Τι σημαίνει το tra στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tra στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tra στο Ιταλικό.
Η λέξη tra στο Ιταλικό σημαίνει ανάμεσα σε, ανάμεσα σε, ανάμεσα σε, μεταξύ, ανάμεσα, ανάμεσα σε, μεταξύ, μεταξύ, με, μαζί, σε, ανάμεσα, από, ανάμεσα, μέσα, εν μέσω, ανάμεσα σε, ανάμεσα, ανάμεσα, μεταξύ, μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ, ανάμεσα, αναμεταξύ, μεταξύ, εν μέσω, διηπειρωτικός, διαπανεπιστημιακός, σύντομα, στην πραγματικότητα, σταματάω, σταματώ, σημειώνω κτ ανάμεσα στις γραμμές κειμένου, σπρώχνω, διαπολιτειακός, διαφυλετικός, υπεραστικός, διασύνδεσης, διαϋπηρεσιακός, ερωτοχτυπημένος, παρενθετικός, απρόσεκτος, αμελής, στη μέση, μεταξύ των πρώτων, διακατηγορικός, κορυφαίος, εξάλλου, επιπλέον, επιπροσθέτως, επίσης, ακόμα, σύντομα, σύντομα, παρεμπιπτόντως, σε λιγάκι, σε λίγο, σε λιγάκι, σε λίγο, μεταξύ άλλων, μεταξύ μας, ανάμεσά μας, σύντομα, σε λίγο, σε λιγάκι, σε λιγάκι, σε λιγάκι, σε λιγάκι, σύντομα, σε λίγο καιρό, σε λίγο, στον αέρα, μεταξύ άλλων, πόσο σύντομα, γυναίκα προς γυναίκα, σε μια βδομάδα, σε μία εβδομάδα, εν τω μεταξύ, θολά, σε όνειρο, στο κρεβάτι, τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, μεταξύ άλλων, μεταξύ μας, Εύκολο να το λες., μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, το θετικό του πράγματος είναι πως..., ανάμεσα σε, προσοχή στο κενό, ενδογαμία, σκυλοκαβγάς, περίοδος μεταξύ ακαδημαϊκών εξαμήνων, πόλεμος συμμοριών, πόλεμος συμμοριών, αγώνας ταχύτητας με δύο μόνο αντιπάλους, γάμος ομοφυλοφίλων, συμφωνία κυρίων, αξιολόγηση από ομότιμους, ενθουσιασμός, πόλεμος αξιών, πόλεμος αρχών, φυσική πισίνα, γκομενοκαυγάς, ομόφωνη απόφαση, παράπλευρες απώλειες, γραμμές ειρήνης, σχέσεις μεταξύ ομοτίμων, γύρω στα 35, απόσταση, με, από τους οποίους, ελίσσομαι, κοιτάω πίσω από τις λέξεις, βρίσκω τη χρυσή τομή, παρομοιάζω,συγκρίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tra
ανάμεσα σεpreposizione o locuzione preposizionale Chicago è tra New York e Los Angeles. Το Σικάγο είναι μεταξύ Νέας Υόρκης και Λος Άντζελες. |
ανάμεσα σεpreposizione o locuzione preposizionale (σύνδεση) C'è un ponte tra le due rive. Υπάρχει μια γέφυρα μεταξύ των δύο ακτών. |
ανάμεσα σεpreposizione o locuzione preposizionale Sto cercando di decidere tra la macchina rossa e quella blu. Προσπαθώ να διαλέξω ανάμεσα στο κόκκινο και το μπλε αυτοκίνητο. |
μεταξύ, ανάμεσαpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Divideremo il conto fra noi due. |
ανάμεσα σεpreposizione o locuzione preposizionale (attraverso) Ho camminato tra i turisti cercando un buon posto per mangiare. Περπατούσα ανάμεσα στους τουρίστες, ψάχνοντας ένα καλό μέρος για φαγητό. |
μεταξύpreposizione o locuzione preposizionale (με γενική) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non è sempre facile distinguere tra giusto e sbagliato. Δεν είναι πάντοτε εύκολο να κάνεις τον διαχωρισμό ανάμεσα στο καλό και στο κακό. |
μεταξύpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Teniamo questa informazione tra me e te. Ας κρατήσουμε αυτή την πληροφορία μεταξύ μας. |
μεpreposizione o locuzione preposizionale (con l'uno e l'altro) Tra il caldo e l'umidità ora si sta proprio male. |
μαζίpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Abbiamo solo dieci euro in due. Μαζί έχουμε μόνο δέκα ευρώ. |
σε
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Richiamami tra due giorni. Ξαναπάρε με τηλέφωνο σε δυο μέρες. |
ανάμεσαpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La nostra casa si trova tra un pub da una parte e campi aperti dall'altra. Το σπίτι μας βρίσκεται ανάμεσα σε μια παμπ από τη μία πλευρά και σε κάτι χωράφια από την άλλη. |
απόpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) È stato scelto tra trenta candidati. |
ανάμεσα, μέσαpreposizione o locuzione preposizionale (στη μέση) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La fattoria di Josiah è situata tra i campi di mais del Kansas orientale. |
εν μέσωpreposizione o locuzione preposizionale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Come faccio a lavorare in mezzo a questo rumore? Πώς να δουλέψω με όλη αυτήν τη φασαρία; |
ανάμεσα σεpreposizione o locuzione preposizionale |
ανάμεσαpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando iniziarono a litigare, il loro fratellino corse a mettersi tra loro. Όταν άρχισαν να μαλώνουν, ο μικρός τους αδερφός μπήκε ανάμεσα. |
ανάμεσα, μεταξύpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le perle e le monete d'oro erano tra i tesori nel baule. Fra le vittime del terremoto c'era un uomo di 60 anni. Πέρλες και χρυσά νομίσματα βρίσκονταν μεταξύ των θησαυρών στο σεντούκι. |
μεταξύ, ανάμεσα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μεταξύpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La loro musica è diffusa tra gli studenti universitari. Η μουσική τους είναι δημοφιλής μεταξύ των φοιτητών. |
