Τι σημαίνει το gruppo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης gruppo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gruppo στο Ιταλικό.
Η λέξη gruppo στο Ιταλικό σημαίνει συλλογή, ομάδα, ομάδα, ομάδα, πληθυσμός, συγκρότημα, φουρνιά, κατηγορία, παρέα, μονάδα, αδελφότητα, αδερφότητα, οι συγκεντρωμένοι, παρέα, ομάδα, παρέα, ομάδα, δυναμικό, ομάδα, όμιλος, κόσμος, εμπορική συνεργασία, παρέα, ένωση, δέσμη, δεσμίδα, συγκρότημα, επιτροπή, δεξαμενή, στρατόπεδο, πλήθος, κοινοπραξία, ορχήστρα, ομάδα, επιτελείο, η παρέα, πληθυσμός, πυρήνας, κοπάδι, ομάδα, παρέα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, συγκρότημα, σχήμα, τούφα, brainstorming, ελίτ, ομάδα συζητήσεων, τριάδα, ελίτ, όλοι μαζί, λόμπυ, λόμπι, ομάδα, εξάδα, επτάδα, εφτάδα, πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδα, χορωδία, ομαδισμικό, μέλος μπάντας, ομαδικό τραγούδι, τραγούδι, ομάδα συζήτησης, τιμή για ομάδες, τιμή για γκρουπ, ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος, ομάδα αίματος, λέσχη βιβλίου, ανθρώπινο δείγμα σε έρευνα, ομαδική φωτογραφία, ομαδική θεραπεία, οργανισμός/ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος, μπάντα τζαζ μουσικής, ονοματικό σύνολο, ομάδα άσκησης πολιτικής πίεσης, βασική ομάδα, ομάδα αποστατών/διασπαστών, φράξια, επιστημονικό επιτελείο, ομάδα Α, ομάδα ΑΒ, ομάδα Β, ομάδα μηδέν, ομάδα συνομηλίκων, κοινωνική πίεση, ανάπτυξη του ομαδικού πνεύματος, κέντρο νέων, κύκλος, ομάδα τροφίμων, ομαδική φωτογραφία, γλωσσικός κλάδος, ομάδα διαχείρισης, μέταλλο της ομάδας του λευκόχρυσου, ομάδα έργου, πανκ συγκρότημα, χορωδία, μόνιμη ομάδα, ομάδα υποστήριξης, ομαδικό πνεύμα, ομαδική προσπάθεια, ομαδικό πνεύμα, ομάδα δοκιμής, ομάδα δακτυλογράφων, κεντρικός φορέας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης gruppo
συλλογήsostantivo maschile (αντικειμένων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questo gruppo di monete viene dalla Francia. Αυτή η συλλογή κερμάτων είναι από τη Γαλλία. |
ομάδα(persone) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il gruppo di neoassunti sta aspettando all'ingresso. Η ομάδα των νεοπροσληφθέντων περιμένει στην αίθουσα αναμονής. |
ομάδαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho un gruppo di amici che va sempre per bar. Έχω μια παρέα φίλων που βγαίνουν συνέχεια σε μπαρ. |
ομάδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il gruppo ha lavorato per finire il progetto prima della scadenza. Η ομάδα δούλεψε για να ολοκληρώσουν το έργο μέσα στην προθεσμία. |
πληθυσμός
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ogni autunno grandi gruppi di uccelli migratori visitano l'isola. |
συγκρότημα(musicale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I Rolling Stones sono il mio gruppo preferito. Οι Rolling Stones είναι το αγαπημένο μου συγκρότημα. |
φουρνιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quest'anno abbiamo un bel gruppo di nuovi giocatori di pallacanestro. Τη χρονιά αυτή έχουμε μια καλή φουρνιά από νέους μπασκετμπολίστες. |
κατηγορία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ci sono dieci concorrenti nel gruppo 12-14 anni. Στην ηλικιακή κατηγορία δώδεκα με δεκατέσσερα, υπάρχουν δέκα αντίπαλοι. |
παρέαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dopo aver pulito il parco giochi, tutto il gruppo è andato a mangiare una pizza. Αφού καθαρίσαμε την αυλή, όλη η παρέα βγήκε έξω για πίτσα. |
μονάδα(tecnica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Οι μηχανικοί ανέλυσαν τα μέρη και τις μονάδες των δύο παραμέτρων του συστήματος. |
αδελφότητα, αδερφότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il gruppo ha organizzato una festa a sorpresa per Adam. |
οι συγκεντρωμένοι
Ο ιερέας τελείωσε την προσευχή και το ποίμνιο μουρμούρησε «Αμήν». |
παρέαsostantivo maschile (persone) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Di' a quel gruppo laggiù che il negozio chiude tra dieci minuti. Πες σε εκείνη εκεί την παρέα ότι το μαγαζί κλείνει σε δέκα λεπτά. |
ομάδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un gruppo di persone del posto sono partite alla ricerca dei ragazzi dispersi. |
παρέα(για φίλους) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi sono fatto un nuovo gruppo di amici. |
ομάδαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un gruppo di manifestanti si è incontrato alla piazza del paese. |
δυναμικόsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il gruppo dei venditori ha raggiunto buoni risultati quest'anno. |
ομάδαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il presidente è sempre circondato da un gruppo di persone. |
όμιλοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Questo albergo fa parte del Gruppo Guinness. |
κόσμοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Guarda quel gruppo! Ci sono almeno venti persone. Κοίτα αυτόν τον κόσμο! Είναι τουλάχιστον είκοσι άτομα. |
