Τι σημαίνει το classe στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης classe στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του classe στο Ιταλικό.
Η λέξη classe στο Ιταλικό σημαίνει τάξη, κλάση, φινέτσα, τάξη, κλάση, θέση, κλάση, ομοταξία, τάξη, σχολική αίθουσα, της σχολικής αίθουσας, τάξη, τάξη, τάξη, σχολική αίθουσα, βαθμ., κομψότητα, οικογένεια, υψηλή ποιότητα, ποικιλία, ποικιλία, κύρος, χωρικοί, επαρχιώτες, διανοούμενος, εργατικά χέρια, με ταξική συνείδηση, οικονομική θέση, απεριποίητος, πρώτης ποιότητας, μπουρζουαζία, χαμηλότερη τάξη, συμμαθητής, εργασία στην τάξη, κατάστρωμα, συμμαθητής, οικονομική θέση, πρώτη θέση, πάλη των τάξεων, ταξική συνείδηση, ταξική πάλη, κοινωνική τάξη, μεγαλοαστική τάξη, κυρίαρχη τάξη, υπεύθυνος καθηγητής τμήματος, διαπολιτισμική τάξη, Ρεαλισμός του Νεροχύτη, εργατική τάξη, αριστούχος, τρίτη κατηγορία, τρίτη τάξη, αρχικελευστής, θέση, βαθμίδα, οικονομική θέση, η οικονομική τάξη στην οποία δεν ανήκει κανείς, δηλ. οι πλούσιοι αν είναι φτωχός και το αντίστροφο, μεγαλοαστικός, κορυφαίος, άριστος, εξαιρετικός, της μικρομεσαίας τάξης, οικονομικής θέσης, καθεστώς, οικονομικής θέσης, πρώτης θέσης, πρώτη θέση, καλύτερος, πρώτος, οικονομική θέση, στην οικονομική θέση, στην οικονομική θέση, συμμαθητής, συμμαθήτρια, διακεκριμένη θέση, παντρεύομαι κπ υψηλότερης κοινωνικής τάξης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης classe
τάξη(scuola primaria e secondaria) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È la studentessa migliore della nostra classe. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι η καλύτερη μαθήτρια της τάξης στη Χημεία. Η αναπληρώτρια ρώτησε την τάξη σε ποιο σημείο της ύλης είχαν φτάσει με την κανονική καθηγήτριά τους. |
κλάση, φινέτσαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quella donna ha molta classe. Αυτή η κυρία έχει πολλή φινέτσα. |
τάξηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La classe del 2006 sarà molto numerosa. Η τάξη του 2006 θα είναι πολύ μεγάλη. |
κλάσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha recitato con classe, ignorando ogni distrazione. |
θέσηsostantivo femminile (mezzi di trasporto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lawrence preferisce volare in prima classe. |
κλάση, ομοταξίαsostantivo femminile (biologia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A quale classe appartiene questo animale? |
τάξη(sociale) (κοινωνική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Molte persone sperano di elevare il loro ceto. Πολλοί ελπίζουν να ανεβούν σε υψηλότερη τάξη. |
σχολική αίθουσαsostantivo femminile (aula scolastica) Gli studenti hanno cominciato a entrare in classe intorno alle 8.00. Οι μαθητές άρχισαν να μπαίνουν στην αίθουσα γύρω στις 8. |
της σχολικής αίθουσαςsostantivo femminile (aula scolastica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questo articolo ha dei consigli utili sull'uso dei tablet in classe. Αυτό το άρθρο έχει μερικές χρήσιμες συμβουλές για τη χρήση των τάμπλετ στη σχολική αίθουσα. |
τάξηsostantivo femminile (σχολείο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lei ha dieci anni, quindi probabilmente frequenta la quarta classe. Είναι δέκα ετών, οπότε μάλλον πηγαίνει στην τέταρτη τάξη. |
τάξηsostantivo femminile (scuole inglesi) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Comincerò la sesta classe a settembre. |
τάξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rose è nella classe avanzata di francese. |
σχολική αίθουσαsostantivo femminile (stanza di un edificio scolastico) |
βαθμ.abbreviazione (ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κομψότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Indossa i suoi abiti con stile. Ντύνεται με στιλ. |
οικογένεια(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La tecno e l'hip hop appartengono allo stesso genere musicale. |
υψηλή ποιότητα
Raphael sorseggiò il vino e si soffermò un attimo a degustarne il gusto elegante. |
ποικιλία(biologia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hanno sviluppato una nuova specie (or: varietà) di pomodori che è anche più succosa. Ανέπτυξαν μια νέα ποικιλία ντομάτας που ήταν ακόμα πιο ζουμερή. |
ποικιλία(biologia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Piantiamo soltanto famiglie (or: specie) di piante molto robuste. Καλλιεργούμε μόνο πολύ ανθεκτικές ποικιλίες. |
κύροςsostantivo maschile (status elevato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sono persone di rango. Είναι άτομα υψηλής κοινωνικής θέσης. |
χωρικοί, επαρχιώτες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I contadini temevano di andare contro le politiche del dittatore. |
διανοούμενος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εργατικά χέρια(καθομιλουμένη) La fabbrica ha bisogno di assumere più manodopera per evadere questi ordini. Το εργοστάσιο θα χρειαστεί να προσλάβει περισσότερα εργατικά χέρια για να εκτελέσει αυτές τις παραγγελίες. |
με ταξική συνείδησηaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bunter era così sensibile alle differenze di classe che mai e poi mai avrebbe fumato in presenza di Lord Peter. |
οικονομική θέσηsostantivo femminile (mezzi di trasporto) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho acquistato un biglietto di seconda classe perché costava molto meno. |
