Τι σημαίνει το le στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης le στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του le στο Ιταλικό.

Η λέξη le στο Ιταλικό σημαίνει ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο ιδανικός, ο καλύτερος, της, -, μοδάτος, μοντέρνος, εφαρμοστός, εξοργιστικός, νηφάλιος, που προσπαθεί να πείσει, αδέξιος, ζημιάρης, απρόσεκτος, brainstorming, απάντηση, βρισιές, διαλογή, Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών, διάβασμα των χειλιών, φορτίζω τις μπαταρίες μου, γεμίζω τις μπαταρίες μου, ξεμένω από μπαταρία, προκαλώ έκπληξη, σταματάω, σταματώ, τα παίρνω, τα παίρνω άσχημα, τα παίρνω στο κρανίο, χειροκροτώ, καθυστερώ, χρονοτριβώ, τραβάω, ρίχνω τους πρώτους πόντους, δελεάζω, με τη βία, ονειροπόλος, αλητάμπουρας, αλήτης, κωλοπαιδαράς, αστυνομία, αυτοκαταστρέφομαι, τα κακαρώνω, τα τινάζω, βάζω χειροπέδες, περνάω χειροπέδες, σημειώνω κτ ανάμεσα στις γραμμές κειμένου, εξατομικευμένος, γκρουπιέρης, γκρουπιέρισσα, απαντώ απότομα, απαντώ νευρικά, μετράω, μετρώ, πειράζω, βρίζω, κάνω πλεξίδες, κάνω πλεξούδες, ακολουθώ τα ίχνη, γυρίζω, το καθυστερώ, κόλαση, μονογραμμένος, οπισθόδρομα συμβατός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ριζώνω, αφρίζω, φτιάχνω σε κλίμακα, κλείνω, μονογραφώ, έτσι έχουν τα πράγματα, ξαναμμένος, αναψοκοκκινισμένος, που τα πιάνει γρήγορα, στραβοκάνης, στραβοπόδης, τολμηρός, θαρραλέος, παρασκηνιακός, ερωτοχτυπημένος, αναβλητικός, που έχει λακκάκια, που έχει αρχίδια, τσιτωμένος, τεζαρισμένος, τεταμένος, που έχει φαβορίτες, απρόσεκτος, αμελής, που έχει φαρδιούς ώμους, που έχει φρικάρει, νευριασμένος,αγανακτησμένος, που έχει τον έλεγχο, με διάκριση πεζών - κεφαλαίων γραμμάτων, μακρυμάνικος, που δεν λειτουργεί, που προσπαθεί να παραπλανήσει, οπίσθιας πέδησης, στραβοκάνης, κάθε είδους, όλων των ειδών, σε δυο ακτές, οκλαδόν, που έχει υπερευλίγιστες αρθρώσεις, που δεν διαχωρίζει την τονικότητα, διπλωμένος, τσακισμένος, με κλειστά παντζούρια, με μακριά αυτιά, με κάγκελα, με μανίκια, έξωμος, που έχουν κοινό βιότοπο, με ρουφηγμένα μάγουλα, δακρυσμένος, παντού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης le

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Il ragazzo è andato a fare una passeggiata.
Το αγόρι πήγε μια βόλτα.

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Io faccio parte della Chiesa Cattolica.
Είμαι μέρος της καθολικής εκκλησίας.

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Stasera la luna splende luminosa.
Το φεγγάρι είναι πολύ φωτεινό απόψε.

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Il giornalista ha fatto una domanda al Presidente.
Ο δημοσιογράφος έκανε μια ερώτηση στον Πρόεδρο.

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Questo è stato il test più facile.
Αυτό ήταν το ευκολότερο τεστ.

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
La capitale statunitense dei mirtilli è il Maine.
Η πρωτεύουσα των άγριων μύρτιλων στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι το Μέιν.

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Mi interessano i poveri.
Ενδιαφέρομαι για τους φτωχούς.

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Questo cappello sta meglio se indossato sulla fronte.

ο, η, το

(singolare)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Quando avrò il denaro, ti comprerò un diamante.

ο ιδανικός, ο καλύτερος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Angelina è il posto migliore dove andare per una cioccolata calda a Parigi.
Το καφέ Ατζελίνα είναι το τέλειο μέρος για ζεστή σοκολάτα στο Παρίσι.

της

(atono)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Dovresti regalarle qualcosa di carino per Natale.
Χάρισέ της κάτι ωραίο για τα Χριστούγεννα.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ho perso la penna. Era sulla mia scrivania.
Έχασα το στυλό μου, ήταν πάνω στο γραφείο μου.

μοδάτος, μοντέρνος

(informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Steve è davvero modaiolo, indossa sempre le ultime tendenze.
Ο Στιβ είναι πολύ μοντέρνος· πάντα είναι ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας.

