Τι σημαίνει το battere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης battere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του battere στο Ιταλικό.
Η λέξη battere στο Ιταλικό σημαίνει χτυπάω, ξεπερνώ, περνώ, παίζω, σφυρηλατώ, νικάω, κερδίζω, χτυπάω, ανεμίζω, κυματίζω, νικάω, κερδίζω, είμαι batter, είμαι ροπαλοφόρος, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, κρατάω το ρυθμό, στοιχειοθετώ, φέρω, πατάω, κατακυρώνω, προλαβαίνω κπ, νικώ, κουνάω, κουνώ, χτυπάω, χτυπώ, παίζω ρυθμικά, χτυπάω, χτυπώ, επισκιάζω, χτυπάω, κοπανάω, χτυπάω, βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ, κατατροπώνω, κουνάω, κουνώ, κόβω, κάνω σκόνη, δέρνω, χτυπάω, χτυπώ, τοποθετώ με το χέρι, ξεκάνω, καρφώνω, κερδίζω, νικώ, χτυπώ με ρόπαλο, χτυπάω, χτυπώ, εκδίδομαι, κάνω πιάτσα, ξεπερνάω, ξεπερνώ, χτυπάω, χτυπώ, νικώ, κερδίζω, είμαι καλύτερος από κπ, τα πάω καλύτερα από κπ, κτυπώ ρυθμό, ισχυρό μέρος του μέτρου, χτυπάω, χτυπώ, είμαι καλύτερος από κπ, χτυπάω, χτυπώ, καταχωρώ, σερβίρω, πάλλομαι, βελτιώνω, σπάω, ρίχνω με ευθεία βολή, νικώ, κερδίζω, ξεπερνώ, περνώ, χειροκροτώ, δακτυλογραφώ, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ, γενναία, ατρόμητα, ανέκφραστος, ατάραχος, τυφλό σύστημα, χτυπάω παλαμάκια με το ρυθμό, νικάω κπ την τελευταία στιγμή, κερδίζω κπ την τελευταία στιγμή, καταρρίπτω ένα ρεκόρ, <div>για στρατιώτη όταν χαιρετά ανώτερο και παράγει κρότο χτυπώντας τις σόλες των παπουτσιών του</div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δεν έχω την παραμικρή αντίδραση, βλεφαρίζω, χαλαρώνω, τεμπελιάζω, κωλοβαράω, πουλάω σε χαμητότερες τιμές από κπ, σφυροκοπώ, κοπανάω, κτυπώ, χτυπώ, παίζω έναν ρυθμό, κερδίζω κπ με μικρή διαφορά, δακτυλογραφώ, δακτυλογραφώ, χειροκροτώ, χειροκροτώ, κοπανάω τα ίδια και τα ίδια, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δίνω μπουνιά σε κάποιον, χτυπάω σε ρυθμό, χτύπημα των δοντιών, ρυθμικό χειροκρότημα, κάνω ματ σε κπ, κατατροπώνω κπ σε κτ, δεν εκπλήσσομαι, νικώ την τελευταία στιγμή, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω δυνατά, δακτυλογραφώ, σφυροκοπώ, χτυπάω, χτυπώ, τεμπελιάζω, νικώ, κερδίζω, χτυπάω, χτυπώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης battere
χτυπάωverbo intransitivo (cuore) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il dottore auscultava per vedere se il cuore dell'uomo batteva. |
ξεπερνώ, περνώ(vincere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Scommetto che ti batteremo! Guidiamo molto più rapidamente. |
παίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μουσική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il batterista batte il ritmo sulla grancassa. |
σφυρηλατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'artigiano ha battuto il pezzo di metallo fino a farlo diventare molto sottile. |
νικάω, κερδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La squadra campione è fiduciosa di poter battere gli sfidanti. Οι πρωταθλητές νίκησαν τους διεκδικητές του τίτλου. |
χτυπάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha battuto il pugno sul tavolo per cercare di far passare i suoi argomenti. Χτύπησε το γραφείο με τη γροθιά του για να προσπαθήσει να περάσει το μήνυμά του. |
ανεμίζω, κυματίζω(bandiera) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η σημαία ανέμιζε στον αέρα. |
νικάω, κερδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dannii ha battuto gli avversari per vincere il premio. Ο Ντάνι υπερίσχυσε των ανταγωνιστών του και κέρδισε το βραβείο. |
είμαι batter, είμαι ροπαλοφόρος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Mary è la prossima a battere. Η Μαίρη παίζει στη θέση του batter στη συνέχεια. |
χτυπάω, χτυπώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A Martha battevano i denti dal freddo. Τα δόντια της Μάρθας χτυπούσαν στο κρύο. |
χτυπάω, χτυπώ(orologi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'orologio ha battuto le dieci. Το ρολόι σήμανε δέκα. |
κρατάω το ρυθμόverbo transitivo o transitivo pronominale (tempo) (με πόδι, χέρι κλπ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La musica iniziò e subito tutti iniziarono a battere i piedi. Η μουσική άρχισε και σύντομα όλοι χτυπούσαν ρυθμικά τα πόδια τους. |
στοιχειοθετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi battermi questa relazione con un carattere semplice? |
φέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (bandiera) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il forte batteva bandiera inglese. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα πλοία υπό γαλλική σημαία, δεν έχουν άδεια να προσεγγίσουν αυτό το λιμάνι. |
πατάωverbo transitivo o transitivo pronominale (tasti, tastiera) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La segretaria batteva i tasti. |
κατακυρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (all'asta) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προλαβαίνω κπverbo transitivo o transitivo pronominale (fare qualcosa per primi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ήμουν έτοιμος να δώσω την απάντηση αλλά με πρόλαβε. |
νικώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κουνάω, κουνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pipistrello sbatteva le ali. Η νυχτερίδα κουνούσε τα φτερά της. |
χτυπάω, χτυπώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω ρυθμικά
Liam è arrivato alla festa mentre la musica pulsava e la gente ballava. Ο Λίαμ περπάτησε προς το χώρο του πάρτι. Η μουσική έπαιζε ρυθμικά και ο κόσμος χόρευε. |
χτυπάω, χτυπώ(mani, piedi, ecc.) (μέρος σώματος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era così alto che doveva stare attento a non picchiare la testa quando passava da una porta. Ήταν τόσο ψηλός που έπρεπε να κάνει προσπάθεια για να μη χτυπήσει το κεφάλι του, όταν περνούσε από πόρτες. |
επισκιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sua performance ha surclassato il cantante precedente. Η ερμηνεία του επισκίασε τον τραγουδιστή πριν από αυτόν. |
χτυπάωverbo intransitivo (pioggia) (βροχή, πάνω σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pioggia ha battuto senza sosta per tutta la notte. |
κοπανάω, χτυπάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jim batteva coi pugni sulla porta. |
βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώverbo intransitivo (κάτι, σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Svegliato dalla musica ad alto volume dei vicini Leon ha battuto sul muro per protestare. |
κατατροπώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I Bulls hanno battuto i Knicks nella partita di basket di ieri! |
κουνάω, κουνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rose sbatteva il panno nel tentativo di rimuovere il fumo dalla cucina. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (moneta) (νομίσματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La Fed coniava nuove monete ogni anno. |
κάνω σκόνηverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La squadra di calcio di Kate ha sconfitto facilmente l'altra squadra. |
δέρνω, χτυπάω, χτυπώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James ha picchiato in faccia Tim. |
τοποθετώ με το χέριverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκάνω(αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pugile sconfisse l'avversario dopo appena due round. Ο πυγμάχος ξέκανε τον αντίπαλό του σε δύο μόλις γύρους. |
καρφώνω(καρφί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Ρον κάρφωσε τα καρφιά στον πίνακα. |
κερδίζω, νικώ(sconfiggere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'altra squadra ci ha stracciato e ha vinto il campionato. |
χτυπώ με ρόπαλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La vittima è stata randellata con un oggetto pesante. |
χτυπάω, χτυπώ(gastronomia, con frusta) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elizabeth montò della panna da aggiungere al dolce. Η Ελισάβετ χτύπησε λίγη σαντιγί για να συνοδεύσει το επιδόρπιο. |
εκδίδομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il protettore faceva prostituire Lisa sette notti alla settimana. Ο νταβατζής της την έβαζε να εκδίδεται επτά νύχτες την εβδομάδα. |
κάνω πιάτσα(καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo aver perso il lavoro Brittany iniziò a prostituirsi all'incrocio. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo ciclista molto giovane ha appena superato il suo record personale di velocità! Ο ηθοποιός ελπίζει να ξεπεράσει την προηγούμενη απόδοσή του. |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lucy bussò (or: picchiò) alla porta e aspettò una risposta. Η Λούσι χτύπησε την πόρτα και περίμενε να της απαντήσουν. |