απεριποίητοςlocuzione aggettivale (di donna) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρώτης ποιότηταςlocuzione aggettivale (informale) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μπουρζουαζία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαμηλότερη τάξηsostantivo femminile La criminalità e la disoccupazione hanno creato una classe inferiore che vive nei quartieri poveri della città. |
συμμαθητής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Martha era una delle mie compagne di scuola. |
εργασία στην τάξηsostantivo maschile (parte dello studio fatta in classe) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατάστρωμαsostantivo femminile (nave) (φθηνό εισιτήριο πλοίου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συμμαθητήςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
οικονομική θέσηsostantivo femminile (ferrovia) È più economico viaggiare in seconda classe che in quella normale. Το εισιτήριο στη δεύτερη θέση είναι φτηνότερο από το κανονικό. |
πρώτη θέσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Servono sempre champagne in prima classe. |
πάλη των τάξεωνsostantivo maschile (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Marx incolpava il capitalismo dei conflitti di classe. |
ταξική συνείδησηsostantivo femminile La coscienza di classe è la consapevolezza di appartenere ad una determinata classe sociale. |
ταξική πάληsostantivo femminile Marx non è morto, la lotta di classe non è finita; ieri ho visto degli operai manifestare contro i privilegi dei ricchi. |
κοινωνική τάξη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gli insegnanti appartengono a una classe sociale superiore rispetto agli operai. |
μεγαλοαστική τάξη
Oggi pagare le rette universitarie può essere oneroso perfino per le famiglie della classe medio-alta. |
κυρίαρχη τάξηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπεύθυνος καθηγητής τμήματοςsostantivo maschile (docente di riferimento) (σχολείο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαπολιτισμική τάξηsostantivo femminile (scuola) (μαθητές) |
Ρεαλισμός του Νεροχύτη(μτφ: κίνημα στην τέχνη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εργατική τάξηsostantivo femminile È partito dalla classe operaia ma adesso gestisce una ditta ditta di investimenti. Κάποτε ανήκε στην εργατική τάξη, αλλά, σήμερα, διευθύνει μια επενδυτική εταιρεία. |
αριστούχοςsostantivo maschile (studente eccellente) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
τρίτη κατηγορία, τρίτη τάξηsostantivo femminile |
αρχικελευστήςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
θέση, βαθμίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il rango di Walter nella società è molto basso. Η θέση του Γουόλτερ στην εταιρεία είναι πολύ χαμηλή. |
οικονομική θέση
La classe economica, più le tasse, ammontava a $340. |
η οικονομική τάξη στην οποία δεν ανήκει κανείς, δηλ. οι πλούσιοι αν είναι φτωχός και το αντίστροφο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μεγαλοαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I suoi genitori di classe medio alta l'hanno mandata in una delle scuole migliori. |
κορυφαίος, άριστος, εξαιρετικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
της μικρομεσαίας τάξηςsostantivo femminile (sociale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οικονομικής θέσηςlocuzione aggettivale (ferrovia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Comprerò un biglietto ferroviario di seconda classe. |
καθεστώς
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I ribelli volevano rovesciare l'ordine costituito. Οι επαναστάτες ήθελαν να ανατρέψουν το κατεστημένο. |
οικονομικής θέσηςlocuzione aggettivale (biglietto aereo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Acquistai un biglietto di seconda classe per non dover dare fondo ai miei risparmi. |
πρώτης θέσης(trasporti) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I sedili della prima classe hanno più spazio per le gambe. Τα καθίσματα της πρώτης θέσης έχουν περισσότερο χώρο για τα πόδια. |
πρώτη θέσηavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Viaggiare in prima classe è l'unico modo di viaggiare. |
καλύτερος, πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È la migliore della classe. Είναι το αστέρι της τάξης. |
οικονομική θέση(ferrovia) Mi piacerebbe viaggiare in prima classe, ma mi posso permettere solo la seconda classe. Θα μου άρεσε να ταξιδεύω στην πρώτη θέση, τα χρήματά μου όμως επαρκούν μόνο για την οικονομική. |
στην οικονομική θέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Viaggio sempre in seconda classe perché la prima costa decisamente troppo. |
στην οικονομική θέσηlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il senatore dice che viaggia in classe economica poiché non ritiene giusto che i contribuenti debbano pagare per farlo viaggiare in prima classe. |
συμμαθητής, συμμαθήτριαsostantivo maschile (σχολείο) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) I due sono stati compagni di classe al college. Οι δύο άντρες ήταν συμφοιτητές στο πανεπιστήμιο. |
διακεκριμένη θέσηsostantivo femminile (aerei) |
παντρεύομαι κπ υψηλότερης κοινωνικής τάξηςverbo riflessivo o intransitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του classe στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του classe
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.