Τι σημαίνει το perso στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης perso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του perso στο Ιταλικό.
Η λέξη perso στο Ιταλικό σημαίνει χάνω, χάνω, έχω διαρροή, χάνω, χάνω, χάνω, χάνω, χάνω, χάνω, αφήνω, διώχνω, που στάζει, μένω πίσω, με άφησε πίσω, χάνω, χάνω, χάνω, χάνω, χάνω, ρίχνω, χάνω, μαδάω, παραχωρώ, πηδάω, ξοδεύω, μειώνεται η απόδοσή μου, πέφτει η απόδοσή μου, που έχει χαθεί, αναπάντητος, χάνομαι, στερημένος, απόμακρος, ελεύθερος, κενός, χαμένος, χαμένος, παρεκκλίνω από κτ, στερώ, μαστ, τα παίρνω, τα παίρνω άσχημα, τα παίρνω στο κρανίο, λιποθυμώ, χάνω την ισορροπία μου, χασομεράω, χαλαρώνω, λιποθυμάω, λιποθυμώ, αδυνατίζω, χάνω βάρος, λεπταίνω, αδυνατίζω, μικραίνω, χάνω φερεγγυότητα, λιποθυμώ, μαραζώνω, λιποθυμία, παραλείπω, ξενερώνω με κπ/κτ, βγάζω υγρό, φθίνω, εξασθενώ, αδυνατίζω, νευριασμένος,αγανακτησμένος, που πρέπει να το δεις, δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ, ξεκόλλα, άντε ρε κακομοίρη, καταπληκτική ευκαιρία, εκπληκτική ευκαιρία, τσιπ ντάμπινγκ, αυτός που δεν ξέρει να χάνει, χάνω πολλά χρήματα, απελπίζομαι, είμαι εκτός εαυτού, βγαίνω εκτός εαυτού, δεν χάνω τις ελπίδες μου, κόβω την κακή συνήθεια, δε χάνω χρόνο, χάνω κτ/κπ από τα μάτια μου, δεν παρακολουθώ, τα χάνω, χάνω τα λογικά μου, χάνω την ψυχραιμία μου, χάνω την ευκαιρία, δεν χάνω κπ/κτ από τα μάτια μου, χάνω βάρος, κόβω την συνήθεια, ξεσυνηθίζω, γίνομαι θηρίο, γίνομαι έξω φρενών, χάνω την ευκαιρία, χάνω τη στύση, χάνω την αυτοπεποίθηση μου, αποσυντονίζω, χάνω την ευκαιρία, χάνω την ευκαιρία, χάνω χρόνο, χάνω επαφή, δε χάνω κάτι, δε χάνω τίποτα, μένω συγκεντρωμένος, μένω προσηλωμένος, χάνω τη ζωή μου, χάνω την παρθενιά μου, τα παίζω, τα χάνω, χάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης perso
χάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (non vincere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sapevano che avrebbero perso la partita. Ήξεραν ότι θα έχαναν τον αγώνα. |
χάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno perso il diritto di usare la biblioteca perché facevano troppo rumore. Έχασαν (or: Στερήθηκαν) το δικαίωμά να χρησιμοποιούν τη βιβλιοθήκη γιατί έκαναν πολλή φασαρία. |
έχω διαρροή(informale: liquidi) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il rubinetto perdeva, perciò ho sostituito la guarnizione. Η βρύση είχε διαρροή οπότε άλλαξα το λαστιχάκι. |
χάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo perso mille dollari in borsa. Χάσαμε χίλια δολάρια στο χρηματιστήριο. |
χάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (lutto) (μτφ, ευφημισμός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha perso il marito per un cancro due anni fa. Έχασε τον σύζυγό της από καρκίνο πριν από δύο χρόνια. |
χάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha perso le chiavi. Έχασε τα κλειδιά του. |
χάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non perdete questa fantastica opportunità di risparmiare dei soldi! Μη χάσετε αυτήν την φανταστική ευκαιρία να εξοικονομήσετε χρήματα! |
χάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pete ha dormito fino a tardi ed è mancato alla riunione. Ο Πιτ παρακοιμήθηκε και έχασε το μίτινγκ. |
χάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se non agite adesso perderete una grossa opportunità. Αν δεν ενεργήσεις τώρα, θα χάσεις μια πολύ σημαντική ευκαιρία. |
αφήνω, διώχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Faresti meglio a perdere quell'atteggiamento. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κόψε το υφάκι γιατί δεν θα τα πάμε καλά. |
που στάζει(liquidi) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il thermos perde e ho macchiato di caffè la mia maglietta nuova. |
μένω πίσω, με άφησε πίσωverbo transitivo o transitivo pronominale (ευφημισμός, λόγιος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sposando una donna divorziata, il re perse il suo diritto al trono. Καθώς παντρεύτηκε μια χωρισμένη, ο βασιλιάς στερήθηκε τα δικαιώματά του για τον θρόνο. |
χάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (liquidi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La bottiglia d'acqua perde acqua. |
χάνω(sport: la palla) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ricevitore perse la palla e la squadra avversaria la raccolse. Ο παίχτης έχασε τη μπάλα και η άλλη ομάδα την έπιασε. |
χάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I Red Sox ieri hanno perso due partite con gli Yankee. |
χάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (denaro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha perso diecimila dollari al gioco d'azzardo lo scorso fine settimana. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (le foglie) (για δέντρο, φυτό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli alberi perdono le foglie sul finire dell'estate. |
χάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (peso, chili, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Perderai molti chili con questa dieta. |
μαδάωverbo transitivo o transitivo pronominale (il pelo, ecc.) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I miei cani perdono il pelo perché è così caldo. |