εμπορική συνεργασίαsostantivo maschile (commerciale) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παρέαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jake era alla festa coi suoi fratelli e le loro ragazze: il solito gruppo. |
ένωσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δέσμη, δεσμίδα(επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ο καθηγητής κουβάλησε ένα μάτσο χαρτιά στο γραφείο του. |
συγκρότημαsostantivo maschile (musicale) (μουσικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'intrattenimento consisteva in un complesso jazz. |
επιτροπήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un comitato di esperti si è riunito per trovare una soluzione al problema. Συστάθηκε επιτροπή από ειδικούς για να βρουν μια λύση στο πρόβλημα. |
δεξαμενήsostantivo maschile (gruppo di lavoro) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'è un grande pool di aspiranti a questo lavoro. Η Σάρα ήταν μέλος της ομάδας πληκτρολόγησης. |
στρατόπεδοsostantivo maschile (sezione) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il politico è parte del gruppo di sinistra. Εκείνος ο πολιτικός ανήκει στο αριστερό στρατόπεδο. |
πλήθος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La paziente è stata visitata da un gruppo di specialisti, ma nessuno fu in grado di diagnosticare la sua patologia. |
κοινοπραξία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il team di esplorazione comprendeva due grandi aziende di trivellazione. |
ορχήστραsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Stasera il gruppo di ottoni dell'università terrà un concerto gratuito. |
ομάδα(άνθρωποι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το νησιωτικό σύμπλεγμα του Νοτίου Αιγαίου είναι από τα μεγαλύτερα στην Ελλάδα. |
επιτελείο(militare) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
η παρέα(informale: gruppo di amici) Sabato Robert è uscito con la sua banda. Ο Ρόμπερτ βγήκε με την παρέα το Σάββατο. |
πληθυσμός(ομάδα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) C'è una vasta comunità di ispanofoni in molte città degli Stati Uniti. Υπάρχει ένας μεγάλος ισπανόφωνος πληθυσμός σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ. |
πυρήνας(gruppo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il governo ha ricevuto un'informativa su una cellula terroristica nel paese. Η κυβέρνηση έλαβε μια πληροφορία για έναν πυρήνα τρομοκρατίας εντός της χώρας. |
κοπάδι(pecore) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un gregge di pecore pascolava sul prato. |
ομάδα, παρέα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questa squadra è composta da dieci persone. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
συγκρότημα, σχήμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Suoneranno tre gruppi diversi al concerto. Στη συναυλία θα εμφανιστούν τρία συγκροτήματα (or: σχήματα). |
τούφα(μαλλιά, τρίχες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Allison rimosse un grumo di capelli dallo scarico. Η Άλισον έβγαλε μια τούφα μαλλιά από το σιφόνι. |
brainstorming(μέθοδος) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il brainstorming della mattina era stato produttivo e il gruppo sviluppò molte nuove idee. Η πρωινή μας συνάντηση για ανταλλαγή ιδεών ήταν εποικοδομητική και η ομάδα πρότεινε πλήθος νέων ιδεών. |
ελίτ(figurato: gruppo selezionato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una ristretta élite controlla tutte le promozioni all'università. |
ομάδα συζητήσεων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τριάδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il mio medico promuove la terna di allenamento, dieta sana e riduzione dello stress come il segreto di una lunga vita. |
ελίτ
(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Ingledew si è appena unito ad un'élite di corridori, quelli che hanno completato 100 maratone. |
όλοι μαζί
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
λόμπυ, λόμπι
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La lobby dei petrolieri ha molta influenza sul governo americano. Το πετρελαϊκό λόμπυ έχει μεγάλη εξουσία στην κυβέρνηση των ΗΠΑ. |
ομάδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In seguito allo scisma la Chiesa è piombata nel caos. |
εξάδα(formale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στο τραπέζι μαζευτήκαμε μισή ντουζίνα άνθρωποι. |
επτάδα, εφτάδα(formale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χορωδίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il coro del liceo ha vinto il primo premio nella competizione. Η χορωδία του λυκείου κέρδισε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό. |
