Τι σημαίνει το completo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης completo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του completo στο Ιταλικό.

Η λέξη completo στο Ιταλικό σημαίνει ολοκληρώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, τελειώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω, κάνω, τελειώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, τερματίζω, αναπτύσσω, αναλύω, αναπτύσσω, ολοκληρώνω, τελειώνω, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, τελειώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω, συμπληρώνω, βγαίνω, τελειώνω, -, κλείνω, εκτελώ, πλήρης, ολοκληρωμένος, τελειωμένος, ολοκληρωτικός, παντελής, ολοσχερής, πλήρης, σύνολο, συνολάκι, ντύσιμο, στρογγυλεμένος, σύνολο, εντελώς, απόλυτα, σύνολο, γενικός, συνολικός, περιεκτικός, εντελώς, απολύτως, καλός, απόλυτος, πλήρης, παντελής, πλήρης, ολικός, ολοσχερής, μεγάλος, φοβερός, καταπληκτικός, περιεκτικός, ευρύς, γενικός, 100% πληρότητα, εκτεταμένος, πλήρης, συνολικός, απόλυτος, τέλειος, απόλυτος, απόλυτος, πλήρης, απολύτως, εντελώς, εξαντλητικός, διεξοδικός, πλήρης, ολόκληρος, εντελώς, απόλυτα, παντελώς, τελείως,, ολόκληρος, πλήρης, ακέραιος, πλήρης, απόλυτος, πλήρως σχηματισμένος, εντελώς, κοστούμι, αμέριστος, καθαρός, σκέτος, απόλυτος, ολοκληρωτικός, πειστικός, πλήρης, πολύπλευρος, κανονικός, ακριβώς, ολόκληρος, έντονος, κατηγορηματικός, απόλυτος, παντελώς, ολωσδιόλου, ολόκληρος, πλήρης, πλήρης, εντελώς, εκπληρώνω, τα πάω περίφημα σε κτ, κάνω par, πετυχαίνω par. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης completo

ολοκληρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno completato la raccolta fondi, raggiungendo il loro obiettivo.
Ολοκλήρωσαν τον έρανο πετυχαίνοντας τον στόχο τους.

ολοκληρώνω, τελειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Completerò il dipinto entro venerdì.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι αποφασισμένος να εργαστεί σκληρά, προκειμένου να αποπερατώσει το έργο που του έχει ανατεθεί.

τελειώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A completare la mia giornataccia mi si è bucata una gomma mentre tornavo a casa.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sospensione mi darà un po' di tempo per completare qualcosa qua e là per casa.
Λόγω της απόλυσής μου θα έχω περισσότερο χρόνο να κάνω μερικές δουλειές στο σπίτι.

τελειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devo finire i miei compiti prima di andare al centro commerciale.

ολοκληρώνω, τελειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho così tanto lavoro da portare a termine questa settimana, non so come potrò fare tutto! Ho ancora dello studio da completare prima dell'esame.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η δουλειά που πρέπει να τελειώσω αυτή την εβδομάδα είναι τόση πολλή που δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω.

τερματίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε αγώνα δρόμου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha completato la gara in 35 minuti.
Τερμάτισε τον αγώνα σε 35 λεπτά.

αναπτύσσω, αναλύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi precisare meglio le tue dichiarazioni di prima?
Μπορείς να αναφερθείς πιο λεπτομερώς στο προηγούμενο σχόλιό σου;

αναπτύσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devi ampliare i tuoi appunti in frasi complete.
Πρέπει να αναπτύξεις τις σημειώσεις σου σε πλήρεις προτάσεις.

ολοκληρώνω, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovresti essere in grado di finire questo lavoro in due ore.

τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cerca di portare a conclusione qualcosa nella tua vita!

τελειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (έργο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Finirà la traduzione entro i prossimi 30 minuti.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δικαίωμα εγγραφής έχουν όσοι έχουν περατώσει τις γυμνασιακές τους σπουδές.

συμπληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli arredi sono perfettamente complementari all'architettura dell'edificio.
Το ντεκόρ δένει τέλεια με την αρχιτεκτονική του κτιρίου.

τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι που ήταν στη μέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Finite la relazione prima di andare a casa.
Ολοκλήρωσε την έκθεση πριν πας σπίτι.

συμπληρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'attività di volontariato svolta da Dave l'estate scorsa ha davvero arricchito il suo CV.

βγαίνω

(από κατάσταση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τελειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non appena avrò terminato questo progetto, ne inizierò un altro.
Μόλις τελειώσω το τρέχον έργο, θα ξεκινήσω το επόμενο.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Abbiamo finito tre relazioni, ne manca una!
Έχουμε τελειώσει τρεις εργασίες, μένει άλλη μία!

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I muratori hanno completato il muro con l'ultimo mattone.

εκτελώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (παραγγελία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il traduttore completò il progetto in tre giorni.
Ο μεταφραστής παρέδωσε το πρότζεκτ σε τρεις μέρες.

πλήρης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Con l'acquisizione dell'ultimo libro mancante, la collezione era completa.
Η συλλογή έγινε πλήρης μετά την απόκτηση του τελευταίου βιβλίου που έλειπε. Αυτή είναι η πλήρης τριλογία.