παραχωρώ(vantaggio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La squadra di rugby ha perso rapidamente il suo vantaggio. |
πηδάωverbo transitivo o transitivo pronominale (un anno di scuola) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I miei genitori non avrebbero permesso al loro figlio di perdere il terzo anno. Οι γονείς μου δεν θα άφηναν το παιδί τους να πηδήξει την τρίτη τάξη. |
ξοδεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ελαφρώς αρνητικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Durante il weekend ha perso mille dollari al casinò. |
μειώνεται η απόδοσή μου, πέφτει η απόδοσή μου(calare di qualità) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il giocatore è peggiorato un po' rispetto al suo gioco eccezionale dello scorso anno. Ο παίκτης έχει πέσει λίγο σε σχέση με την εκπληκτική περσινή του απόδοση. |
που έχει χαθεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Προσπαθώ να βρω τα χαμένα κλειδιά. |
αναπάντητοςaggettivo (chiamate, ecc.) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Olivia guardò il telefono e vide che c'erano due chiamate perse. |
χάνομαιaggettivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se annullate la prenotazione dopo questa data, il vostro deposito andrà perso. |
στερημένοςaggettivo (figurato: psicologicamente) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Shelly si sentiva persa dopo la morte dei genitori. |
απόμακρος(sguardo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mentre nonna parlava della sua infanzia il suo sguardo era assente. |
ελεύθερος, κενός(figurato) (μεταφορικά: χρόνος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A Fred piaceva trascorrere i suoi tempi morti pescando nel ruscello dietro casa sua. Στον Φρεντ άρεσε να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του ψαρεύοντας στο ρυάκι πίσω από το σπίτι του. |
χαμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Alla fine ha trovato le chiavi perse. Βρήκε επιτέλους τα χαμένα κλειδιά της. |
χαμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La sconfitta fu un'opportunità mancata per la squadra di scalare la classifica. |
παρεκκλίνω από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (αρχές, στόχοι, προσανατολισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La compagnia delle pizze ha smarrito la strada con i giovani clienti. Η πιτσαρία έχασε το παιχνίδι με τους καταναλωτές νεαρής ηλικίας. |
στερώ(κάτι από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sua mancanza di puntualità gli ha fatto perdere il lavoro. Η έλλειψη συνέπειας τού στέρησε (or: κόστισε) τη δουλειά του. |
μαστ
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τα παίρνω, τα παίρνω άσχημα, τα παίρνω στο κρανίο(volgare) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λιποθυμώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ben sviene sempre alla vista del sangue. Ο Μπέν πάντα λιποθυμάει όταν βλέπει αίμα. |
χάνω την ισορροπία μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il peso dell'auto ha sbilanciato la gru che cercava di sollevarla. |
χασομεράω(καθομ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χαλαρώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λιποθυμάω, λιποθυμώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Detti un'occhiata al taglio sanguinolento che avevo sul braccio e svenni. Έριξα μια ματιά στο ματωμένο κόψιμο στο χέρι μου και λιποθύμησα. |
αδυνατίζω, χάνω βάρος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λεπταίνω, αδυνατίζω, μικραίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stava cercando di dimagrire ma continuava a mangiare patatine ogni sera. |
χάνω φερεγγυότητα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Οι πολιτικοί πολύ συχνά χάνουν τη φερεγγυότητά τους όταν αποδέχονται δωροδοκίες. |
λιποθυμώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La gente sveniva per il caldo. Ο κόσμος λιποθυμούσε από τη ζέστη. |
μαραζώνω(άτομο, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λιποθυμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ήρθε λιποθυμία στην ηλικιωμένη κυρία και έπρεπε να τη συνεφέρουμε. |
παραλείπω(evitare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mio consiglio è di saltare il secondo e di lasciare spazio al pesce. ΝΕW: Βιαζόμουν το πρωί, γι' αυτό παρέλειψα το πρόγευμα. |
ξενερώνω με κπ/κτ(καθομιλουμέμη) Mi piaceva come persona, ma da quando ho sentito delle sue strane abitudini ho finito col disaffezionarmi. Τον συμπαθούσα πολύ παλιότερα, απ' τη στιγμή όμως που άκουσα για τις περίεργες συνήθειές του ξενέρωσα τελείως μαζί του. |
βγάζω υγρό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La ferita sulla sua gamba ha cominciato a suppurare. |
φθίνω, εξασθενώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Solo quando ha cercato di ricordarsi il suo nome ha realizzato quanto la sua memoria fosse peggiorata con gli anni. |
αδυνατίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
νευριασμένος,αγανακτησμένος(informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando gli ho fatto notare davanti a tutti i suoi impiegati che aveva sbagliato di grosso, è andato su tutte le furie. |