ομαδισμικό(νεολ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μέλος μπάνταςsostantivo maschile (μουσικός) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ομαδικό τραγούδιsostantivo maschile (τραγουδάνε όλοι μαζί) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τραγούδιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ομάδα συζήτησηςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il gruppo di discussione si riunì per trovare una soluzione. |
τιμή για ομάδες, τιμή για γκρουπsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le comitive da 12 persone in su hanno diritto alle tariffe di gruppo ridotte. |
ομάδα ειδικού ενδιαφέροντοςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tutti questi gruppi d'interesse ci rendono il lavoro molto più difficile. |
ομάδα αίματοςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il gruppo sanguigno più diffuso è O negativo. |
λέσχη βιβλίουsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il mio gruppo di lettura si riunisce il primo lunedì di ogni mese per parlare di un nuovo libro. |
ανθρώπινο δείγμα σε έρευναsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In genere un gruppo di controllo è usato per verificare la coerenza dei dati raccolti. |
ομαδική φωτογραφίαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ricordo ancora le foto di gruppo che facevamo a scuola. |
ομαδική θεραπείαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le persone con problemi di dipendenza possono trarre beneficio da terapie di gruppo. |
οργανισμός/ομάδα ειδικού ενδιαφέροντοςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπάντα τζαζ μουσικήςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il mio amico suona in un gruppo jazz. |
ονοματικό σύνολοsostantivo maschile (grammatica) (γραμματική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Contrassegnate i gruppi nominali negli schemi di struttura della frase. |
ομάδα άσκησης πολιτικής πίεσηςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I gruppi di pressione conservatori sono intenti a intralciare il programma del presidente. |
βασική ομάδαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ομάδα αποστατών/διασπαστών, φράξια(πολιτική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιστημονικό επιτελείοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La Rand Corporation è un famoso gruppo di esperti negli USA. |
ομάδα Αsostantivo maschile (gruppo sanguigno) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il mio sangue è del gruppo A. |
ομάδα ΑΒsostantivo maschile (gruppo sanguigno) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il sangue del gruppo AB è il tipo più raro. |
ομάδα Βsostantivo maschile (gruppo sanguigno) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ομάδα μηδέν(gruppo sanguigno) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lo 0 positivo è il tipo di sangue più comune. |
ομάδα συνομηλίκων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοινωνική πίεση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per i teenager è difficile resistere al condizionamento del gruppo. Οι έφηβοι το βρίσκουν δύσκολο να αντισταθούν στην κοινωνική πίεση. |
ανάπτυξη του ομαδικού πνεύματοςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κέντρο νέων
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κύκλος(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ho sempre avuto un ampio giro di amicizie. Πάντα είχα μεγάλο κύκλο. |
ομάδα τροφίμωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Un pasto ideale dovrebbe comprendere tutti i gruppi alimentari. |
ομαδική φωτογραφίαsostantivo femminile Una volta raggiunta la cima della montagna, ci siamo fermati e messi in posa per una foto di gruppo. |
γλωσσικός κλάδοςsostantivo maschile |
ομάδα διαχείρισηςsostantivo maschile (διαχειριστές) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Portò tutto il gruppo direzionale fuori a bere nel pub locale. |
μέταλλο της ομάδας του λευκόχρυσου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ομάδα έργου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πανκ συγκρότημαsostantivo maschile (musicale) Negli anni '80 molti giovani sognavano di creare un gruppo punk, proprio come i Sex Pistols. |
χορωδίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μόνιμη ομάδαsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ομάδα υποστήριξης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ομαδικό πνεύμα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ομαδική προσπάθειαsostantivo maschile |
ομαδικό πνεύμα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ομάδα δοκιμής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ομάδα δακτυλογράφων
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κεντρικός φορέας
|
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gruppo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του gruppo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.