Τι σημαίνει το persone στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης persone στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του persone στο Ιταλικό.

Η λέξη persone στο Ιταλικό σημαίνει άτομο, πρόσωπο, πρόσωπο, πρόσωπο, σώμα, άτομο, άνθρωπος, άνθρωπος, τύπος, άνθρωπος, τύπος, τύπισσα, τύπος, τύπισσα, πρόσωπο, αχρείος, κακούργος, απαγωγή, αρπαγή, απόδημος, ομογενής, φαρσέρ, συνταξιούχος, επίσημος, ρεαλιστής, ρεαλίστρια, Γιάνκης, ερωτών, που πάσχει από αμνησία, ηγέτης, αρχηγός, ρεμάλι, κάθαρμα, σκεπτόμενος, μηχανορράφος, δολοπλόκος, έκφυλος, μασκοφόρος, πνευματώδης, απεριποίητος, ατημέλητος, κάτοικος πόλης, πολυάσχολος, ασθενής, άρρωστος, κοινωνικός άνθρωπος, κακόφαγος, ηλικιωμένος, ηλικιωμένη, άγνωστος, εργατοημέρα, ανθρωποώρα, εργατοώρα, φτωχός, αρμόδιος για επικοινωνία, ανδρείκελο, Xennial, είδη προσωπικής περιποίησης, προσωπικά, δεινός γνώστης, δεινή γνώστρια, ταλέντο, αίνιγμα, μυστήριο, δίκαιος, χωρίς πιθανότητες επιτυχίας, αυτός που τσιμπολογεί, μασκαράς, αγγλόφωνος, που έχει μεγάλη περιουσία, που κάνει ράφτινγκ, ασήμαντος, από δεύτερο χέρι, σκουλήκι, εθνικόφρων, αυτοπροσώπως, κατά κεφάλη, φέρομαι κατά πως πρέπει στην ηλικία μου, κοινωνικό άτομο, φρικιό, υπηρέτης, υπηρέτρια, επισκέπτης, επισκέπτρια, δραστήριος, διασκεδαστής, διασκεδάστρια, τεθλιμμένος συγγενής, λέτσος, κομψός, στιλάτος, ρακοσυλλέκτης σε παραλία, αριστερός, επιτυχής, επιτυχημένος, κουβαλητής, γόης, αυτός που χαιρετά, καρδιοκατακτητής, καρδιοκατακτήτρια, αδύναμος, αδέξιος, ατζαμής, αυτός που κάνει προβλέψεις, παρείσακτος, απρόσκλητος επισκέπτης, βραβευμένος, αριστερός, παρατηρητής, παρατηρήτρια, αυτός που εμπιστεύομαι, το άτομο που εμπιστεύομαι, θύμα απαγωγής, που κάνει κατάχρηση, αυτός που κάνει δίαιτα, που αποφεύγει, αυτός που μουρμουρίζει ένα τραγούδι, περιπατητής, περιπατήτρια, που δαγκώνει, βουσμάνος, επιλογέας, αυτός που βγαίνει ραντεβού, χάρμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης persone

άτομο, πρόσωπο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Di quale persona stai parlando? La madre o la figlia?
Για ποιο άτομο (or: πρόσωπο) μιλάς; Τη μητέρα ή την κόρη;

πρόσωπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tutte le persone che hanno qualcosa a che fare con questo caso devono restare in tribunale.
Όλα τα άτομα που σχετίζονται με την υπόθεση πρέπει να παραμείνουν στο δικαστήριο.

πρόσωπο

sostantivo femminile (grammatica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La terza persona singolare del tempo presente di "essere" è "è".
Το τρίτο πρόσωπο ενικού του ενεστώτα του ρήματος «είμαι» είναι «είναι».

σώμα

(non comune)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non le piace che la propria persona venga toccata.
Δεν της αρέσει όταν αγγίζεις το σώμα της.

άτομο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'opera parla di cinque persone su un'isola deserta.
Το έργο πραγματεύεται πέντε άτομα σε ένα έρημο νησί.

άνθρωπος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le persone differiscono dagli animali e dagli oggetti per la loro capacità di ragionare.

άνθρωπος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Leslie si sentiva più felice di quanto una persona avesse diritto di essere.

τύπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
È solo una persona che ho incontrato sull'autobus.
Είναι απλώς ένας τύπος που γνώρισα στο λεωφορείο.