που πρέπει να το δεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quarto potere è in assoluto un film da vedere. |
δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non ho tempo da perdere con la rilettura, per cui invio le e-mail così come sono con tutti gli eventuali errori di ortografia. |
ξεκόλλα(αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Σε άφησε λοιπόν. Ξέχνα το. Έτσι κι αλλιώς υπάρχουν πολλοί καλύτεροι άντρες. |
άντε ρε κακομοίρη(colloquiale, potenzialmente offensivo) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
καταπληκτική ευκαιρία, εκπληκτική ευκαιρίαsostantivo femminile Non puoi rifiutare quest'offerta: è un'opportunità da non perdere. |
τσιπ ντάμπινγκverbo intransitivo (tattica di poker) (πόκερ: κλέψιμο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αυτός που δεν ξέρει να χάνειsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάνω πολλά χρήματα(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'azienda non sta facendo altro che bruciare denaro a questo punto: |
απελπίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando si cerca lavoro il segreto è non perdere mai la speranza. |
είμαι εκτός εαυτού, βγαίνω εκτός εαυτούverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico: arrabbiarsi) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando ho detto al mio capo quello che era successo ha perso le staffe. |
δεν χάνω τις ελπίδες μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non sappiamo se e quando tornerà a casa. Possiamo solo continuare a sperare. |
κόβω την κακή συνήθειαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alcuni fumatori ricorrono all'ipnosi per perdere il vizio del fumo. |
δε χάνω χρόνο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per denunciare il furto di una carta di credito, non devi perdere tempo. |
χάνω κτ/κπ από τα μάτια μουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Perdemmo di vista la barca quando superammo l'ansa del fiume. |
δεν παρακολουθώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα χάνω, χάνω τα λογικά μου(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In caso di emergenza non perdere la testa, resta calmo. |
χάνω την ψυχραιμία μουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jeremy si lascia turbare così facilmente che perde il controllo per ogni minuzia. |
χάνω την ευκαιρίαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando non hai invitato Jane al ballo, hai proprio perso il treno. |
δεν χάνω κπ/κτ από τα μάτια μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non perdere di vista i tuoi figli vicino all'acqua |
χάνω βάρος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il dottore di Fred gli ha detto che doveva perdere peso. |
κόβω την συνήθειαverbo transitivo o transitivo pronominale Sono sei mesi che non fuma. Forse ha finalmente perso l'abitudine! |
ξεσυνηθίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andavo in palestra tre volte la settimana, ma ora ho perso l'abitudine |
γίνομαι θηρίο, γίνομαι έξω φρενώνverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mio padre ha perso le staffe quando gli ho detto che ero andato a sbattere con la macchina. |
χάνω την ευκαιρία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se mai avrai l'occasione di visitare Buckingham Palace, non perdere l'opportunità. Mettiti in fila o perderai l'occasione di farti fare un autografo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν βρεθείς στο Λονδίνο δεν πρέπει να χάσεις την ευκαιρία να επισκεφτείς το Παλάτι του Μπάγκιγχαμ. Μπες στην ουρά γιατί θα χάσεις την ευκαιρία να πάρεις αυτόγραφό της. |
χάνω τη στύσηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le distrazioni esterne possono farti perdere l'erezione. |
χάνω την αυτοπεποίθηση μουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποσυντονίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La musica a volume alto mi fa perdere la concentrazione. |
χάνω την ευκαιρίαverbo transitivo o transitivo pronominale Non perdo mai un'opportunità di fare un viaggio all'estero. |
χάνω την ευκαιρίαverbo transitivo o transitivo pronominale Ho perso l'occasione di vedere quel gruppo quando hanno suonato qui l'ultima volta, ma li beccherò la prossima volta. |
χάνω χρόνοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Oggi ho perso un sacco di tempo su Facebook. Έχασα πολύ χρόνο σήμερα στο Facebook. |
χάνω επαφή
|
δε χάνω κάτι, δε χάνω τίποταverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non hai niente da perdere a fare domanda di ammissione all'università. Δε χάνεις τίποτα να κάνεις αίτηση στο πανεπιστήμιο. |
μένω συγκεντρωμένος, μένω προσηλωμένοςverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Ora non divagare, ti ho chiesto dove sei stato ieri sera. |
χάνω τη ζωή μουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνω την παρθενιά μουverbo transitivo o transitivo pronominale |
τα παίζω, τα χάνω(figurato) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του perso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του perso
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.