Τι σημαίνει το banda στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης banda στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του banda στο Ιταλικό.
Η λέξη banda στο Ιταλικό σημαίνει ρίγα, λωρίδα, γραμμή, ιμάντας, συχνότητες, συμμορία, σπείρα, συγκρότημα, σχήμα, συμμορία, φιλαρμονική, η παρέα, συμμορία, ζώνη υφάσματος, ταξιαρχία, γραμμή, μπάρα, σπείρα, συμμορία, μπάντα πνευστών ή χάλκινων, παλιοπαρέα, σπείρα, λωρίδα, επικεφαλής μουσικού συγκροτήματος, ευρυζωνικός, εύρος ζώνης, ευρυζωνικότητα, λευκοσίδηρος, επικεφαλής μουσικού συγκροτήματος, μπάντα με χάλκινα, μαγνητική ταινία, στρατιωτική μπάντα, στενή ζώνη, μαγνητική ταινία, ραδιοσυχνότητα πολιτών, καρφιά, μουσική ερμηνευμένη από ορχήστρα χάλκινων ή πνευστών, ευρυζωνικός, μπρατσάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης banda
ρίγα, λωρίδα, γραμμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vedi le bande che ha dipinto sulla macchina? Βλέπεις τις ρίγες που ζωγράφισε στο αυτοκίνητό του; |
ιμάντας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Una banda in cuoio avvolgeva il volano. |
συχνότητεςsostantivo femminile (frequenze) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Su che banda è quella stazione radio? |
συμμορία, σπείρα(gruppo di persone) (για κυριολεκτική ή μεταφορική παρέα παρανόμων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La comitiva di bambini deve essere andata al cinema. Το τσούρμο των παιδιών πρέπει να μπήκε μέσα στον κινηματογράφο. |
συγκρότημα, σχήμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Suoneranno tre gruppi diversi al concerto. Στη συναυλία θα εμφανιστούν τρία συγκροτήματα (or: σχήματα). |
συμμορία(di criminali) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La presenza nel quartiere di due bande rivali che si facevano la guerra ne faceva un luogo pericoloso dove vivere. Υπάρχουν δυο αντίπαλες συμμορίες στη γειτονιά και γι' αυτό είναι επικίνδυνο μέρος να ζει κανείς. |
φιλαρμονικήsostantivo femminile (musica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Suonavo il clarinetto nella banda. Παλιότερα έπαιζα κλαρινέτο σε μια φιλαρμονική. |
η παρέα(informale: gruppo di amici) Sabato Robert è uscito con la sua banda. Ο Ρόμπερτ βγήκε με την παρέα το Σάββατο. |
συμμορίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I viaggiatori sono stati derubati da una banda di ladri. |
ζώνη υφάσματοςsostantivo femminile (ραπτική) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ταξιαρχίαsostantivo femminile (spregiativo: gruppo) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mio papà si lamenta sempre della "banda del politicamente corretto". |
γραμμή, μπάραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Inserite il bancomat con la banda magnetica rivolta verso l'alto. |
σπείρα, συμμορίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La polizia ha sgominato una banda dedita allo spaccio di droga. |
μπάντα πνευστών ή χάλκινωνsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una banda musicale ha gli ottoni, i fiati e le percussioni, ma non gli archi. |
παλιοπαρέα(di amici) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sono stato tutto il pomeriggio al centro commerciale col mio giro. Πέρασα το απόγευμα στο εμπορικό κέντρο με την παρέα μου. |
σπείρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La polizia ha finalmente arrestato il leader di una grossa associazione criminale. |
λωρίδαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lo chef ha farcito le zucchine con del macinato d'agnello e vi ha versato sopra una striscia di yogurt denso. |
επικεφαλής μουσικού συγκροτήματος(musica) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
ευρυζωνικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εύρος ζώνηςsostantivo femminile (μεταφορά δεδομένων) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La larghezza di banda è molto migliore in città che in campagna. Στην πόλη υπάρχει καλύτερο εύρος ζώνης (or: ζωνικό εύρος) απ' ότι στην περιφέρεια. |
ευρυζωνικότηταsostantivo femminile (internet) (γρήγορο ίντερνετ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dove viviamo non c'è banda larga, per cui dobbiamo usare il satellite. Εκεί που ζούμε δεν υπάρχει ευρυζωνικότητα, γι' αυτό και χρησιμοποιούμε δορυφόρο. |
λευκοσίδηροςsostantivo femminile (μέταλλο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
επικεφαλής μουσικού συγκροτήματοςsostantivo maschile (musica) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
μπάντα με χάλκιναsostantivo femminile (musica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La banda di ottoni guiderà la processione funebre lungo Bourbon Street. |
μαγνητική ταινίαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Deve inserire la carta di credito con la banda magnetica rivolta verso il basso. |
στρατιωτική μπάνταsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στενή ζώνηsostantivo femminile |
μαγνητική ταινίαsostantivo femminile |
ραδιοσυχνότητα πολιτώνsostantivo femminile (radio) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καρφιάsostantivo femminile (αστυνομία: διάταξη για σκάσιμο ελαστικών) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
μουσική ερμηνευμένη από ορχήστρα χάλκινων ή πνευστώνsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευρυζωνικόςlocuzione aggettivale (internet) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ti serve una connessione a banda larga per vedere video in streaming. Χρειάζεσαι ευρυζωνική σύνδεση για να παίξεις το βίντεο. |
μπρατσάκιsostantivo femminile (da braccio) (μεταφορικά, συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του banda στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του banda
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.