εφαρμοστός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La giovane attrice indossava un abito nero alla prima del film.

εξοργιστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Inez è una persona puntuale e trova i ritardi aerei esasperanti.

νηφάλιος

(pensiero) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που προσπαθεί να πείσει

(per ottenere [qlcs])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αδέξιος, ζημιάρης, απρόσεκτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

brainstorming

(μέθοδος)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il brainstorming della mattina era stato produttivo e il gruppo sviluppò molte nuove idee.
Η πρωινή μας συνάντηση για ανταλλαγή ιδεών ήταν εποικοδομητική και η ομάδα πρότεινε πλήθος νέων ιδεών.

απάντηση

(informale) (απότομη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Έλαβα μια θυμωμένη απάντηση όταν ρώτησα για τα χρήματα.

βρισιές

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Quando siamo seduti a tavola non tolleriamo le parolacce.
Οι βρισιές δεν επιτρέπονται στο τραπέζι.

διαλογή

(ανάλογα με τη σοβαρότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών

(Federal Communications Commission) (στις ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διάβασμα των χειλιών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φορτίζω τις μπαταρίες μου, γεμίζω τις μπαταρίες μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Avevo davvero bisogno di una vacanza per ricaricarmi.

ξεμένω από μπαταρία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono inciampata su una radice perché la mia torcia si era scaricata.

προκαλώ έκπληξη

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα παίρνω, τα παίρνω άσχημα, τα παίρνω στο κρανίο

(volgare) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χειροκροτώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'è stata qualche risata tra il pubblico, ma nessuno ha applaudito.
Ακούστηκαν μερικά γέλια από το κοινό αλλά κανείς δε χειροκρότησε.

καθυστερώ, χρονοτριβώ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τραβάω

(continuare) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il film di tre ore si trascinava noiosamente.
Η τρίωρη ταινία δεν είχε τελειωμό.

ρίχνω τους πρώτους πόντους

(lavoro a maglia) (πλέξιμο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Per fare un maglione a maglia si avvia al bordo inferiore e si procede verso l'alto fino al collo.

δελεάζω

(συνήθως για καλό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο αστυνομικός παρέσυρε τον εγκληματία σε μια παγίδα.

με τη βία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ονειροπόλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me ne stavo seduto lì tutto sognante quando l'insegnante all'improvviso disse il mio nome.

αλητάμπουρας, αλήτης, κωλοπαιδαράς

(colloquiale) (αρνητική σημασία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quel lottatore tosto sta cercando proprio te, Sasha.

αστυνομία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sul posto è arrivata la polizia.
Η αστυνομία έφτασε στο σημείο.

αυτοκαταστρέφομαι

(για ανθρώπους)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα κακαρώνω, τα τινάζω

(figurato: morire) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando muoio, spero di andarmene tranquillamente nel sonno a un'età molto avanzata.

βάζω χειροπέδες, περνάω χειροπέδες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La polizia ammanettò il sospettato.

σημειώνω κτ ανάμεσα στις γραμμές κειμένου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξατομικευμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'orologio personalizzato di Ronald Walsh era marchiato con le iniziali "R. W."

γκρουπιέρης, γκρουπιέρισσα

sostantivo maschile (gioco delle carte)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Il banco distribuì le carte e la partita cominciò.
Ο γκρουπιέρης μοίρασε τα χαρτιά και το παιχνίδι ξεκίνησε.

απαντώ απότομα, απαντώ νευρικά

(informale)

«Μη με ενοχλείς τώρα,» απάντησε απότομα.

μετράω, μετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adesso misura le prossime dieci tavole da tagliare.

πειράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con [qlcs])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mio portatile non si collega più alla rete wifi da quando hai pasticciato con le impostazioni.

βρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gay ha imprecato a voce alta quando le è caduto un martello sul piede.
Η Γκέι έβρισε δυνατά όταν έριξε ένα σφυρί στο δάχτυλο του ποδιού της.

κάνω πλεξίδες, κάνω πλεξούδες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η Μέιζι πλέκει τα μαλλιά της σε πλεξούδες πριν πάει για τρέξιμο για να μην πέφτουν στο πρόσωπό της.

ακολουθώ τα ίχνη

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I cacciatori avevano seguito le tracce del cinghiale per ore.

γυρίζω

(figurato: testa) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mark girò e girò finché non gli girò la testa.
Ο Μαρκ έκανε σβούρες γύρω γύρω μέχρι που το κεφάλι του γύριζε.

το καθυστερώ

(συνήθως επίτηδες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
James dice che non può inviare il rapporto ora perché internet non gli funziona, ma penso che stia rimandando perché non l'ha ancora finito.
Ο Τζέιμς λέει ότι δεν μπορεί να στείλει την έκθεση τώρα, επειδή του έχει κοπεί το ίντερνετ. Εγώ πιστεύω, όμως, ότι το καθυστερεί (or: χρονοτριβεί) γιατί δεν την έχει τελειώσει ακόμα.

