Τι σημαίνει το tratta στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tratta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tratta στο Ιταλικό.
Η λέξη tratta στο Ιταλικό σημαίνει παίρνω, απόσταση, φέρομαι σε κπ, συμπεριφέρομαι σε κπ, επεξεργάζομαι, θίγω, εφαρμόζω, κάνω παζάρια, περιποιούμαι, φροντίζω, καλύπτω, πραγματεύομαι, αφορώ, παζαρεύω, αντιμετώπιση, επεξεργάζομαι, διεκπεραιώνω, χειρίζομαι, κάλυψη, χειρισμός, συναλλάσσομαι, χορηγώ φάρμακα, δίνω φάρμακα, παζάρια, διαπραγματεύομαι, αντιμετωπίζω, κανονίζω, εμπορεύομαι, συζητάω, συζητώ, χαρακτηριστικό, έκταση, χαρακτηριστικό, μολυβιά, μολυβιά, διαδρομή, γραμμοσκίαση, σκέλος, τμήμα, τμήμα, μέρος, έκταση, οδός, βγάζω συμπέρασμα, κάνω το καλύτερο που μπορώ, συμπεραίνω, εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ, περισώζω, περισυλλέγω, κερδίζω, κερδίζω από κτ, επωφελούμαι από κτ, ευημερώ χάρη σε κάποιον άλλο, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, επωφελούμαι από κτ, ωφελούμαι από κτ, εξάγω κτ από κτ, παίρνω κτ από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tratta
παίρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adam trae grande soddisfazione dallo scrivere poesie. Ο Άνταμ αποκομίζει μεγάλη ευχαρίστηση γράφοντας ποίηση. |
απόσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φέρομαι σε κπ, συμπεριφέρομαι σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale La tratta male. Της φέρεται (or: συμπεριφέρεται) άσχημα. |
επεξεργάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo trattarlo con una soluzione chimica per fargli cambiare colore. |
θίγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo articolo non tratta i problemi del Sudan. |
εφαρμόζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha trattato il tavolo con una soluzione pulente protettiva. Άλειψε το τραπέζι με ένα προστατευτικό καθαριστικό διάλυμα. |
κάνω παζάρια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho spuntato un buon prezzo per la mia macchina nuova perché ho dovuto contrattare col venditore. Αγόρασα το αυτοκίνητό μου σε καλή τιμή γιατί έκανα σκληρά παζάρια με τον πωλητή. |
περιποιούμαι, φροντίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il dottore ha curato il paziente. Ο γιατρός περιποιήθηκε τον ασθενή. |
καλύπτω(giornalismo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha seguito la Casa Bianca per il giornale per due anni. |
πραγματεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo articolo tratta la pena di morte. Το άρθρο πραγματεύεται τη θανατική ποινή. |
αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo libro tratta di storia. Αυτό το βιβλίο ασχολείται με την ιστορία. |
παζαρεύω(τιμή) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I negozianti trattarono intensamente, ma alla fine il consiglio comunale non cambiò il regolamento. Οι καταστηματάρχες διαπραγματεύτηκαν σκληρά, τελικά όμως το δημοτικό συμβούλιο δεν άλλαξε την πολιτική. |
αντιμετώπισηverbo intransitivo (letteratura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi piace il modo in cui questo libro tratta dei bambini. |
επεξεργάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tratta il legno per produrre carbone per cucinare. |
διεκπεραιώνω(materia di un processo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo caso deve essere trattato in modo efficace, o potremmo perdere in tribunale. |
χειρίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho intenzione di trattare questa questione con serietà. |
κάλυψη(giornalismo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quella stazione radio è la migliore per come segue i problemi dell'istruzione. Εκείνος ο ραδιοφωνικός σταθμός προσφέρει την καλύτερη κάλυψη σε εκπαιδευτικά θέματα. |
χειρισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Το βάζο υπέστη άγρια μεταχείριση από τους μεταφορείς και είχε μερικά σπασίματα. |
συναλλάσσομαι(οικονομικές συναλλαγές) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χορηγώ φάρμακα, δίνω φάρμακα(mediante farmaci) (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Devi curare il mal di gola: non si cura da solo. |
παζάριαverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Prima di raggiungere un accordo finale, gli avvocati delle parti hanno contrattato a lungo. |
διαπραγματεύομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questo corso intende insegnare ai venditori a negoziare. |
αντιμετωπίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha affrontato la situazione come se non fosse successo niente. Αντιμετώπισε την κατάσταση σαν να μη συνέβαινε τίποτα. |
κανονίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La casa cinematografica è riuscita a negoziare un accordo con l'agente di una grande star hollywoodiana. Το κινηματογραφικό στούντιο κατάφερε να κλείσει μια συμφωνία με τον ατζέντη ενός μεγάλου σταρ του Χόλυγουντ. |
εμπορεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha realizzato le sue fortune commerciando in armi illegali. Έκανε περιουσία εμπορευόμενος παράνομα όπλα. |
συζητάω, συζητώ(κάτι, για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I membri del comitato hanno discusso i vantaggi di un rialzo delle tasse. Το μέλος της επιτροπής συζήτησε τα πλεονεκτήματα της αύξησης φόρων. |
χαρακτηριστικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La cortesia è spesso considerato un tratto tipicamente inglese. Η ευγένεια συχνά θεωρείται κλασικό χαρακτηριστικό των Άγγλων. |
έκταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Έχουν αγοραστεί τεράστιες εκτάσεις γης για το λατομείο. |
χαρακτηριστικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quando Linda si guarda attentamente allo specchio riesce a vedere i tratti di sua madre. |
μολυβιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lo scrivano ha fatto un tratto ben definito su ogni grazia. |
μολυβιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La lettera T è formata con due tratti. |
διαδρομήsostantivo maschile (di strada) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il tratto di strada davanti a noi è dritto e pianeggiante. |
γραμμοσκίασηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Holly ha usato dei tratti per dare ombreggiatura all'incisione. |
σκέλος(spec. sport, ciclismo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Guidava la classifica dei ciclisti alla fine della terza tappa. |
τμήμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nella parte bassa del pascolo manca un tratto di staccionata. Λείπει ένα τμήμα του φράχτη στο χαμηλότερο μέρος του βοσκότοπου. |
τμήμα, μέρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Πρέπει να ξαναστρώσουμε αυτό το κομμάτι του δρόμου. |
έκταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il pilota guardò verso il sole che tramontava al di là della distesa. |
οδόςsostantivo maschile (anatomia) (ανατομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nell'apparato digerente possono svilupparsi diversi tipi di tumore. |
βγάζω συμπέρασμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il campione era troppo piccolo perché i ricercatori potessero trarre una conclusione con certezza. |
κάνω το καλύτερο που μπορώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμπεραίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ
Abbiamo tratto il meglio dalla nostra vacanza lasciando spenti telefoni e computer. |
περισώζω, περισυλλέγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I sommozzatori recuperarono parte del carico dal relitto. Οι δύτες έσωσαν ένα μέρος του φορτίου από το ναυάγιο. |
κερδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Che profitto ci trai dal mentire sulla faccenda? Κερδίζει πολλά λεφτά παίζοντας στο καζίνο. |
κερδίζω από κτ, επωφελούμαι από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tutti possiamo trarre vantaggio dall'essere pazienti. |
ευημερώ χάρη σε κάποιον άλλοverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il complesso traeva energia dalla folla. |
εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo si è messo in moto per cercare di utilizzare al meglio le proprie risorse petrolifere. Η κυβέρνηση εργαζόταν για να βρει τρόπους να εκμεταλλευτεί τους πετρελαϊκούς πόρους της. |
επωφελούμαι από κτ, ωφελούμαι από κτ
Se tu volessi consigliarci, potremmo trarre grossi vantaggi dalla tua esperienza. Η εταιρεία θα βγάλει κέρδος από τη συγχώνευση. |
εξάγω κτ από κτ, παίρνω κτ από κτ
La cocaina è ricavata dalle foglie della pianta di coca. Οι εργάτες εξάγουν (or: παίρνουν) την κοκαϊνη απ' τα φύλλα του φυτού της κόκας. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tratta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του tratta
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.