άνθρωπος

(singola persona)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
All'apertura c'era una sola persona.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η κοινωνία οφείλει να σέβεται το άτομο.

τύπος, τύπισσα

sostantivo femminile (αργκό: άτομο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

τύπος, τύπισσα

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

πρόσωπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tutte le aziende e le persone fisiche sono soggette al regolamento.

αχρείος, κακούργος

(figurato, persona)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Ο Μπεν ήταν ένα τέρας που εκμεταλλευόταν τους φίλους του.

απαγωγή, αρπαγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nel palazzo reale c'è stato un rapimento.

απόδημος, ομογενής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Will decise di diventare un espatriato e si trasferì in Italia.

φαρσέρ

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I burloni facevano scherzi telefonici ai loro genitori, spacciandosi per poliziotti.

συνταξιούχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επίσημος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
L'aeroporto offre un lounge speciale, riservato ai VIP.

ρεαλιστής, ρεαλίστρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
I pragmatisti prendono le loro decisioni sulla basa del raziocinio e del buon senso.

Γιάνκης

(USA)

Brad lavorò al nord, tra i nordisti, per dieci anni.

ερωτών

(generico, formale) (επίσημο)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

που πάσχει από αμνησία

(tecnico, medicina) (άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ηγέτης, αρχηγός

(figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ρεμάλι, κάθαρμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκεπτόμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μηχανορράφος, δολοπλόκος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

έκφυλος

μασκοφόρος

(persona mascherata)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

πνευματώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απεριποίητος, ατημέλητος

(colloquiale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάτοικος πόλης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πολυάσχολος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hai pulito tutta la casa stamattina? Sei davvero infaticabile!

ασθενής, άρρωστος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il compito dell'infermiere è assistere i malati.

κοινωνικός άνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
John è davvero un estroverso: riesce a parlare con tutti.

κακόφαγος

(nel mangiare)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ηλικιωμένος, ηλικιωμένη

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

άγνωστος

La giuria ha emesso un verdetto di omicidio da parte di ignoto o ignoti.

εργατοημέρα

sostantivo femminile (unità di misura: lavoro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανθρωποώρα, εργατοώρα

sostantivo femminile (unità di misura: lavoro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φτωχός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρμόδιος για επικοινωνία

(persona, ufficio)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανδρείκελο

(inutile, insignificante)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Xennial

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

είδη προσωπικής περιποίησης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Το ξενοδοχείο θα σας παρέχει ευχαρίστως όποια είδη προσωπικής περιποίησης ξεχάσατε.

προσωπικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ma certo che posso procurarti un autografo; conosco Michael Jordan personalmente!

δεινός γνώστης, δεινή γνώστρια

(με γενική: ενός θέματος)

ταλέντο

(persona di talento) (μτφ: άτομο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il produttore musicale riconosceva un talento quando ne vedeva uno.
Ο μουσικός παραγωγός μπορούσε να αναγνωρίσει ένα ταλέντο όταν το έβλεπε.

αίνιγμα, μυστήριο

(di persona) (μυστηριώδες άτομο, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kyle è così cupo e silenzioso: un vero enigma.

δίκαιος

(figurato: leale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un vero sportivo non metterebbe in discussione il risultato finale.

χωρίς πιθανότητες επιτυχίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτός που τσιμπολογεί

(informale)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μασκαράς

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αγγλόφωνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ci sono circa 125 milioni di anglofoni in India.

που έχει μεγάλη περιουσία

(finanza: ricco)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που κάνει ράφτινγκ

(sport: rafting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Andiamo in vacanza sul fiume Colorado perché mio marito è un rafter.

ασήμαντος

(figurato, spregiativo) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non preoccuparti del suo accesso d'ira, è solo una mezzacalzetta.

από δεύτερο χέρι

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lei non era presente; l'ha saputo indirettamente.
Δεν ήταν εκεί. Το έμαθε από δεύτερο χέρι.

σκουλήκι

(offensivo) (μεταφορικά, μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il bullo ha preso a pugni il ragazzino e gli ha detto: "Stai giù verme!"

εθνικόφρων

sostantivo femminile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτοπροσώπως

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era incredibilmente eccitato all'idea di vedere di persona il suo cantante preferito.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήταν απίστευτα ενθουσιασμένος που είδε τον αγαπημένο του μουσικό από κοντά.

