Τι σημαίνει το personale στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης personale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του personale στο Ιταλικό.
Η λέξη personale στο Ιταλικό σημαίνει προσωπικός, ατομικός, προσωπικός, ιδιωτικός, προσωπικός, προσωπικός, προσωπικό, προσωπικό, εργατικό δυναμικό, ανθρώπινο δυναμικό, επάνδρωση, ανθρώπινο δυναμικό, κουζίνα, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, ατομικός, ξεχωριστός, προσωπικός, δικός μου, παράσταση με έναν μοναδικό πρωταγωνιστή, οικείος, υποκειμενικός, ad hominem, γλύφτης, προσωπικός αριθμός ταυτοποίησης, ανεπαρκώς επανδρωμένος, που έχει έλλειψη προσωπικού, που έχει έλλειψη εργατικών χεριών, υπερευαίσθητος, υποστελεχωμένος, με βάση την εμπειρία μου, δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία, υπάλληλος, υπηρετικό προσωπικό, πλήρωμα, προσωπικό εδάφους, μάγειροι, προσωπικό κουζίνας εστιατορίου, προσωπική φιλοδοξία, εμφάνιση, προσωπική επιλογή, εσωτερική σύγκρουση, προσωπική αλληλογραφία, προσωπική αλληλογραφία, ατομική ελευθερία, προσωπική αντωνυμία, προσωπικό στυλ, διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης, διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης, αίθουσα προσωπικού, πλήρωμα καμπίνας, διεύθυνση ανθρώπινου δυναμικού, γραμματέας, προσωπικός γυμναστής, ιδιοτέλεια, διοικητικό προσωπικό, διοικητικό προσωπικό, προσωπικό κατασκήνωσης, προσωπικό ξενοδοχείου, σωματικές βλάβες, σωματική βλάβη, προσωπική σχέση, καταλληλότητα προσώπου, ψυχοθεραπευτής, ψυχοθεραπεύτρια, αξιολόγηση προσωπικού, πρόσληψη επιπλέον προσωπικού, άτομα που δουλεύουν σε περίπτερο έκθεσης, αντωνυμία σε ονομαστική, προσωπικό υποστήριξης, ορκωτό προσωπικό, προσωπική υγιεινή, αναζήτηση νέος συνεργατών, αυτοανάλυση, αυτοαξιολόγηση, ενδιαφέρον, ιδιωτική περιουσία, μείωση προσωπικού, υπεύθυνος για την περίπτωση πυρκαγιάς, πλεονασμός προσωπικού, εξέλιξη του ανθρώπου, προσωπική ταυτότητα, υπεύθυνος προσωπικού, υπεύθυνη προσωπικού, το να ηρεμώ τον εαυτό μου, γλύψιμο, προσωπικό σε μπαρ, προσωπικό σερβιρίσματος, προσωπικό του τμήματος πωλήσεων, εκπαιδευτικό προσωπικό, έχω συμφέρον, περιορίζομαι, στελεχώνω εκ νέου, προσωποποιώ, παρέχω υπεράριθμο προσωπικό, που έχει κάνει αυτοδιάγνωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης personale
προσωπικός, ατομικός(που ανήκει σε ένα άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dovrai dare il tuo indirizzo e altri dati personali. Θα πρέπει να δώσετε τη διεύθυνσή σας και άλλα προσωπικά δεδομένα. |
προσωπικός, ιδιωτικός(confidenziale) (μη δημόσιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa è un'informazione personale, per favore non riferirla a nessuno. Αυτές είναι ιδιωτικές πληροφορίες. Σε παρακαλώ να μην τις επαναλάβεις σε κανένα. |
προσωπικός(proprio) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa è la mia tazza da caffé personale. |
προσωπικόςaggettivo (grammatica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lei, "lui", "esso", sono pronomi personali. |
προσωπικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'azienda sta progettando di assumere presto nuovo personale. // Quanto personale c'è in totale nella tua scuola? |
προσωπικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dobbiamo mandare un memo a tutto il personale per informarli dei cambiamenti interni all'azienda. Πρέπει να στείλουμε ένα υπόμνημα σε όλο το προσωπικό για να τους ενημερώσουμε για τις αλλαγές μέσα στην εταιρεία. |
εργατικό δυναμικό, ανθρώπινο δυναμικό(di azienda) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) L'azienda diede a tutto il personale un bonus per Natale. Η εταιρεία έδωσε σε όλους τους υπαλλήλους (or: εργαζόμενους) μπόνους τα Χριστούγεννα. |
επάνδρωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sono anni che l'ospedale ha personale insufficiente. Το νοσοκομείο δεν είχε επαρκή επάνδρωση για χρόνια. |
ανθρώπινο δυναμικόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κουζίναsostantivo maschile (della cucina) (προσωπικό εστιατορίου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il capocuoco ha chiamato il personale. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η κουζίνα αυτού του εστιατορίου φημίζεται για την εκλεκτή μαγειρική τεχνική της. |
ξεχωριστός, ιδιαίτερος(distintivo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'artista ha un tocco molto personale. |
ατομικός, ξεχωριστός, προσωπικόςaggettivo (di una sola persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ogni impiegato ha un armadietto personale. |
δικός μου(εμφατικός τύπος) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) La mia macchina non è nemmeno lontanamente bella quanto la tua. Το αυτοκίνητό μου δεν είναι τόσο ωραίο, όσο το δικό σου. |
παράσταση με έναν μοναδικό πρωταγωνιστή(teatro, TV: intrattenitore uomo) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
οικείοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il ristorante era piccolo e offriva un'ambientazione intima. Το εστιατόριο ήταν μικρό και είχε ένα ζεστό περιβάλλον. |
υποκειμενικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non possiamo valutare l'esperienza personale degli altri, ma solo la nostra. Δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε τις υποκειμενικές εμπειρίες των άλλων, παρά μόνο τις δικές μας. |
ad hominem(λατινικά) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Il giudice si è opposto all'argomento ad hominem dell'avvocato e gli ha ordinato di attenersi ai fatti del processo. |
γλύφτης(al proprio tornaconto) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προσωπικός αριθμός ταυτοποίησης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ανεπαρκώς επανδρωμένοςavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando il ristorante è a corto di personale, i clienti aspettano troppo per avere il loro piatto. |
που έχει έλλειψη προσωπικού, που έχει έλλειψη εργατικών χεριώνaggettivo (azienda) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπερευαίσθητοςverbo transitivo o transitivo pronominale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non prenderla così sul serio, stavo solo scherzando! |
υποστελεχωμένοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με βάση την εμπειρία μου
