Τι σημαίνει το persuadere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης persuadere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του persuadere στο Ιταλικό.
Η λέξη persuadere στο Ιταλικό σημαίνει πείθω, πείθω, καλοπιάνω, πείθω, καλοπιάνω, κερδίζω, πείθω, πείθω, πείθω κπ να κάνει κτ με καλοπιάσματα, πείθω, πείθω, πείθω κπ για κτ, πιέζω, πείθω, μεταπείθω, πείθω κπ για κτ, πείθω κπ να κάνει κτ, πείθω, συνεφέρω, καταφέρνω, τουμπάρω, καλοπιάνω, ψήνω, επιβάλλομαι σε κπ για να κάνει κτ, προσπαθώ να πείσω, δελεάζω, εξαπατώ, ξεγελώ, πείθω με γλυκόλογα, καλοπιάνω κπ για να κάνει κτ, πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογα, πείθω κπ να κάνει κτ, ξεγελάω, ξεγελώ, αλλάζω γνώμη, πείθω κπ να κάνει κτ, πείθω, κάνω, ασκώ ψυχολογικό εκβιασμό σε κπ για να κάνει κτ, πείθω, βάζω κπ να κάνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης persuadere
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (spingere all'azione) (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una lettera della madre lo aveva persuaso a tornare a casa dopo anni all'estero. Ένα γράμμα από τη μητέρα του τον έπεισε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα ύστερα από χρόνια στο εξωτερικό. |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον (για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Finalmente aveva convinto i clienti dei vantaggi del suo prodotto. Επιτέλους είχε πείσει τους πελάτες του για τα πλεονεκτήματα του προϊόντος του. |
καλοπιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È testardo, ma cerca di persuaderlo, ti prego. Είναι πεισματάρης, αλλά σε παρακαλώ προσπάθησε να τον καλοπιάσεις. |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert non voleva andare alla festa ma Alex è riuscito a persuaderlo. Ο Ρόμπερτ δεν ήθελε να πάει στο πάρτι, αλλά η Άλεξ κατάφερε να τον πείσει. |
καλοπιάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per avere il permesso di lasciare la scuola in anticipo bisogna persuadere il preside. |
κερδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ero diffidente fino a quando non l'ho incontrato di persona, ma poi mi ha convinto completamente. Ήμουνα διστακτικός μέχρι που τον γνώρισα από κοντά, αλλά μετά με κέρδισε ολοκληρωτικά. |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) All'inizio non voleva averci niente a che fare ma alla fine il suo modo suadente di parlare la convinse. |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πείθω κπ να κάνει κτ με καλοπιάσματαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ron convinse i genitori a lasciargli usare la loro macchina. |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy ha convinto Paola a chiedere un aumento al capo. Η Γουέντυ έπεισε την Πώλα να ζητήσει αύξηση από το αφεντικό. |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ, κπ ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alice ha persuaso Emily che le stava dicendo la verità. Η Άλις έπεισε την Έμιλυ πως έλεγε την αλήθεια. |
πείθω κπ για κτverbo intransitivo Mark ha persuaso Olivia della veridicità del suo argomento. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Κώστας έπεισε τον διευθυντή του για την αναγκαιότητα αυτού του πρότζεκτ. |
πιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πείθω, μεταπείθω(convincere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ξέρω πως το πιστεύεις ακράδαντα, αλλά δε θα με μεταπείσεις ποτέ. |
πείθω κπ για κτ
|
πείθω κπ να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo ha convinto ad andare al cinema quella sera. Τον έπεισε να πάνε κινηματογράφο εκείνο το βράδυ. |
πείθω, συνεφέρω, καταφέρνω, τουμπάρω, καλοπιάνω, ψήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy era un po' dubbiosa sul fatto di trasferirsi in Florida, ma i discorsi di suo marito sulle spiagge l'hanno persuasa. |
επιβάλλομαι σε κπ για να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Convinse la giuria ad ascoltare la sua dichiarazione di innocenza ma lo giudicarono colpevole lo stesso. Προσπάθησε να επιβάλλει την αθωότητά του στους ενόρκους, αλλά τον έβγαλαν ένοχο ούτως ή άλλως. |
προσπαθώ να πείσωverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il padre severo rifiutò le suppliche delle sue figlie di andare al ballo, sebbene avessero cercato di convincerlo senza sosta. |
δελεάζω(κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Ανν προσπάθησε να πείσει το αφεντικό της να κλείνει το γραφείο νωρίς τις Παρασκευές. |
εξαπατώ, ξεγελώverbo transitivo o transitivo pronominale (con lusinghe, inganno) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non volevo andare alla festa, ma la mia migliore amica mi ha persuaso. |
πείθω με γλυκόλογαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando mia figlia inizia a cercare di persuadermi con parole dolci, so che le serve qualcosa. |
καλοπιάνω κπ για να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Με καλόπιασαν για να πάω μαζί τους το σαββατοκύριακο. |
πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non riuscì a convincere con le lusinghe la sua insegnante a darle un voto migliore. Mi fece gli occhi dolci e poi con le lusinghe mi convinse a comprarle un nuovo paio di scarpe. Δεν κατάφερε να πείσει με γλυκόλογα τη δασκάλα της να της βάλει καλύτερο βαθμό. Μου έκανε ματάκια και μετά με έπεισε με γλυκόλογα να της αγοράσω ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια. |
πείθω κπ να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (con lusinghe, inganno) (με δόλο, απάτη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il pedofilo spinse il bambino a entrare nella sua macchina. |
ξεγελάω, ξεγελώverbo transitivo o transitivo pronominale (con lusinghe, inganno) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mio fratello riuscì a persuadermi a prestargli dei soldi. |
αλλάζω γνώμηverbo transitivo o transitivo pronominale Ai miei genitori non piace molto il mio fidanzato, ma cambieranno opinione quando lo conosceranno meglio. |
πείθω κπ να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jessica provò a persuadere sua figlia a mangiare i fiocchi d'avena. Η Τζέσικα προσπάθησε να πείσει την κόρη της να φάει τη βρώμη. |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον για κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'accusato convinse la giuria della propria innocenza. Ο κατηγορούμενος έπεισε τους ενόρκους για την αθωότητά του. |
κάνω(καθομ: κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ho convinto a darmi un aumento di paga. Τον τούμπαρα να μου δώσει αύξηση. |
ασκώ ψυχολογικό εκβιασμό σε κπ για να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (con la psicologia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Max ha persuaso il suo amico ad accompagnarlo in aeroporto. |
βάζω κπ να κάνει κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rick fu interrogato dalla polizia, ma non rivelava il nome di chi l'aveva spinto a commettere il crimine. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του persuadere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του persuadere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.