κατά κεφάλη

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Abbiamo diviso il conto e abbiamo pagato 15 Euro a testa.

φέρομαι κατά πως πρέπει στην ηλικία μου

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fred dovrebbe iniziare a comportarsi da persona matura.

κοινωνικό άτομο

Ήταν πολύ κοινωνικό άτομο και μιλούσε με όλους στο πάρτυ.

φρικιό

(καθομ, μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bambini a scuola dicevano che Karen era una persona stravagante perché si vestiva in modo diverso dagli altri.
Τα παιδιά στο σχολείο έλεγαν ότι η Κάρεν ήταν φρικιό επειδή ντυνόταν διαφορετικά από όλους τους άλλους.

υπηρέτης, υπηρέτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Prima della seconda guerra mondiale molte case nel Regno Unito avevano dei domestici.
Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλά νοικοκυριά στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν υπηρέτες.

επισκέπτης, επισκέπτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Elizabeth fece del caffè per gli ospiti.
Η Ελίζαμπεθ έφτιαξε καφέ στους καλεσμένους της.

δραστήριος

sostantivo femminile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi piace un capo che è una persona che si dà da fare piuttosto che uno che chiacchiera.

διασκεδαστής, διασκεδάστρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Samantha ha frequentato una scuola di recitazione per diventare una persona di spettacolo professionista dopo il diploma.

τεθλιμμένος συγγενής

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λέτσος

sostantivo femminile (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Non riesco a credere che Janie esca con un trasandato come Robert.

κομψός, στιλάτος

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ρακοσυλλέκτης σε παραλία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αριστερός

sostantivo maschile (πολιτική: μέλος της αριστεράς)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mia madre è una persona di sinistra, ma mio padre è un conservatore.

επιτυχής, επιτυχημένος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
George è una persona di successo che lavora duramente per raggiungere i suoi obiettivi.

κουβαλητής

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mia madre era la persona che manteneva la famiglia, mentre mio padre stava a casa con noi bambini.

γόης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il nuovo fidanzato di Lindsey è un seduttore: scommetto che ha avuto molte fidanzate in passato!

αυτός που χαιρετά

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La persona che dà il benvenuto ci porse un cesto per la spesa quando entrammo nel negozio.

καρδιοκατακτητής, καρδιοκατακτήτρια

(persona amata)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Milly era così eccitata all'idea di incontrare il suo innamorato che svenì.

αδύναμος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Rob era una persona gracile di 45 chili.

αδέξιος, ατζαμής

sostantivo femminile (figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mia è una persona dalle mani di pastafrolla: le cade sempre la palla quando giochiamo a tirarcela.

αυτός που κάνει προβλέψεις

(specifico: previsioni sul futuro)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρείσακτος, απρόσκλητος επισκέπτης

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βραβευμένος

sostantivo femminile

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αριστερός

(καθομιλουμένη-για πολιτικές πεποιθήσεις)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In California ci sono moltissime persone di sinistra.

παρατηρητής, παρατηρήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αυτός που εμπιστεύομαι, το άτομο που εμπιστεύομαι

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Jenny chiamò Maria, la sua persona di fiducia, affinché l'accompagnasse nella pericolosa missione.
Η Τζένη τηλεφώνησε στην Μαρία, το άτομο που εμπιστευόταν, για να τη συνοδεύσει στην επικίνδυνη αποστολή της.

θύμα απαγωγής

sostantivo femminile (για όλα τα γένη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

που κάνει κατάχρηση

sostantivo femminile (alcol, droga, ecc.) (ουσιών)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
È noto che l'uomo arrestato dalla polizia in relazione al furto faccia abuso di sostanze.

αυτός που κάνει δίαιτα

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που αποφεύγει

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτός που μουρμουρίζει ένα τραγούδι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιπατητής, περιπατήτρια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

που δαγκώνει

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βουσμάνος

sostantivo femminile (Αυστραλός ιθαγενής)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επιλογέας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυτός που βγαίνει ραντεβού

sostantivo femminile (figurato: appuntamento romantico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χάρμα

(figurato, specifico: persona) (λόγιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτά τα δύο διαμαντάκια είναι οικογενειακά κειμήλια.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του persone στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του persone

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.