ανάμεσα, αναμεταξύ, μεταξύpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I figli hanno diviso tra loro il patrimonio. Abbiamo diviso i biscotti tra tutti i bambini. Τα παιδιά μοίρασαν την περιουσία μεταξύ (or: αναμεταξύ) τους. |
εν μέσω(με γενική) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
διηπειρωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I viaggi intercontinentali divennero più semplici e rapidi nel ventesimo secolo. |
διαπανεπιστημιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È stato per molti anni campione interuniversitario nella sua disciplina. |
σύντομα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Arriverà presto. Preparati. Θα φτάσει σύντομα. Ετοιμάσου. |
στην πραγματικότητα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σημειώνω κτ ανάμεσα στις γραμμές κειμένου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σπρώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαπολιτειακός(USA) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il commercio di armi tra stati è fortemente regolato. |
διαφυλετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I quartieri misti sono molto comuni in America. |
υπεραστικός(generico) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διασύνδεσηςlocuzione aggettivale (trasporti) (σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
διαϋπηρεσιακόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ερωτοχτυπημένοςlocuzione aggettivale (figurato, informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παρενθετικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απρόσεκτος, αμελής(idiomatico) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Scusa, non ho capito cosa volevi. Ero distratto. |
στη μέση(για εμπόδια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hai lasciato la tua macchina in mezzo alla strada e non riesco a entrare. |
μεταξύ των πρώτων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si è diplomato tra i primi ed è stato ammesso in un'università di èlite. |
διακατηγορικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κορυφαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εξάλλου
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) È una bella giornata per una passeggiata e inoltre ho bisogno di esercizio. Είναι ωραία μέρα για περίπατο, και εκτός αυτού (or: πέραν τούτου), η άσκηση θα μου κάνει καλό. |
επιπλέον, επιπροσθέτως, επίσης, ακόμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Inoltre fare questo è legale. Επιπλέον, αυτό είναι νόμιμο. |
σύντομα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il dottor Brown disse alla paziente di venire nel suo studio immediatamente. |
σύντομα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Devo solo fare una telefonata veloce, sarò da te tra poco. Πρέπει να κάνω ένα γρήγορο τηλεφώνημα. Θα είμαι μαζί σας σύντομα. |
παρεμπιπτόντως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tra l'altro, ti devo ancora dieci dollari dalla settimana scorsa. Παρεμπιπτόντως, σου χρωστάω 10 λίρες από την περασμένη εβδομάδα. |
σε λιγάκι, σε λίγοlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Per favore prepara la tavola, perché la cena sarà pronta tra poco. |
σε λιγάκι, σε λίγοlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Olivia ha detto che sarebbe arrivata fra poco. |
μεταξύ άλλων
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Abbiamo visto parecchi vecchi amici al corteo, tra gli altri i nostri ex vicini di casa. |
μεταξύ μας, ανάμεσά μας
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ridevamo per i bambini che correvano tra di noi al parco. Ci sono dei nemici tra noi. Γελάσαμε με τα παιδιά που έτρεχαν ανάμεσά μας στο πάρκο. Υπάρχουν εχθροί μεταξύ μας. |
σύντομαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La primavera arriverà tra breve. Σύντομα θα έρθει η άνοιξη. |
σε λίγοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε λιγάκιavverbio (ΗΒ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Adesso sto cenando, ma ti richiamo tra poco. |
σε λιγάκι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aspetta, sarò da te tra un minuto! |
σε λιγάκι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε λιγάκιavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lo faccio tra un secondo. |
σύντομαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lo finirò tra poco - abbi pazienza. |
σε λίγο καιρόavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε λίγοavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sarò di ritorno fra poco per prendere il resto delle mie cose. |
στον αέρα(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La cima del monte Fuji è spesso tra le nuvole e nascosta alla vista. |