νικώ, κερδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno sconfitto l'avversario 3 a 2. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η εθνική μας ομάδα συνέτριψε τους αντίπαλούς της στα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. |
είμαι καλύτερος από κπ, τα πάω καλύτερα από κπ(sport, giochi, ecc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κτυπώ ρυθμόverbo transitivo o transitivo pronominale (musica) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il batterista cominciò a battere un ritmo e il gruppo iniziò a suonare. |
ισχυρό μέρος του μέτρουsostantivo maschile (musica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La batteria dovrebbe entrare sul tempo forte. Τα ντραμς πρέπει να μπαίνουν στο ισχυρό μέρος του μέτρου. |
χτυπάω, χτυπώverbo transitivo o transitivo pronominale (στην ταμειακή μηχανή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sebbene fosse chiaramente segnato a $9,95, il cassiere batté per errore $19,95. Παρόλο που η τιμή ήταν ξεκάθαρα 9.95 δολάρια ο ταμίας χτύπησε κατά λάθος 19.95. |
είμαι καλύτερος από κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sin dalla tenera età Joseph ha sempre superato i suoi compagni. Από πολύ μικρή ηλικία ο Τζόζεφ ήταν πάντα καλύτερος απ' τους συνομήλικούς του. |
χτυπάω, χτυπώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'orologio ha suonato le tre. Το ρολόι χτύπησε τρεις. |
καταχωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (con tastiera) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σερβίρωverbo intransitivo (sport) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Chi serve per primo? Credo tocchi a me. Ποιος σερβίρει; Νομίζω εγώ. |
πάλλομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La vena sulla fronte di Jerry pulsava. |
βελτιώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vediamo se riesco a superare il mio punteggio precedente. |
σπάωverbo transitivo o transitivo pronominale (limite, record) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La nostra squadra ha superato il record di numero di partite vinte. |
ρίχνω με ευθεία βολήverbo transitivo o transitivo pronominale (baseball) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha battuto la palla a centrocampo ed è arrivato in prima base. Έριξε τη μπάλα με ευθεία βολή στο κέντρο και πήγε στην πρώτη βάση. |
νικώ, κερδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo una battaglia di sette anni, Cesare sconfisse i Galli. |
ξεπερνώ, περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (arrivare prima) (μέχρι/ως κάποιο μέρος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Thompson ha battuto gli altri corridori alla linea del traguardo. |
χειροκροτώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) C'è stata qualche risata tra il pubblico, ma nessuno ha applaudito. Ακούστηκαν μερικά γέλια από το κοινό αλλά κανείς δε χειροκρότησε. |
δακτυλογραφώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υποχωρώ, οπισθοχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le truppe si ritirarono sotto un pesante fuoco nemico. Τα στρατεύματα υποχώρησαν υπό καταιγισμό πυρών από τον εχθρό. |
βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Λυδία χτυπούσε την πόρτα, απαιτώντας να μπει μέσα. |
γενναία, ατρόμητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il documentario affronta in maniera onesta e diretta il tema delle malattie croniche. |
ανέκφραστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ατάραχοςlocuzione avverbiale (figurato: senza reagire) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τυφλό σύστημαverbo intransitivo (μτφ: δακτυλογράφηση) |
χτυπάω παλαμάκια με το ρυθμόverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I bambini battevano le mani a tempo di musica. |
νικάω κπ την τελευταία στιγμή, κερδίζω κπ την τελευταία στιγμήverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταρρίπτω ένα ρεκόρverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Oggi abbiamo battuto un record: è il primo marzo della storia in cui qui non nevica minimamente. |
<div>για στρατιώτη όταν χαιρετά ανώτερο και παράγει κρότο χτυπώντας τις σόλες των παπουτσιών του</div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbo transitivo o transitivo pronominale |