ολοκληρωμένος, τελειωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
È finito il progetto o è ancora in corso?
Είναι ολοκληρωμένο (or: τελειωμένο) αυτό το έργο, ή συνεχίζεται ακόμα;

ολοκληρωτικός, παντελής, ολοσχερής, πλήρης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La guerra ha causato la completa distruzione della città.
Ο πόλεμος προκάλεσε την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης.

σύνολο, συνολάκι, ντύσιμο

(formale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rachel si sta comprando un completo nuovo per andare in vacanza.
Η Ρέιτσελ θα αγοράσει ένα καινούριο συνολάκι για τις διακοπές της.

στρογγυλεμένος

aggettivo (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il documentario avrebbe potuto dare una visione più completa dell'argomento.

σύνολο

sostantivo maschile (abbigliamento)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rebecca indossa un completo molto chic.

εντελώς, απόλυτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σύνολο

sostantivo maschile (vestiti)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ti piace il completo che ho comprato?

γενικός, συνολικός, περιεκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εντελώς, απολύτως

(su tutta la superficie)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καλός

(informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa casa ha bisogno di una bella pulita.

απόλυτος, πλήρης, παντελής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le vacanze al mare con il sole sono la felicità assoluta.

πλήρης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'albergo che avevamo scelto era al completo, ma ne abbiamo trovato un altro nelle vicinanze.

ολικός, ολοσχερής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era tanto sconvolta che fece una perfetta scenata nel bel mezzo del negozio.

μεγάλος, φοβερός, καταπληκτικός

aggettivo (επιτυχία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περιεκτικός, ευρύς, γενικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I genitori vogliono che i propri figli abbiano un'educazione completa.

100% πληρότητα

aggettivo (κτίριο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκτεταμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il lavoro del filosofo esprime una teoria completa sulla libertà personale.
Το έργο αυτού του φιλοσόφου παρουσιάζει μια ευρεία θεωρία για την προσωπική ελευθερία.

πλήρης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Disegna un cerchio completo sulla carta millimetrata.
Ζωγράφισε έναν πλήρη κύκλο στο μιλιμετρέ χαρτί.

συνολικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La scuola mira a fornire un'istruzione completa ai suoi studenti.
Στόχος του σχολείου είναι να παρέχει ευρεία εκπαίδευση στους μαθητές του.

απόλυτος

aggettivo (εμφατικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il progetto è stato un completo fallimento e non ha portato a niente.
Το έργο ήταν απόλυτη αποτυχία και δεν κατάφερε τίποτα.

τέλειος

aggettivo (φυτολογία: άνθος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un fiore perfetto ha sia elementi femminili che maschili.

απόλυτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'era un caos totale a causa dello sciopero dei mezzi di trasporto.

απόλυτος, πλήρης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A Mary era stata data totale libertà di agire come voleva.

απολύτως, εντελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quell'idea è genio assoluto!
Η ιδέα είναι απολύτως μεγαλοφυής!

εξαντλητικός, διεξοδικός

(πλήρης)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλήρης, ολόκληρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In questi giorni sto leggendo la versione integrale del romanzo.

εντελώς, απόλυτα, παντελώς, τελείως,

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ολόκληρος, πλήρης

aggettivo (για ημέρα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακέραιος, πλήρης, απόλυτος

(figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John è una persona dalle mille qualità: è abile a scuola, nello sport e nella musica.

πλήρως σχηματισμένος

εντελώς

(informale: rafforzativo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κοστούμι

sostantivo maschile (da uomo o da donna)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha indossato il suo abito nuovo al matrimonio.
Φόρεσε το καινούριο του κοστούμι στο γάμο.

αμέριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θέλω την αμέριστη προσοχή σας όσο θα λέω τους κανόνες σχετικά με τη σχολική ενδυμασία.

καθαρός, σκέτος

aggettivo (colloquiale) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È stato un momento di assoluta gioia per Roger quando ha vinto la gara.

απόλυτος, ολοκληρωτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La perdita del loro allenatore è stata un completo disastro per la squadra.

πειστικός

(figurato: completo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλήρης, πολύπλευρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κανονικός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακριβώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono gemelli, ma in quanto a carattere sono l'esatto contrario.
Είναι δίδυμοι, αλλά ακριβώς αντίθετοι στον χαρακτήρα.

ολόκληρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non si trattava solo di qualche libro, si trattava di un'intera biblioteca.
Αυτό ήταν κάτι παραπάνω από μερικά βιβλία. Αυτό ήταν μια ολόκληρη βιβλιοθήκη.

έντονος, κατηγορηματικός, απόλυτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le nostre ripetute richieste di un'intervista si sono scontrate con un netto rifiuto.

παντελώς, ολωσδιόλου

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bill pensa che Shakespeare abbia scritto "Orgoglio e pregiudizio"? Allora è un completo idiota!

ολόκληρος, πλήρης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'autore ha pubblicato la collezione integrale dei suoi diari come autobiografia.

πλήρης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Helen ha dato a Rose la sua completa attenzione.

εντελώς

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sei proprio un vero idiota!

εκπληρώνω

(compito)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Θα πληρωθείς όταν θα έχεις εκπληρώσει τις συμβατικές σου υποχρεώσεις.

τα πάω περίφημα σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non ti preoccupare dell'esame: sono certo che lo supererai con facilità.

κάνω par, πετυχαίνω par

verbo transitivo o transitivo pronominale (γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Adrian ha completato le ultime due buche in par.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του completo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.