Τι σημαίνει το tanto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tanto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tanto στο Ιταλικό.

Η λέξη tanto στο Ιταλικό σημαίνει πολλοί, για ώρα, για πολλή ώρα, για πολύ, τόσο πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύς καιρός, πολύ, τρομερά, φοβερά, τρομακτικά, πολλοί, πολύς, πολύ, -, που έχει τρελαθεί από την αγωνία του, περιστασιακά, σποραδικά, σποραδικά, περιοδικά, στα αστεία, για πλάκα, πόσο μάλλον, περιστασιακά, ειδικά, συγκεκριμένα, ιδαιτέρως, τυχαίος, απερίσκεπτος, χιλιαπλάσιος, που αξίζει το βάρος του σε χρυσό, λιγότερο, όχι τόσο πολύ, πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρό, πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο, με διαλείμματα, περιστασιακά, χωρίς αιτία, για το τίποτα, χωρίς λόγο, περιστασιακά, σποραδικά, παλιά, πριν από πολλά χρόνια, πριν λίγο, πριν από λίγο, περιστασιακά, πολύ καιρό πριν, πολύς καιρός, πότε πότε, καμιά φορά, περιστασιακά, αραιά και που, που και που, για αλλαγή, πρώτη φορά, για μία φορά, να σημειωθεί στα πρακτικά, μερικές φορές, που και που, για αλλαγή, για αρχή, περιστασιακά, για αρχή, ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο, όλα γίνονται για καλό, τόσο καλός όσο, εξίσου καλός, έχει περάσει πολύς καιρός, χίλια συγγνώμη, τόσο ώστε, τόσο που, μια στο τόσο, σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ, τόσο το χειρότερο, κάποιος βαθμός, πολύ κακό για το τίποτα, άσχετες στιγμές, τόσο μακριά όσο, έχω απάντηση για όλα, τα ξέρω όλα, παίρνω ώρα, γιατί να μην, είμαι στο τσακ για κτ, δοκιμάζομαι σε, πειραματίζομαι με, τόσο, κάπου κάπου, πότε πότε, χίλιες φορές, σε τέτοιο βαθμό, σε αυτόν τον βαθμό, με πολλή αγάπη, δεν πουλώ κτ αρκετά καλά, τρεις φορές, δεκαπλάσια, εξαπλάσια, τόσο πολύ, δύο φορές, επτά φορές, πενταπλάσιος, τόσο... όσο, Συγγνώμη!, τόσο πολλοί, τόσο... όσο, τόσο... όσο, τόσο... όσο, πού και πού, πότε πότε, εδώ και πολύ καιρό, εδώ και καιρό, ας πούμε, κατ' αρχάς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tanto

πολλοί

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Donna ha molti cugini.
Η Ντόνα έχει πολλά ξαδέρφια.

για ώρα, για πολλή ώρα, για πολύ

(tempo)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ci metterà tanto?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα λείψει για καιρό; Ναι, είπε οτι θα γυρίσει σε δύο εβδομάδες.

τόσο πολύ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'è tantissimo da fare che non so da dove cominciare.
Είμαι σίγουρος πως θα βρέξω τα παπούτσια μου με τόσο πολύ νερό στο έδαφος.

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il film non era così bello.
Η ταινία δεν ήταν και τόσο καλή.

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era molto disponibile.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα μάθεις τι συνέβη λίαν συντόμως.

πολύ

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lui sembra molto più vecchio adesso.
Μοιάζει πολύ μεγαλύτερος τώρα.

πολύς καιρός

(molto tempo)

È tanto che non gioco a golf.

πολύ

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ieri hanno mangiato molto più del solito.
Έφαγαν πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο εχθές.

τρομερά, φοβερά, τρομακτικά

avverbio (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono trascorsi tre mesi da quando mio figlio ha lasciato questa casa e mi manca moltissimo.

πολλοί

aggettivo (μετρήσιμες ποσότητες)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'erano molti bambini in piscina e facevano una gran confusione.
Έκαναν πολύ θόρυβο.

πολύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sentivamo molte risate provenire dalla stanza.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ακούσαμε πολύ θόρυβο από το διπλανό διαμέρισμα.

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vedo spesso mio fratello, anche se a volte mi irrita.
Συναντάω συχνά τον αδερφό μου αλλά πότε πότε με εκνευρίζει.

-

(informale)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ci siamo divertiti un sacco al pub.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα περάσαμε απίθανα στην παμπ.

που έχει τρελαθεί από την αγωνία του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιστασιακά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Η Άλισον βλέπει τον Στίβεν περιστασιακά, αλλά όχι τόσο συχνά όσο θα ήθελε.

σποραδικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Andiamo in città periodicamente per fare provviste.
Επισκεπτόμαστε σποραδικά την πόλη για προμήθειες.

σποραδικά, περιοδικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Christopher va in palestra sporadicamente.

στα αστεία, για πλάκα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi dispiace di averti offeso, ma ho fatto quel commento scherzosamente.

πόσο μάλλον

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non mi entra la 48, figurarsi la 46!
Δεν μπορώ καν να χωρέσω στο μεσαίο μέγεθος, πόσο μάλλον στο μικρό.

περιστασιακά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Occasionalmente Sandra lavora come barista.

ειδικά, συγκεκριμένα, ιδαιτέρως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non è che il mio cane sia così aggressivo, ma la sua mole spaventa la gente.

τυχαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jeff si è ripreso quasi del tutto dalla sua malattia, anche se ha ancora degli occasionali giramenti di testa.
Ο Τζεφ έχει αναρρώσει σχεδόν εντελώς από την ασθένειά του, αν και έχει ακόμα τυχαία περιστατικά ζαλάδας.

απερίσκεπτος

(detto di commenti)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Percy fece un commento disinteressato (or: noncurante) che offese molte persone del gruppo.

χιλιαπλάσιος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που αξίζει το βάρος του σε χρυσό

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se usi molto internet una connessione a banda larga vale tanto oro quanto pesa.

λιγότερο, όχι τόσο πολύ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non è tanto il fatto che tu sia crudele, quanto piuttosto che tu non rifletta a fondo sulle cose.

πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρό

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tanto tempo fa i miei antenati si stabilirono in questo paese.

πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο

avverbio (saltuariamente)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mio nonno beve una pinta di birra di tanto in tanto. Ogni tanto andiamo fuori a cena, ma non spesso.
Ο παππούς μου πίνει που και που μια μεγάλη μπύρα. Βγαίνουμε έξω για φαγητό μια στο τόσο, αλλά όχι πολύ συχνά.

με διαλείμματα

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Siamo usciti insieme di tanto in tanto per anni, prima di lasciarci definitivamente.

περιστασιακά

avverbio

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jan è andato in palestra di tanto in tanto negli ultimi sei mesi.
Ο Γιαν πηγαίνει περιστασιακά στο γυμναστήριο τους τελευταίους έξι μήνες.

χωρίς αιτία, για το τίποτα, χωρίς λόγο

avverbio (senza motivo apparente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Spesso, mentre passeggia, saluta anche chi non conosce; così, tanto per fare.

περιστασιακά, σποραδικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ogni tanto vado a fare un'escursione in campagna.
Πότε πότε (or: περιστασιακά) πηγαίνω για περίπατο στην ύπαιθρο.

παλιά, πριν από πολλά χρόνια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tanto tempo fa queste montagne erano dei vulcani.

πριν λίγο, πριν από λίγο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιστασιακά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sento qualcuno dei miei vecchi compagni di scuola una volta ogni tanto.
Περιστασιακά μαθαίνω νέα από παλιούς μου φίλους από το σχολείο.

πολύ καιρό πριν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Τσακ κι εγώ πολύ καιρό πριν πηγαίναμε μαζί γυμνάσιο. Η Τζούλι άρχισε να παίζει κιθάρα πολύ καιρό πριν στην δεκαετία των '60.

πολύς καιρός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
È tanto tempo che non ci vediamo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Λείπει από τη δουλειά για μεγάλο χρονικό διάστημα.

πότε πότε, καμιά φορά, περιστασιακά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ogni tanto mi va di mangiare del curry da asporto.

αραιά και που, που και που

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ogni tanto mi premio con un dolcetto.

για αλλαγή, πρώτη φορά, για μία φορά

avverbio (contrariamente al solito)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Forse dovrei cominciare a lavorare una buona volta, invece di rimandare all'infinito.

να σημειωθεί στα πρακτικά

(figurato, informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per la cronaca, non sono stato io ad aver lasciato la porta aperta quando siamo usciti.

μερικές φορές, που και που

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ogni tanto mi dimentico con chi sto parlando e inizio a dargli del tu.

για αλλαγή

(contrariamente al solito)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
mi fa piacere vedere che sorride, una volta tanto.

για αρχή

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Per cominciare, prenderemo i nomi e i numeri di telefono, poi andremo più nel dettaglio.

περιστασιακά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi piace bere un bicchiere di vino, di tanto in tanto, ma senza esagerare.

για αρχή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο

locuzione avverbiale (εμφατικός τύπος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hai bisogno di un bel paio di scarponi se vai a fare escursionismo, tanto più adesso che è inverno.

όλα γίνονται για καλό

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi hanno licenziato, ma meglio così perché in questo modo posso avviare la mia attività come ho sempre desiderato.