δεν έχω την παραμικρή αντίδρασηverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βλεφαρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η Έλεν ανοιγόκλεισε τα μάτια της γρήγορα για να τα καθαρίσει από τη σκόνη. |
χαλαρώνω, τεμπελιάζω, κωλοβαράωverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Da quando sua moglie si è ammalata lui ha iniziato a battere la fiacca al lavoro. Από τότε που αρρώστησε η γυναίκα του, τεμπελιάζει στη δουλειά. |
πουλάω σε χαμητότερες τιμές από κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σφυροκοπώ, κοπανάω(battere ripetutamente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κτυπώ, χτυπώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω έναν ρυθμόverbo transitivo o transitivo pronominale (di ritmo, musica) Rufus iniziò a battere il tempo di un ritmo sulla batteria. |
κερδίζω κπ με μικρή διαφοράverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il cavallo numero sette sembrava destinato a vincere, ma poi il numero undici l'ha battuto per un soffio. |
δακτυλογραφώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δακτυλογραφώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χειροκροτώ(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Facciamo un caloroso applauso al nostro prossimo numero. Ας χειροκροτήσουμε δυνατά για το επόμενο νούμερο. |
χειροκροτώverbo transitivo o transitivo pronominale (ως επιδοκιμασία) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I bambini stavano diventando chiassosi e iperattivi, e l'insegnante ha dovuto battere forte le mani per attirarne l'attenzione. Lady Winifred batté le mani sdegnosamente per far servire la zuppa. |
κοπανάω τα ίδια και τα ίδιαverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico, informale: insistere) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbo intransitivo (baseball) |
δίνω μπουνιά σε κάποιονverbo transitivo o transitivo pronominale (modo di salutarsi informale) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
χτυπάω σε ρυθμόverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il batterista batteva il tempo. |
χτύπημα των δοντιώνsostantivo maschile (dei denti) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lou aveva così freddo che sentivo il battere dei suoi denti. |
ρυθμικό χειροκρότημα(a ritmo, a tempo) |
κάνω ματ σε κπ(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατατροπώνω κπ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (sconfiggere in un gioco) Audrey ha stracciato Tania a tennis. |
δεν εκπλήσσομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (από κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νικώ την τελευταία στιγμή(informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La corsa era quasi al termine quando il corridore in seconda posizione ha sconfitto il detentore del record mondiale all'ultimo momento. |
χτυπάω, χτυπώ(mani, piedi, ecc.) (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il bambino è caduto e ha battuto la testa sul pavimento in legno. Το παιδί έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του στο ξύλινο πάτωμα. |
χτυπάω δυνατάverbo intransitivo James ha corso veloce e adesso il suo cuore batte forte. Ο Τζέιμς έτρεχε γρήγορα και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. |
δακτυλογραφώ(computer) (έμφαση στο είδος γραφής) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θα πρέπει να δακτυλογραφήσουμε την εργασία. |
σφυροκοπώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χτυπάω, χτυπώverbo intransitivo (automobile) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tom ha portato la sua macchina dal meccanico perché il motore batteva in testa. |
τεμπελιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
νικώ, κερδίζω(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Μετά από καθημερινή προπόνηση, ο Μαρκ τα πήγε καλύτερα από την αδελφή του στον τελευταίο τους αγώνα τένις. |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Helen ha battuto sul tavolo per attirare l'attenzione di tutti. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του battere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του battere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.