κόλαση

(figurato, informale) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η οικογένειά μου πέρασε πολύ δύσκολα τον περασμένο χρόνο.

μονογραμμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οπισθόδρομα συμβατός

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

I Down sono un'area di mare lungo la costa del Kent.

ριζώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho piantato il cespuglio di rose in giardino la scorsa settimana e sembra che abbia attecchito bene.

αφρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lo champagne spumeggiava nei bicchieri.

φτιάχνω σε κλίμακα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ridimensionò il modello a un decimo delle dimensioni finali.
Έφτιαξε το μοντέλο υπό κλίμακα, έτσι ώστε είχε το ένα δέκατο του τελικού μεγέθους.

κλείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μονογραφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il doganiere ha siglato i documenti e ha fatto passare la scatola.

έτσι έχουν τα πράγματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Forse ti sembra ingiusto non aver avuto quel posto di lavoro, ma è così che stanno le cose.

ξαναμμένος, αναψοκοκκινισμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hai il viso tutto arrossato per la corsa.

που τα πιάνει γρήγορα

verbo transitivo o transitivo pronominale (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Isabel è una studentessa molto sveglia che capisce le cose al volo.

στραβοκάνης, στραβοπόδης

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I bambini sono con le gambe storte fino all'età di tre anni.

τολμηρός, θαρραλέος

(idiomatico)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παρασκηνιακός

(θέατρο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ερωτοχτυπημένος

locuzione aggettivale (figurato, informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναβλητικός

aggettivo (με σκοπό την καθυστέρηση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει λακκάκια

(καθομ: στα μάγουλα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει αρχίδια

(informale, volgare) (αργκό, μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο τύπος φίλε μου έχει αρχίδια, όχι αστεία. Τα έβαλε στα ίσια με έναν φουσκωτό πυγμάχο που κολλούσε στην κοπέλα του στο κλαμπ.

τσιτωμένος, τεζαρισμένος, τεταμένος

(idiomatico) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έχει φαβορίτες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απρόσεκτος, αμελής

(idiomatico)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Scusa, non ho capito cosa volevi. Ero distratto.

που έχει φαρδιούς ώμους

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James ha le spalle così larghe perché fa sollevamento pesi ogni giorno.
Ο Τζέιμς έχει πολύ φαρδιούς ώμους, γιατί κάνει βάρη κάθε μέρα.

που έχει φρικάρει

verbo intransitivo (αργκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando vide il disastro che i ladri avevano fatto, uscì completamente dai gangheri.
Φρίκαρε τελείως όταν είδε το χαμό που άφησαν πίσω τους οι διαρρήκτες.

νευριασμένος,αγανακτησμένος

(informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando gli ho fatto notare davanti a tutti i suoi impiegati che aveva sbagliato di grosso, è andato su tutte le furie.

που έχει τον έλεγχο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με διάκριση πεζών - κεφαλαίων γραμμάτων

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I test di riconoscimento dei codici CAPTCHA spesso differenziano tra maiuscole e minuscole. La maggior parte delle password informatiche o di rete differenziano le maiuscole dalle minuscole.

μακρυμάνικος

locuzione aggettivale (abbigliamento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
D'estate non indosso quasi mai camicie a maniche lunghe. Le camicie a maniche lunghe hanno un'aria più professionale di quelle a maniche corte.
Σπάνια φοράω μακρυμάνικα πουκάμισα το καλοκαίρι.

που δεν λειτουργεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που προσπαθεί να παραπλανήσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οπίσθιας πέδησης

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

στραβοκάνης

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάθε είδους, όλων των ειδών

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε δυο ακτές

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οκλαδόν

locuzione aggettivale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που έχει υπερευλίγιστες αρθρώσεις

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δεν διαχωρίζει την τονικότητα

(ιατρικό φαινόμενο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διπλωμένος, τσακισμένος

locuzione aggettivale

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Diverse pagine del catalogo avevano le orecchie.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Μαρία άνοιξε το βιβλίο της στην τσακισμένη σελίδα και συνέχισε την ανάγνωση.

με κλειστά παντζούρια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με μακριά αυτιά

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με κάγκελα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il detenuto guardò attraverso la finestra con le sbarre della sua cella.

με μανίκια

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έξωμος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχουν κοινό βιότοπο

(persona: patria comune) (ζώα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με ρουφηγμένα μάγουλα

locuzione aggettivale (viso: non sano)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δακρυσμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

παντού

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'erano ovunque zanzare. Non c'era modo di evitarle.
Τα κουνούπια ήταν παντού. Δεν μπορούσαμε να τους κρυφτούμε πουθενά.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του le στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του le

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.