τόσο καλός όσο, εξίσου καλός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχει περάσει πολύς καιρός

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È tanto tempo che non ci vediamo.

χίλια συγγνώμη

interiezione (ironico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Scusa tanto se ti ho detto la verità!

τόσο ώστε, τόσο που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μια στο τόσο

locuzione avverbiale (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Paula va in palestra ogni tanto.

σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ

(persona amata)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ti amo così tanto che non riesco a stare lontano da te.
Σ' αγαπώ τόσο πολύ που δεν αντέχω να είμαι χώρια σου.

τόσο το χειρότερο

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάποιος βαθμός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Χρειάζεται μια κάποια προσοχή κατά τη χρήση αυτού του προϊόντος.

πολύ κακό για το τίποτα

sostantivo maschile (idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άσχετες στιγμές

(καθομιλουμένη)

Non lo vedo da anni, ma mi torna in mente di tanto in tanto.

τόσο μακριά όσο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il nuovo fruttivendolo è distante tanto quanto quello vecchio.
Το νέο παντοπωλείο είναι τόσο μακριά όσο και το παλιό.

έχω απάντηση για όλα, τα ξέρω όλα

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che antipatico! Crede di saperla tanto lunga solo perché è laureato!

παίρνω ώρα

(in termini di tempo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ok, ti do una mano. Pensi che ci vorrà molto?

γιατί να μην

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tanto vale che venga con te.
Ας έρθω μαζί σου.

είμαι στο τσακ για κτ

(figurato, informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δοκιμάζομαι σε, πειραματίζομαι με

Mia cugina si è sempre dilettata con la pittura, anche se lavora in banca.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν και περιστασιακά πειραματίστηκε με την ποίηση, η λογοτεχνική της φήμη βασίστηκε εντελώς στη δουλειά της ως μυθιστοριογράφος.

τόσο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Posso tollerare solo tanto così e sono quasi arrivato al limite!
Δείχνοντας στον γιο της την κούπα η Πέιτζ είπε, «Παίρνεις τόσο αλεύρι και το προσθέτεις στο μπολ.»

κάπου κάπου, πότε πότε

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

χίλιες φορές

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε τέτοιο βαθμό, σε αυτόν τον βαθμό

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha gridato così tanto che mi ha quasi fatto scoppiare le orecchie.
Φώναξε σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν κουφάθηκα.

με πολλή αγάπη

sostantivo maschile (στο διαδίκτυο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alberto si fece coraggio e scrisse "tanto amore" alla fine del messaggio.

δεν πουλώ κτ αρκετά καλά

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρεις φορές

locuzione avverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il numero degli studenti è aumentato tre volte tanto negli ultimi vent'anni.

δεκαπλάσια

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La popolazione è aumentata dieci volte tanto negli ultimi cinquant'anni.

εξαπλάσια

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La popolazione della città è cresciuta di sei volte negli ultimi 50 anni.

τόσο πολύ

avverbio

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Sarebbe bello se mia sorella non parlasse così tanto.
Εύχομαι η αδερφή μου να μην μίλαγε τόσο πολύ.

δύο φορές

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Sperano di aumentare i profitti di due volte.
Ελπίζουν να αυξήσουν κατά δύο φορές τα κέρδη τους.

επτά φορές

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πενταπλάσιος

locuzione avverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τόσο... όσο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nessuno riesce a mangiare tanto quanto mio fratello!
Κανείς δεν μπορεί να φάει όσο ο αδερφός μου!

Συγγνώμη!

(informale, sarcastico) (ειρωνικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Beh, scusa tanto! Non te lo chiedo più!
Καλά ντε! Δεν θα μπω στον κόπο να σε ξαναρωτήσω!

τόσο πολλοί

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Ci sono così tanti aspiranti quest'anno che sarà difficile essere ammessi.

τόσο... όσο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ti voglio bene tanto quanto a tua sorella.
Σε αγαπάω το ίδιο με την αδερφή σου.

τόσο... όσο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo vino è buono quanto l'altro. Quella battuta è vecchia come il cucco.

τόσο... όσο

congiunzione

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Lui non è così furbo come si pensa.

πού και πού, πότε πότε

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ogni tanto, un gatto randagio viene nel nostro cortile.
Πότε πότε έρχονται στην αυλή μας αδέσποτες γάτες.

εδώ και πολύ καιρό, εδώ και καιρό

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ας πούμε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non passare il test è stato, per così dire, una batosta per Jim in quanto era molto deluso.

κατ' αρχάς

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Frank sarebbe un pessimo insegnante di grammatica. Tanto per cominciare, detesta i ragazzi e, in più, non gli piace leggere.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tanto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του tanto

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.