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπάλληλοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
υπηρετικό προσωπικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'agenzia di norma recluta il personale domestico all'estero. Το πρακτορείο προσλαμβάνει υπηρετικό προσωπικό κυρίως από το εξωτερικό. |
πλήρωμα, προσωπικό εδάφουςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il nostro personale di terra sarà lieto di assisterla nell'imbarco. |
μάγειροι, προσωπικό κουζίνας εστιατορίουsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il personale di cucina deve essere scrupoloso sull'igiene perché maneggia alimenti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το προσωπικό μιας κουζίνας εστιατορίου πρέπει να είναι σχολαστικό με την υγιεινή, αφού όλα τα τρόφιμα περνάνε από τα δικά τους χέρια. |
προσωπική φιλοδοξίαsostantivo femminile |
εμφάνισηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Claire dà sempre grande attenzione al suo aspetto personale. |
προσωπική επιλογήsostantivo femminile Non posso costringerti ad andare all'università, perché alla fine è una tua scelta personale. |
εσωτερική σύγκρουσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσωπική αλληλογραφίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσωπική αλληλογραφίαsostantivo femminile Era una grande gioia per la stellina ricevere delle lettere personali dai suoi tanti fan. In un’era di messaggini e email, la lettera personale rischia di divenire obsoleta. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι δυνατόν να διάβασες την προσωπική μου αλληλογραφία; |
ατομική ελευθερίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσωπική αντωνυμίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Invece di dire "Mary è qui", possiamo sostituire "Mary" con il pronome personale "lei". |
προσωπικό στυλsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχηςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχηςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αίθουσα προσωπικούsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tutti i dipendenti sono invitati nella stanza del personale alle 17 per una torta e un caffè. |
πλήρωμα καμπίνας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il personale di cabina di un aereo praticamente include gli steward e le hostess. |
διεύθυνση ανθρώπινου δυναμικούsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Qualcuno dall'ufficio personale mi ha dato alcuni formulari da compilare. Κάποιος απ' τη διεύθυνση ανθρώπινου δυναμικού μου έδωσε να συμπληρώσω μερικά έντυπα. |
γραμματέαςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προσωπικός γυμναστήςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ιδιοτέλειαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non provare a dirmi che non stavi agendo per interesse personale. |
διοικητικό προσωπικόsostantivo maschile |
διοικητικό προσωπικόsostantivo maschile Tutti quelli del personale amministrativo preferiscono essere chiamati assistenti amministrativi, non segretari. |
προσωπικό κατασκήνωσηςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il personale del campo estivo era composto per lo più di studenti universitari e di scuola superiore. |
προσωπικό ξενοδοχείουsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il personale dell'hotel era estremamente gentile e disponibile. |
σωματικές βλάβεςsostantivo femminile |
σωματική βλάβηsostantivo femminile Dopo l'incidente, si mise alla ricerca di un avvocato che lo rappresentasse nella causa per lesione personale. |
προσωπική σχέσηsostantivo maschile |
καταλληλότητα προσώπουsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψυχοθεραπευτής, ψυχοθεραπεύτριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
αξιολόγηση προσωπικού
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρόσληψη επιπλέον προσωπικού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άτομα που δουλεύουν σε περίπτερο έκθεσης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αντωνυμία σε ονομαστικήsostantivo maschile (γραμματική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσωπικό υποστήριξηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ορκωτό προσωπικόsostantivo maschile (GB) |
προσωπική υγιεινήsostantivo femminile |
αναζήτηση νέος συνεργατώνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αυτοανάλυση, αυτοαξιολόγησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ενδιαφέρονsostantivo maschile (in un accordo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ιδιωτική περιουσίαsostantivo femminile |
μείωση προσωπικούsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπεύθυνος για την περίπτωση πυρκαγιάς
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
πλεονασμός προσωπικού
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
εξέλιξη του ανθρώπουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προσωπική ταυτότηταsostantivo femminile (μεταφορικά) |
υπεύθυνος προσωπικού, υπεύθυνη προσωπικού
|
το να ηρεμώ τον εαυτό μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γλύψιμοverbo intransitivo (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
προσωπικό σε μπαρ
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
προσωπικό σερβιρίσματος(σερβιτόρα, μπαρμαν) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
προσωπικό του τμήματος πωλήσεων
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εκπαιδευτικό προσωπικόsostantivo maschile |
έχω συμφέρον
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περιορίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A causa dell'economia in crisi, l'azienda deve tagliare posti di lavoro. |
στελεχώνω εκ νέουverbo transitivo o transitivo pronominale |
προσωποποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovresti personalizzare il blog con dettagli delle tue esperienze personali. |
παρέχω υπεράριθμο προσωπικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει κάνει αυτοδιάγνωση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του personale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του personale
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.