μεταξύ άλλωνavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La famiglia biologica dei canidi include, tra l'altro, cani, volpi e lupi. |
πόσο σύντομαavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando potrò vedere il dottore? |
γυναίκα προς γυναίκαavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σε μια βδομάδα, σε μία εβδομάδαavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εν τω μεταξύ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
θολάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε όνειρο(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È innamorata e va in giro tra le nuvole. Είναι ερωτευμένη και είναι στον κόσμο της. |
στο κρεβάτι(facendo sesso) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dan è molto bravo a letto ma ha un brutto carattere. |
τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεταξύ άλλωνlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ho ripulito il cassetto delle cianfrusaglie e ho trovato, tra le altre cose, il mio vecchio regolo calcolatore. |
μεταξύ μας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Detto tra noi, credo che il suo intervento al naso sia stato un errore. |
Εύκολο να το λες.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδηςlocuzione avverbiale (idiomatico: scelta difficile) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το θετικό του πράγματος είναι πως...
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανάμεσα σε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσοχή στο κενό(annuncio in stazione) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
ενδογαμίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il matrimonio tra consanguinei è un tabù nella nostra società. |
σκυλοκαβγάςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
περίοδος μεταξύ ακαδημαϊκών εξαμήνων(università) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πόλεμος συμμοριώνsostantivo femminile (criminali) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Alcune aree urbane non sono sicure a causa di continue guerre fra gang. |
πόλεμος συμμοριώνsostantivo femminile (criminali) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I politici locali stanno avvertendo che la guerra tra gang è fuori controllo. |
αγώνας ταχύτητας με δύο μόνο αντιπάλουςsostantivo maschile (sport) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) L'incontro tra i due cavalli campioni si è tenuto alla Pimlico Race Course. |
γάμος ομοφυλοφίλωνsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il senato di stato stava votando l'approvazione dei matrimoni omosessuali. |
συμφωνία κυρίωνsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un gentleman's agreement è un accordo non scritto tra le parti. |
αξιολόγηση από ομότιμους
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ενθουσιασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πόλεμος αξιών, πόλεμος αρχών(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
φυσική πισίναsostantivo femminile (τη σχηματίζουν βράχια) Mia figlia era affascinata dalla stella marina nella pozza tra le rocce. |
γκομενοκαυγάςsostantivo maschile (αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ομόφωνη απόφασηsostantivo femminile |
παράπλευρες απώλειεςsostantivo femminile |
γραμμές ειρήνης(Β. Ιρλανδία) |
σχέσεις μεταξύ ομοτίμων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γύρω στα 35(età: come sostantivo) (ηλικία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απόστασηsostantivo femminile (διαχωριστικό κενό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La distanza più breve fra due punti è una linea retta. |
με
(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) |
από τους οποίουςpronome (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli arrampicatori dispersi, alcuni dei quali erano affetti da ipotermia, sono stati soccorsi dalla montagna nelle prime ore di oggi. La polizia ha arrestato i quattro uomini, tutti provenienti dall'area di Liverpool. |
ελίσσομαιverbo riflessivo o intransitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ci siamo fatti largo (or: fatti strada) tra la folla. |
κοιτάω πίσω από τις λέξειςverbo intransitivo (figurato: capire) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il discorso aveva un tono positivo, ma se vai a leggere tra le righe in realtà era abbastanza pessimista. |
βρίσκω τη χρυσή τομήverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Devi trovare un buon compromesso fra i videogiochi e i compiti per casa. |
παρομοιάζω,συγκρίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Talvolta è possibile fare un parallelismo tra poeti di epoche diverse. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tra στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του tra
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.