παμπάλαιος, πανάρχαιος

aggettivo (informale) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo scherzo è vecchio come il cucco.

πανάρχαιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατευχαριστημένος, ικανοποιημένος

aggettivo (figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Angelina è felice come una Pasqua perché le hanno regalato un cucciolo per il suo compleanno.

κάτασπρος, κατάλευκος, ολόλευκος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando mi sposerò voglio indossare un vestito bianco come la neve e avere un grande bouquet.

γλυκός σαν μέλι

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questi cupcake sono dolci come il miele!

άσπρος σαν πανί

aggettivo (informale: pallido per lo choc) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sembra che tu abbia visto un fantasma: sei bianco come un cencio!

άσπρος σαν το χιόνι

aggettivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mia nonna aveva un piumone sul suo letto che era bianco come la neve.

αταίριαστος, παράταιρος

locuzione avverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In quanto unici europei presenti, ci siamo sentiti un po' come dei pesci fuor d'acqua.

τούβλο

aggettivo (colloquiale) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλάκα

locuzione aggettivale (καθομ: επίπεδος)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

παγερά αδιάφορος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ικανοποιημένος

aggettivo (figurato)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

γερός και δυνατός

aggettivo (idiomatico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τσίτσιδος

(figurato) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γυμνός

(gergale, idiomatico: nudo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του come στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του come

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.